Το νόημα της Ελληνικής Ελευθερίας

Πατριδογνωσία

«Η εθνική ελευθερία είναι η αναγκαία προϋπόθεση για τη ζωή ενός λαού. Να δεχτούμε όμως πως το νόημα της ελευθερίας εξαντλείται από την ώρα που ένα έθνος πετάει από πάνω του τα δεσμά της δουλείας και οργανώνεται σε κράτος αυτόνομο; Αν ναι, τότε δεν θα είχαμε τί­ποτε να προσθέσουμε στο κεφάλαιο της ελευθερίας μας, έξω βέβαια από την ευθύνη να την κρατήσουμε αλώβητη. Με άλλα λόγια, δεν θα ήμαστε παρά απλοί θεματοφύλακες ενός αγαθού που μας εχάρισαν οι θυσίες των πατέρων μας.

Ποιος όμως είπε πως το ελληνικό ιδανικό της ελευθερίας δεν υψώνει στον άνθρωπο και άλλες απαιτήσεις, και πολύ βαριές μάλιστα: Μιλώ για το ελληνικό ιδανικό της ελευθε­ρίας• γιατί όπως κάθε υψηλή έννοια, το ίδιο και η έννοια της ελευθερίας ούτε αυτονόητη εί­ναι ούτε μονοσήμαντη. Ελεύθερος άνθρωπος: στον όρο αυτό δίνει κάθε λαός ανάλογα με την πνευματική του προετοιμασία και την ψυχική του ωριμότητα διαφορετικό περιεχόμενο. Στον αρχαίο κόσμο ελεύθερος, εθνικά ελεύθερος, ήταν και ο Αθηναίος και ο Σπαρτιάτης και ο Πέρσης και ο Αιγύπτιος.

Ο Αιγύπτιος όμως και ο Πέρσης, αν τους μετρούσαμε πάνω στο κλασικό ελληνικό ιδανικό, δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολίτες ελεύθεροι. Γιατί τους λαούς αυτούς τους βλέπουμε να σκύβουν το κεφάλι μπροστά σε μιαν επιταγή που τους επιβαλλόταν απέξω: στην επιταγή μιας πολιτείας, που απαιτούσε να κανονίζει και την ιδιωτική ζωή του πολίτη της ως την τελευταία λεπτομέρεια – ή στην επιταγή ενός βασιλιά, συχνά θεοποιημένου, που όριζε τους υπηκόους του σε ζωή και σε θάνατο- σε άλλες χώρες οι λαοί έπρεπε να υπακούν τυφλά στην επιταγή μιας θρησκείας σκοτεινής και αδιάλλαχτης, που τα μυστικά της τα γνώριζε μόνο το ιερατείο της, παντοδύναμο και ανεξέλεγκτο.

Αντίθετα το κλασικό ελληνικό ιδανικό ζητούσε από τον άνθρωπο να μεταστρέψει τον εξωτερικό εξαναγκασμό σε πειθαρχία εσωτερική: Να σεβαστείς και ν’ αγαπήσεις το θεό σου˙ να υπακούσεις στους νόμους της πατρίδας σου˙ να πειθαρχήσεις στους άρχοντες σου – ναι! Όχι όμως γιατί σε υποχρεώνουν εκείνοι, όχι γιατί φοβάσαι την τιμωρία τους, όχι για­τί θέλεις να κολακέψεις την εύνοια τους. Μια μάζα ανθρώπων αξεχώριστων, που δουλεύει τυφλά και άβουλα στο θεό , στην πολιτεία και στους άρχοντες, ας είναι και για το καλό, αυ­τό για τον κλασικό ‘Έλληνα δεν ήταν οργάνωση ανθρώπων ελεύθερων.

Για τον κλασικό Έλληνα η ελεύθερη πολιτεία προϋπόθετε και τον πολίτη ελεύθερο. Το κάθε άτομο χρωστούσε να υψωθεί σε ακεραιωμένη, υπεύθυνη προσωπικότητα, και με το φρόνημα αδούλωτο να κάνει τις επιταγές του θεού, της πολιτείας και των αρχόντων επιταγές της ψυχής του της ίδιας. Όλες οι μεγάλες ανθρώπινες αξίες, για να μείνουν αξίες, έπρεπε να πάψουν να είναι ετεροκίνητες και να δικαιωθούν μέσα στην ψυχή του κάθε πολίτη.»

Για να φτάσει, όμως, ο Έλληνας, λέει ο Κακριδής, σ’ αυτήν τη “φωτισμένη σύλληψη του ελεύθερου ανθρώπου”, χρειάστηκε να κάμει μεγάλη και κουραστική διαδρομή, και υπενθυμίζει τον ερχομό των Ελλήνων στην Ελλάδα το 2000 π.Χ., την επιμειξία τους με τους Προέλληνες τους οποίους αφομοίωσαν, καθώς και τις επι­κοινωνιακές επαφές τους με τους λαούς της Ανατολής (Κρήτες, Αιγυπτίους, Βαβυ­λώνιους και άλλους), από τους μεγάλους πολιτισμούς των οποίων δανείστηκαν πολ­λά πολιτιστικά στοιχεία, τα οποία τα χρησιμοποίησαν ως υλικό που το δούλεψαν μέ­σα τους και το σφράγισαν με πνεύμα καθαρά ελληνικό. Δεν πρόκειται “για άγονη μί­μηση, αλλά για ελεύθερη αναδημιουργία”. Και για να το δείξει αυτό, αναφέρει δύο παραδείγματα: το αλφάβητο και τους θεούς.

Το αλφάβητο, λέει, οι Έλληνες το πήραν από τους Φοίνικες και το τελειοποίη­σαν. Οι Φοίνικες είχαν μόνο σύμφωνα, οι Έλληνες πρόσθεσαν και τα φωνήεντα˙ έτσι κάθε φθόγγος έχει και το σύμβολο του. “Αυτή τη νέα γραφή μπορεί τώρα να τη χρη­σιμοποιήσει και ο πιο απλός άνθρωπος του λαού.” Η γνώση περνάει από τους βασι­λείς και τα ιερατεία στα πλήθη, κάτι που αποτελεί ταυτόχρονα πορεία προς τον πο­λιτισμό και προς τη δημοκρατία.

Αλλά και τους θεούς οι Έλληνες τους πήραν από τους ανατολικούς λαούς. Και τους πήραν χθόνιους και σκοτει­νούς, για να τους υψώσουν με τον καιρό στον Όλυμπο και να τους κάμουν φως, μουσική, έρωτα, δημιουργία. “Σ’ αυτά τα χρόνια οι Έλληνες ανακάλυ­ψαν το φως: και αυτή η ανακά­λυψη στάθηκε ένας από τους πιο βασικούς σταθμούς στην πορεία προς την ελευθερία . . .

Στις ψυχές των Ελλήνων πρωτάστραψε το φως, το μέσα φως. Στους αιώνες τους σκο­τεινούς οι Έλληνες κοίταξαν και γύρω τους βέβαια, και μέ­σα τους όμως, μέσα τους πιο πολύ. Το σκοτάδι έφυγε από την ψυχή των Ελλήνων, γι’ αυ­τό ανέβασαν τους θεούς των από τα σκοτάδια της γης στον διάφανο Όλυμπο. Κάτι ακόμα: ύψωσαν το φως σε σύμβολο ελευθερίας.”

Και τα παραδείγματα του Κακριδή συνεχίζονται: Το φως ζητάει ο Αίας από τον Δία την ώρα που σκοτεινιάζει η μάχη γύρω από το κορμί του Πάτροκλου. Το φως και όχι τη σωτηρία. Να πεθάνουν εύχεται μέσα στο φως, αντικρίζοντας κατάματα το θάνατο, σαν ελεύθερες ψυχές που είναι. Αλλά και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας οι Έλληνες κινούνται, παρατηρεί ο Κακριδής; αναλύοντας τους “Πέρ­σες” του Αισχύλου, μέσα στο φως της ημέρας, ενώ στα σκότη σχεδιάζουν και κινού­νται οι Πέρσες. Στην ελληνική παράταξη όλα είναι φως, ακόμη και η σάλπιγγα βγά­ζει φλόγες, όλα είναι κίνηση φανερή, αντρίκια, ελεύθερη. Και καμιά απειλή του αρ­χηγού, για να μπουν στον πόλεμο, όπως συνέβαινε με τους Πέρσες. Οι Έλληνες αγω­νιστές ξέρουν από τον πρώτο ως τον τελευταίο ότι πολεμούν για την ελευθερία τους.

Γράφει ο Κακριδής:

«Σε ολόκληρο το έργο τίποτε δε δείχνει πως ο ποιητής περιφρονεί τον αντίμαχο. Έτσι και το περσικό σκοτάδι αντίκρυ στο ελληνικό φως συμβολίζει, νομίζω, πιο πολύ έναν διαφορετικό παρά έναν κατώτερο κατά τη γνώμη του Αισχύλου πολιτισμό. Είναι ο κόσμος του κρυφού και του σκοτεινού – ο κόσμος, όπου οι άνθρωποι άβουλοι και αμίλητοι, άχρωμοι και αδιαφοροποίητοι, υπηρετούν μηχανικά και δουλικά στους σκοπούς του κράτους, που τη θέληση του την ενσαρκώνει ένας και μόνο.

Απέναντι στο ασιατικό αυτό ιδανικό η Ελλάδα αντιτάζει το δικό της: το κάθε άτομο ακεραιωμένο και ελεύθερο, υπεύθυνο απέναντι στον εαυτό του και στην πολιτεία του και στους θεούς του. Και ο Έλληνας το ξέρει πως σαν άνθρωπος που είναι στέκει αδύναμος μπροστά στις βουλές των θεών των αθανάτων. Ακόμα ξέρει πως για να υπάρξει κράτος, εί­ναι ανάγκη ο πολίτης να υπακούει στους νόμους και στους άρχοντες. Και όμως κοιτάζει τους θεούς του στα μάτια, δεν τους προσκυνάει, γιατί η αίσθηση της αξιοπρέπειας του ως ανθρώπου δεν του επιτρέπει την ταπείνωση αυτή. Νιώθει ακόμη, πως και για τους θεούς τους ίδιους θα ήταν ταπεινωτικό να βλέπουν μπροστά τους δούλους να τους λατρεύουν.

Στα μάτια κοιτάζει ο Έλληνας και τους άρχοντες του, την ώρα που στην Ασία έπρεπε να κυλιστούν στο χώμα μπροστά στο βασιλέα τους˙ γιατί στην Ελλάδα η πολιτεία τους πο­λίτες της τους θέλει συνειδητούς, ελεύθερους συνεργάτες στους σκοπούς της και όχι άβου­λα όργανα της. Ιδανικό της δεν είναι η προκοπή της μέσα από την υποδούλωση των ατόμων είναι η τελείωση της μέσα από των ατόμων την τελείωση. Μια πολιτεία φιλάνθρωπη, που τι­μάει και σέβεται τον πολίτη της, καθώς τον βοηθεί να ολοκληρωθεί με δικό του περίγραμ­μα, δικιά του προσωπικότητα.

Αυτό το ιδανικό του ελεύθερου ανθρώπου, που θεμελιώνεται στους σκοτεινούς αιώνες και ολοκληρώνεται στην κλασική Αθήνα του 5ου αιώνα, προσδιορίζει ένα πλήθος φανε­ρώματα του ελληνικού κόσμου, που αλλιώς μας φαίνονται παράξενα και άσχετα μεταξύ τους. Ας μελετήσουμε μερικά, παίρνοντας τα από ποικίλες περιοχές της ζωής.»

Για να μας δείξει αυτά τα φανερώματα ο Κακριδής φέρνει παραδείγματα από τη μυθολογία, από την καθημερινή ζωή των Ελλήνων και από την τέχνη τους: Στη μυθο­λογία, λέει, κάθε λαού ζουν πλήθος μικροδαίμονες (νάνοι, γίγαντες, νεράιδες, Χάριτες, θεότητες ποικίλες της φύσης) ανώνυμοι όλοι τους. Χάνονται μέσα στην ανωνυ­μία. Μόνο στην Αρχαία Ελλάδα έχουν ονόματα˙ ο καθένας το δικό του. Όχι δίχως λό­γο! Γιατί με τ’ όνομα της η κάθε θεότητα διακρίνεται από την ανώνυμη μάζα, αποκτά δικό της περίγραμμα και προσωπικότητα: ελευθερώνεται.

Έτσι και οι πολίτες: ο καθένας με τ’ όνομα του και μόνο μ’ αυτό. Οι τίτλοι λείπουν. Αν βρίσκαμε σήμερα την επιτύμβια στήλη του Περικλή, είναι βέβαιο ότι θα έγρα­φε, όπως και τόσων άλλων Αθηναίων:

Περικλής Ξανθίππου Χολαργεύς.

Το όνομα του, το όνομα του πατέρα του και του δήμου του. Όλα τα λοιπά (τίτλοι: στρατηγός, πολιτικός κτλ.) είναι απλές συνέπειες της προσωπικότητας του. Δεν προσθέτουν, θολώνουν. Δεν προβάλλουν, σκοτίζουν: Δεν ελευθερώνουν.

Έτσι και στην τέχνη: το κάθε άγαλμα ζει τη δική του ζωή μέσα στο φως χωρίς εξαρτήσεις και αντιστύλια. Γι’ αυτό το καθένα τους δουλεύεται από όλα τα μέρη του, ακόμη και από το πίσω μέρος που δεν πρόκειται να φανεί. Ακεραιωμένα τα αγάλματα, όρθια και γυμνά: ελεύθερα από το καθετί˙ πόθος ελευθερίας. Γράφει:

«Ίσως κανένα άλλο μνημείο δε φανερώνει το ιδανικό της ελληνικής ελευθερίας ωραιότερα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα. Εκατό κάπου μορφές αποτελούν την πομπή, η καθεμιά με τα δικά της γνωρίσματα. Στα ανατολικά πρότυπα όλες οι μορφές είναι ίδιες, γί­νονται ανώνυμη μάζα. Στον Παρθενώνα κάθε μορφή κρατάει την προσωπικότητα της.

«Ο πόθος της ακεραίωσης κυβερνάει ακόμη και τα άψυχα: η κάθε κολόνα στον αρ­χαίο ναό κρατιέται σε απόσταση από την άλλη, ζει τη δικής της ζωή και πειθαρχεί στο γε­νικό ρυθμό. Αντίθετα στους ρωμαϊκούς ναούς οι πυκνές κιονοστοιχίες δίνουν την εντύπωση της μάζας και θυμίζουν πυκνές ρωμαϊκές φάλαγγες, μέσα στις οποίες το άτομο χάνεται.”

«Ο ελεύθερος άνθρωπος μέσα στην ελεύθερη πολιτεία, αυτό είναι το ελληνικό ιδανικό. Το άτομο λυτρωμένο από την αμάθεια και την πρόληψη και το φόβο, φωτισμένο, πε­ρήφανο, με τη δύναμη ό,τι παίρνει απ’ έξω να το δουλεύει βαθιά μέσα του˙ το άτομο που συμ­μετέχει ενεργά και υπεύθυνα στη διακυβέρνηση της πολιτείας˙ που τον εξωτερικό κατανα­γκασμό τον αλλάζει σε εσωτερική ελευθερία, που το «όχι» των θεών των νόμων και των αρχόντων μπορεί και το μεταστρέψει σε «ναι» της ίδιας του της ψυχής.”

(Ι.Θ. Κακριδής, «Ελληνικό φως»)

ΣΣ: Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα Πανηγυρικού Λόγου του Ιωάννη Κακριδή, ενός εκ των μεγαλύτερων Ελλήνων φιλολόγων, που εκφωνήθηκε την 26η Οκτωβρίου 1960 στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης