Οδοιπορικό στη Μεγάλη Εβδομάδα
Μεγάλη Πέμπτη
«Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν
μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι
ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά
Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ’ αποκαΐδια
την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την παρθένο…
Άραγες να’ ναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους η ίδια;».
(«Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου»- Οδ. Ελύτης).
Πόση μοναξιά αισθάνθηκε Εκείνος στην επίγεια ζωή Του; Ναι, ήταν Θεάνθρωπος, είχε κοινωνία με τον Πατέρα και το Πνεύμα. Όμως στο βάθος της καρδιάς, εκεί όπου φωλιάζει η δίψα για συνάντηση, άραγες ήταν η ίδια μοναξιά με τη δική μας;
Βρέφος πρόσφυγας. Δωδεκάχρονος να εξηγεί την αλήθεια κι η Μάνα Του ν’ ανησυχεί γιατί έφυγε από κοντά της. Να μιλά στους ανθρώπους για της βασιλείας τα μυστήρια κι αυτοί να Τον δοξάζουν για πέντε ψωμιά και δυό ψάρια. Να γιατρεύει, να δακρύζει, να ανασταίνει, να προφητεύει κι οι μαθητές να ζητάνε θρόνους.
Να πλένει πόδια και να προσφέρει σώμα κι αίμα και οι δικοί Του να ρωτάνε για μαχαίρια. Να αγρυπνεί κι αυτοί για τους οποίους νοιάστηκε μέχρι το τέλος, να καθεύδουν. Ο ένας να Τον φιλά προδοτικά. Ο άλλος να Τον αρνιέται. Άλλοι να σκορπίζουν. Και όσοι θα μπορούσαν να καταλάβουν να φωνάζουν «άρον άρον».
Ο απολογισμός μιας ζωής. Ο σταυρός. Λίγες γυναίκες κι ένας μαθητής. Ένας εκατόνταρχος κι ένας ληστής. Δύο επίσημοι κι αυτοί μετά θάνατον.
Εμείς θα ήμασταν βέβαιοι: δεν αξίζει τόση μοναξιά για ένα τέτοιο έργο, ένα τέτοιο Πρόσωπο. Θα του λέγαμε: διασκέδασε στων ουρανών τ’ αποκαΐδια κι άσε μας. Δεν αξίζουμε.
Φαίνεται ότι πολύ ηγάπησε.
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός