«Η Τέχνη κ’ η ποίηση μας βοηθούν να ζήσουμε.
Η Τέχνη κ’ η ποίηση μας βοηθούν να πεθάνουμε».
Νίκος Εγγονόπουλος
Ζωή και θάνατος, θάνατος και ζωή, σε μια αμφίδρομη λειτουργικότητα μέσα στο πλέγμα της αιώνιας Τέχνης, κάτω από τον μπαρουτοκαπνισμένο ουρανό, μιας σκλάβας σταυρωμένης πατρίδας, που η ψυχή του αδούλωτου λαού της, υμνεί τη Λευτεριά, που απόψε ξημερώνει.
Είναι νυκτιές που «σωπαίνουν οι λύκοι» γιατί ουρλιάζουν οι άνθρωποι. Μα είναι και νύκτες σαν κι αυτήν, που σωπαίνουν και λύκοι και άνθρωποι, για ν ακουστεί μονάχη μα λεβέντικη η φωνή του Κύπριου ήρωα-ποιητή.
«Της φυλακής δεν τα σηκώνω
Γω τα βάρη,
Γι’ αυτό θα φύγω για βουνά
Και ρεματιές
Νάχω τη νύκτα συντροφιά
Μου το φεγγάρι
Και την ημέρα να μιλώ μες
Τις ιτιές».
«Τη σκλαβιά τη βαρέθηκα
- Μάνα, κλέφτης θα γίνω
της σκλαβιάς δηλητήριο
Μάνα, ως πότε θα πίνω;»
«Θα πάρω μιαν ανηφοριά
Θα πάρω μονοπάτια
Να βρω τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά».
«Τώρα κι αν είναι χειμωνιά
Θα’ρθεί το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει
Σε πόλεις και χωριά».
«Μπορεί σε κάποια μάχη
Γραμμένο η μοίρα νάχει
Να μη γυρίσουμε.
Μα πάμε με καμάρι
Και λέμε «όποιον πάρει»
Και «θα νικήσουμε».
(Στίχοι Ευαγόρα Παλληκαρίδη)
Έτσι κι έγινε. Ο νεαρός μαθητής της Ε τάξης του Ελληνικού Γυμνασίου της Πάφου αποχαιρέτησε στις 5 Δεκεμβρίου 1955 με το συγκλονιστικό εκείνο θούριο το «Εγερτήριο Σάλπισμα», την άδεια σχολική αίθουσα με τα ξένιαστα μαθητικά θρανία. Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης δεν είναι πια το μικρό σχολιαρόπαιδο. Άλλωστε γι’ αυτόν «μέσα» (στην τάξη) ασχολούνταν «με ανοησίες» τη στιγμή που ο αγώνας φούντωσε κι όλα πετούν φωτιές».
Χάιδεψε με το γλυκό, νεανικό και ζεστό του βλέμμα την τελευταία του τάξη και χαιρέτησε νοερά τους φίλους και το σχολείο του. Ετούτη την ώρα, η ακάθεκτη ορμή της φλογερής του νιότης, διατρέχει το κορμί και το νου του. Θέλει να φύγει πέρα μακριά, για τις ανηφοριές και τα μονοπάτια, να βρει τα σκαλοπάτια που να παν στη Λευτεριά. Έτσι την επόμενη κιόλας μέρα, 6 Δεκεμβρίου 1955 ο νεαρός μαθητής – αγωνιστής, είναι ήδη ένας πραγματικός ανυπότακτος αντάρτης στις τάξεις της θρυλικής ΕΟΚΑ. Από το λημέρι όπου βρισκόταν μόλις πληροφορείται για το θάνατο του Χαράλαμπου Μούσκου, γράφει συγκινημένος:
«Κι όπου και να φτάσουμε
Κι όπου κι αν βρεθούμε
Τον πικρό σου θάνατο
Θα εκδικηθούμε».
Πράγματι ο νεαρός Ευαγόρας, κτύπησε αλύπητα με την ομάδα του άπειρες φορές τους Άγγλους στρατιώτες και στήνοντας ενέδρες ενάντια στις αγγλικές αρχές, ακολούθησε ακάθεκτος την ηρωική πορεία που διάλεξε, αψηφώντας κάθε κίνδυνο ή αντιξοότητα που συναντούσαν. Μόλις μαθαίνει για τον απαγχονισμό των τριών – Στέλιου Μαυρομάτη, Μιχαήλ Κουτσόφτα και Ανδρέα Παναγίδη – γράφει συγκλονισμένος:
«Ποτέ δεν θα πεθάνουμε
Όσοι πεθάναν σήμερα
Και της σκλαβιάς τα σίδερα
Θα σπάσουν κάποια μέρα
Και θ ακουστούν ελεύθερα
Τραγούδια πέρα ως πέρα
Στο ελληνικό νησί».
Το μοιραίο όμως δεν άργησε να έλθει κι ο «εφιάλτης» έδρασε και πάλι, σε βάρος της ορεινής ανταρτικής ομάδας της Πάφου.
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω μαζί με άλλους συναγωνιστές του, ενώ κατέβαιναν μέσω μιας ορεινής διόδου, μεταφέροντας πολεμοφόδια. Η ποινή που τον περίμενε ήταν ήδη γνωστή. Η μεταφορά όπλων πληρωνόταν με θανατική καταδίκη. Στις 25 Φεβρουαρίου 1957, κατόπιν δίκης στο Ανώτερο Δικαστήριο,
«Ο 18ετής Γυμνασιόπαις Ευαγόρας Παλληκαρίδης, κατεδικάσθη εις θάνατον».
Τα τελευταία του λόγια στον Άγγλο δικαστή αποδεικνύουν για άλλη μια φορά, το φλογερό πάθος που τον διακατείχε για τη Λευτεριά της Κύπρου.
«Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την ελευθερία του. Τίποτε άλλο». Εδώ κάθε σχόλιο πιστεύω είναι περιττό. Στη συνέχεια οδηγείται στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας και παρά τις τεράστιες προσπάθειες που έγιναν για απονομή χάρης η απόφαση παρέμεινε η ίδια.
Στις 14 του Μάρτη 1957, ο φρικτός γδούπος της αγχόνης ακούγεται για τελευταία φορά στο νησί μας. Το σώμα του νεαρού εραστή της λευτεριάς, μαθητή και ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη, πέφτει νεκρό. Την ίδια εκείνη ύστατη ώρα, που το πνεύμα του παραδινόταν στον Κύριο η ψυχή του έτρεξε λεύτερη για τα παλάτια της λατρευτής του βασίλισσα, όπως ο ίδιος έψαλλε. Ο ήρωας μαθητής και ποιητής έχει ήδη γράψει με το άλικο αίμα του, τους συγκλονιστικότερους ίσως στίχους στη νεότερη ελληνική κυπριακή ποίηση.
Στα επικά εκείνα χρόνια του υπέροχου αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού, για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και την Ένωση του νησιού μας με τον μητροπολιτικό κορμό, δεν είναι λίγοι εκείνοι που έγραψαν με την πένα και ταυτόχρονα με τη ζωή τους, το δραματικότερο έπος της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου.
Ο Κυριάκος Μάτσης για τα τέσσερα παλικάρια του Αχυρώνα
Ο ήρωας του Δίκωμου Κυριάκος Μάτσης γράφει κάπου ένα αφιέρωμα στους τέσσερις πεσόντες στον αχυρώνα του Λιοπετρίου:
Κι από τ’ αμάραντα τα λούλουδα
Κι από τα μαραμένα
Στεφάνι πα στο μνήμα σας
Θα πλέξω παλληκάρια.
Κυνηγητές σταθήκατε ως αθάνατοι
Και των αμάραντων κι αυτών
Που μάραναν
Τα χέρια των δυνατών.
Ο Φώτης Πίττας για τους αντάρτες
Ο ήρωας δάσκαλος Φώτης Πίττας γράφει κι αυτός για τους λεβεντονιούς αντάρτες, της αθάνατης ΕΟΚΑ.
Ως το λόγγι της νύκτα κυνυγούντα θεριά
Καρτερώντας κρυμμένα στη βρύση κοντά
Κι ως το θήραμ ακούνε χυμούν χαρωπά
Κι η ψυχή πούναι ξύπνια, ναι ζητά λευτεριά.
Ανδρέας Κάρυος: Ναν’ ο Χριστός μας οδηγός
Ο Ανδρέας Κάρυος με ακλόνητη προσήλωσα στα δίκαια του αγώνα αλλά και βαθιά πίστη στο Θεό, που ευλογεί τον ιερό ξεσηκωμό τους, γράφει:
Μαζί θα προσευχόμαστε κι οι τρεις
Κάθε πρωί και βράδυ,
Ναν’ ο Χριστός μας οδηγός
Και φάρος στο σκοτάδι.
Και ο Χριστός ευλόγησε και φώτισε κάθε τους βήμα, κάθε τους σκέψη, πρόσφερε το άχραντο σώμα και αίμα του, στις τελευταίες τους ώρες πήρε κοντά του στις άσπιλες ψυχές τους, που άστραψαν από την καθαρότητα του άγιου και ιερού σκοπού, για τον οποίο θυσιάστηκαν.
Ήρωες αδελφοί μας, γονυκλινείς θα προσπέσουμε σήμερα στο σεπτό και απέριττο μνήμα σας. Η στήλη αυτή ας είναι ένα μπουκέτο σεμνά νεκρολούλουδα βγαλμένα από τα βάθη της νεανικής μας ψυχής.
Τα προσφέρουμε τιμώντας εσάς που με την πείνα, αλλά και το άλικο αίμα της ολόδροσης νιότης σας, γράψατε το ωραιότερο τραγούδι για τη Λευτεριά της Κύπρου μας.
Ξέρουμε πως τα πρόσωπά σας
Δεν βολεύονται
Παρά μόνο στον ήλιο
Πως οι καρδιές σας δε βολεύονται
Παρά μόνο στο δίκιο.
Πως η ψυχή σας πλανάται ανήσυχη
Πάνω από την Τουρκοπατημένη σήμερα γη μας
Είναι πράγματι επώδυνο ν αντικρίζει κανείς τη γη που τον γέννησε, μέσα από τα κιάλια, στη γραμμή «Προς Κατεχόμενα». Μα δεν είμαστε εμείς που σας ξεχάσαμε αδέλφια.
Δεν είμαστε εμείς που θελήσαμε να ρίξουμε λάσπη στον αγώνα και τη θυσία σας. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ εμείς να αμαυρώσουμε τη δόξα σας, να εγκαταλείψουμε την αυτοθυσία και τον απαράμιλλο σε ήθος ηρωισμό σας, στη ύπουλη λήθη του αντιιστορικού ρεαλισμού.
Δεν είμαστε εμείς οι επίορκοι του «Αγών δι Ένωσιν, αγών μέχρις Εσχάτων». Δεν μετατρέψαμε εμείς τον ιερό και ανυπέρβλητο αγώνα σας, σε χιμαιρικό κυνήγι μιας κίβδηλης και απατηλής ανεξαρτησίας, που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην τουρκοποίηση της πατρίδας μας.
Ούτε βέβαια θα μπορούσαμε ποτέ να είμαστε εμείς, δουλικοί χειροκροτητές και κομπάρσοι, σ ένα δράμα που παίζεται πίσω από τις πλάτες του λαού μας, αμαυρώνοντας τη δική σας μνήμη, ξεπουλώντας τη γη μας για μιας χούφτα αργύρια, στο παζάρι των όπου γης φαλκιδευμένων συνειδήσεων.
Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να γίνουμε οι θιασώτες και καλλιεργητές της ψευδονεοκυπριακής συνείδησης του τραγελαφικότερου κατασκευάσματος που έχει να «επιδείξει» η εθνική μας πορεία τα τελευταία εξήντα χρόνια.
Μια πορεία κενά από ώριμη πνευματικότητα, χωρίς εθνικούς στόχους, ξεκομμένη από ιστορικές και πολιτιστικές ρίζες πραγματική σχοινοβασία, γύρω από το ξόανο ενός λαού που η αληθινή του υπόσταση βρίσκεται χωμένη σε κάποιους χώρους που αποκαλούνται μουσεία. Μέσα εκεί όμως βρίσκεται η ψυχή ενός ολόκληρου νησιού, που για αιώνες αιώνων, βροντοφωνάζει ρωμιοσύνη.
Κι είναι και κάποιοι άλλοι, άλλοι χώροι, κάποιοι ναοί και ιερά, όπου οι μύστες της φυλής κρατούν άσβηστη την ιερή φλόγα του αυριανού ξεσηκωμού μας για την άγια εκείνη ώρα της Λευτεριάς που θα ηχήσει σαν κραταιός παιάνας, απ άκρη σ άκρη της Κύπρου μας.
Είναι τα μνήματά σας αδέλφια. Τα φυλακισμένα σας μνήματα, με τις απόρθητες λεβέντικες ψυχές σας, να κρατούν άσβεστη τη δάδα του ανένδοτου, αδικαίωτου αγώνα μας για Λευτεριά και Ένωση.
Οι κρουνοί του πνεύματος και της ψυχής του λαού μας δεν έχουν στερέψει όσο κι αν οι όποιοι εκμεταλλευτές καιροσκόποι θέλουν να τους παρουσιάζουν ξερούς και στεριωμένους καθώς το όπιο της ιστορικής λήθης, παλεύει να χωθεί στην καρδιά και την ψυχή του.
Ασιάτη φονιά, βιαστή και κουρσάρε,
Η γη που πατάς είναι δική μας, είναι δική τους, είναι η πατρίδα της Λευτεριάς, του ήρωα μαθητή και ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη και όσων θυσιάστηκαν μαζί του, για Κύπρο Ελεύθερη-Ελληνική.
Αιωνία τους η μνήμη
Τασούλα Μιχαήλ