Η πολιτική σήμερα είναι ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Κερδίζει την εξουσία, όχι όποιος κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του, την εκτίμησή τους, τη συγκατάθεση και προτίμησή τους για το πολιτικό του πρόγραμμα και το κοινωνικό του όραμα. Τίποτε από αυτά. Η εξουσία κερδίζεται με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που επιβάλλεται και ένα, οποιοδήποτε, εμπορικό προϊόν στην «αγορά».
Μια οδοντόπαστα, ένα απορρυπαντικό, ένα πολιτικό κόμμα επιβάλλονται, όταν κερδίσουν τις εντυπώσεις. Στην αντιμαχία των εντυπώσεων όροι δεν υπάρχουν, όλα επιτρέπονται. Ακόμα και η εξόφθαλμη ψευτιά, η απροκάλυπτη πανουργία, η πιο ευτελισμένη ασυνέπεια, μπορεί να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Θυμηθείτε τον Ανδρέα:
Υπέγραφε την παραμονή των «βάσεων» και ταυτόχρονα πανηγύριζε ότι «οι βάσεις φεύγουν»! Θυμηθείτε τον Τσίπρα: Οργάνωνε και κέρδιζε δημοψήφισμα για την έξοδο από το, γερμανικών συμφερόντων, «ευρώ». Και ταυτόχρονα αναλάμβανε, στο διεθνές προσκήνιο, ρόλο ευτελέστατου λακέ των χρηματαγορών. Τόσο το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου όσο και ο διεθνώς ευτελισμένος Τσίπρας συνεχίζουν να μετέχουν, «δίχως αιδώ ή λύπην», στην αντιμαχία των εντυπώσεων.
Αντιμαχία μέχρις εσχάτων, «ο θάνατός σου ζωή μου». Οποιοσδήποτε μπορεί να διαπρέψει – ο προκλητικά απαίδευτος, ο κωμικά μικρονοϊκός, ο χυδαία αμοραλιστής. Οι εντυπώσεις κερδίζονται με τεχνάσματα σε συγκυρίες, ακόμα και υπάνθρωποι μπορούν να πετύχουν τον συνδυασμό των δύο: τεχνάσματος και συγκυρίας. Οποιος τον πετύχει, τα κερδίζει όλα, όλα τα παγκοίνως ζηλευτά σήμερα: χρήματα, δημοσιότητα, εξουσία, ηδονή, σμήνη υποτακτικών.
Στον τζόγο δεν είναι έτσι, εκεί μοναχικά, αυτοκαταστροφικά, μπορεί ο καθένας να δοκιμάζει την τύχη του. Στην πολιτική, πρέπει να εξοντώσεις για να μην εξοντωθείς. Οι σημερινές φιλίες και δημόσιες αγκαλιές ή το αμοιβαίο λιβάνισμα, αύριο αλλάζουν σε μίσος αβυσσαλέο, πάθος τυφλό, απέχθεια άτεγκτη. Και οι πιο μανιασμένες, οι πιο φαρμακερές αντιμαχίες στην πολιτική δεν είναι με τους κομματικούς αντιπάλους, είναι τα «εσωκομματικά μαχαιρώματα». Εκεί γίνεται το άγριο, αδίστακτο μακέλεμα, εκεί, κυρίως, μεταμορφώνεται αθέλητα ο ψυχισμός των ανθρώπων, «εταιρειώνεται» ο χαρακτήρας, γίνεται ο άνθρωπος κάτι άλλο από αυτό που ήταν. Σαν να τον άγγιξε το ραβδάκι της Κίρκης.
Πάντοτε γινόταν πεδίο αντιμαχόμενων φιλοδοξιών η πολιτική, αρένα σύγκρουσης εγωισμών – πάντοτε παραισθησιογόνο παντοδυναμίας η εξουσία. «Ουδεμία ηδονή εγγυτέρω του θείου ή η περί τας τιμάς ευφροσύνη» – νιώθεις θεός, υπεράνθρωπος, όταν δέχεσαι αδιάλειπτα κολακείες και λιβανωτούς διαχειριζόμενος εξουσία. Και το κοινωνικό πρόβλημα, μείζον και οξύ, δεν είναι ο γελοίος καθεαυτόν χαρακτήρας του ναρκισσισμού, ο ατομικός αυτοδιασυρμός του επηρμένου και κομπαστή – δεν είναι ηθικό – δεοντολογικό πρόβλημα η υπερφίαλη κουφότητα στην πολιτική. Ο ναρκισσισμός, ως όρος – προϋπόθεση – τρόπος μετοχής σήμερα στη διαχείριση των κοινών, είναι μονόδρομος – ανάμειξη στην πολιτική χωρίς χρυσοπληρωμένα επιτελεία φωτογράφων, κινηματογραφιστών, διακοσμητών, λογογράφων, καλλωπιστών, διαμορφωτών κοινής γνώμης, δεν νοείται σήμερα.
Ο τρόπος για να περισωθεί και να ξαναλειτουργήσει η πολιτική, να ξαναβρεί η εξουσία τον χαρακτήρα και τη δυναμική κοινωνικού λειτουργήματος, υπάρχει, εμπειρικά βεβαιωμένος. Είναι η συνεπής επιστροφή στη μικρή, αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα. Κάποιες, εξαιρετικά προηγμένες, στον διεθνή χώρο, κοινωνίες το ξέρουν και το πραγματοποιούν ή, τουλάχιστον, το επιδιώκουν.
Στην Ελλάδα ο κοινοτισμός είναι πολιτική πρόταση αυτόχθονη, όχι εισαγόμενη, όχι δάνεια. Είναι το ένα από τα τρία «σημάδια» που αν ποτέ εμφανιστούν, και τα τρία μαζί, ως πολιτική πρόταση, οι Ελληνες θα ξέρουν ότι ο Ελληνισμός νεκρανασταίνεται. Τα άλλα δύο νεκραναστάσιμα σημαίνοντα είναι: Εξι χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο κανένα μάθημα «εγκυκλοπαιδικής» πληροφόρησης, μόνο τρεις γλώσσες: γραμματική / συντακτικό / ετυμολογία, τα μαθηματικά ως γλώσσα, και ασφαλώς μουσική.
Οχι χρηστικό «εφόδιο» η γνώση, αλλά καλλιέργεια των προϋποθέσεων διάπλασης μετόχων του κοινωνικού αθλήματος. Και τρίτο νεκραναστάσιμο σημάδι: Κοινωνικός έλεγχος των ΜΜΕ, άτεγκτος αποκλεισμός της εμπορικής ασυδοσίας, θεσμική κατασφάλιση της ποιότητας στην πληροφόρηση και ψυχαγωγία του πολίτη.
Δεν είναι στόχοι που μπορούν να συνειδητοποιηθούν και πραγματωθούν μέσα σε μια γενιά, είναι όμως επιδιώξεις που μπορούν να διασώσουν ιστορικά υπαρκτό και ενεργό τον Ελληνισμό. Οι θεσμικές και λειτουργικές συνιστώσες της Παιδείας υπόκεινται σε πολιτική διαχείριση, επειδή αφορούν άμεσα και ολοφάνερα στη συνοχή της κοινωνίας.
Γι’ αυτό και κραυγαλέος παραλογισμός, απίστευτος, αυτό που συμβαίνει σήμερα: την πληροφόρηση και ψυχαγωγία του κοινωνικού σώματος να την εμπορεύονται κερδοσκόποι κεφαλαιούχοι, με αποκλειστικό γνώμονα τη διαφήμιση που θα προσελκύσουν. Και η Παιδεία να είναι το ανεξέλεγκτο φέουδο του κομματικού συνδικαλιστικού σκοταδισμού, του μικρονοϊκού φορμαλισμού των κομματικών νεολαιών.
Μέχρι σήμερα διαχειριστές της εκπαιδευτικής πολιτικής εμφανίζουν κατά κανόνα διαφημιστικές διαφοροποιήσεις του ίδιου Ιστορικο-υλιστικού Μηδενισμού.
Άρθρο του Χρήστου Γιανναρά στην Εφημερίδα Καθημερινή στις 2/6/2019