Ο Εθνομάρτυρας του Αγώνα της ΕΟΚΑ για την Ένωση της Κύπρου με τη Μάνα Ελλάδα Ευαγόρας Παλληκαρίδης, έχει εμπνεύσει με τον ηρωισμό του και την θυσία του τις νέες γενιές.
Ο Βαγορής από το χωριό Τσάδα της Επαρχίας Πάφου, σε ηλικία μόλις 19 ετών, ήταν ο τελευταίος αγωνιστής της Ένωσης που κρεμάστηκε από τους Άγγλους δυνάστες.
Ο βίος αλλά και η θυσία του για την Ελευθερία και την Ένωση, αποτελεί παράδειγμα λεβεντιάς και ηρωισμού.
Το ποίημα για τον Ευαγόρα
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
– Παρόντες όλοι;
– Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει:
– Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
Το ποίημα αυτό έγραψε ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης, στο άκουσμα του θανάτου του 19χρονου Ευαγόρα Παλληκαρίδη.