Νηστεία στον Ακάμα

Λαογραφία

Τζιαι είμαστεν άλλοσπως αρκόντοι…

Στον Πιττοκόπον γιε μου εκάμναν ούλλες τις νηστείες. Η γιαγιά εμαείρευκεν πάντα νηστίσιμα έτσι τζιαιρούς. Όι πως είχαν τούτα που είχαμεν τωρά.

Μα το κοπάδιν είχαν το. Τα κτηνά τους είχαν τα. Ο Ακάμας ήτουν ένας παράδεισος για τους φτωχούς. Κανένας εν επέθανεν νηστικός μες τον Ακάμαν. Ήταν να συνάξει πάγκαλλους, κίρταμαν, καππάρι. Οι λαοί ήτουν αμέτρητοι. Μανιτάρκα πολλά. Ήταν τζιαι οι βροσιές καλές. Εβοηθούσαν.

Εις τη θάλασσας στον Γερόνησσον στον Άην Κόνωναν ήταν να συνάξεις το άλας σου τζι’ ας σε βουρούσαν που πίσω οι αλατοφύλακες. Ήταν να έβρεις πεταλλίνες. Να πας εις τους καούρους εις το πυροφάνι. Οι τόποι γεμάτοι τερατσιές, αθασιές, ελιές να φκάλεις το λάιν σου το καλόν.

Είσιεν βάτους με τα δώρα τους. Είσιεν αγρέλλια στους τζιαιρούς τους αγριοτζινάρες.

Ύστερις που το τριάντα, ο παππούς σου που ‘ρτεν που την Πέγειαν στον Άην Κόνωναν, έβαλλέν τζιαι κολοκάσιν. Έφερνεν τζιαι στο χωρκόν τις Κυριακάες ο,τι εγιωρκούσεν τζιαι επκιάνναμεν.

Εις την Αθκιάν είσιεν νερόν καλόν, έβαλλεν ο παππούς σου ο Γιαννής πο ούλλα τα καλά. Πομυλόρκα, λουβίν, φασολάκιν, αγγουράκια, βαζάνια. Εφυτεύκαμεν τζιαι τις φρακτάες. Εβάλλαμεν τζιαι κρομμύθκια δυνάμενα, πιπέρκα ωραία.

Εφουρνίζαμεν πο ούλλα, ψουμιά, ποξιμάκια, κουλλούρκα.

Το πενηνταήμερον εν ετρώαν κρέας εις τον Πιττοκόπον. Ενειστεύκαν τζιαι στη Δρούσιαν πολλοί που τους παλλιούς. Μα εν τζι είσιεν τζιαι κρέατα συνέχεια πας το τραπέζιν.

Ετρώαμεν αλλά φαγιά, γλυτζιά μούσκος. Ψουμίν σιταρένον, κρομμύθκια, ελλιές κουμνιαστές ή τσακκιστές τζιαι είμαστεν άλλοσπως αρκόντοι. Φτωσσιοί μα αρκόντοι στη Λαόναν μας.

Γιάννης Πεγειώτης