Στις 18 Απριλίου 1829 η Ελληνική σημαία κυματίζει στο κάστρο της απελευθερωμένης Ναυπάκτου
Οι μάχες στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης εσήμαναν το τέλος της τουρκικής κατοχής στη Στερεά Ελλάδα, στην οποία οι τούρκοι κατείχαν μόνο τα φρούρια της Ναυπάκτου, του Αντιρρίου, και του Μεσολογγίου, και την ανατροπή των ανθελληνικών σχεδίων για τον περιορισμό του ελεύθερου ελληνικού κράτους μόνο στην Πελοπόννησο με τον καθορισμό ως οριοθετικής γραμμής του Ισθμού της Κορίνθου.
Γι αυτό και η μεγάλη στρατιωτική πίεση ασκήθηκε το 1828 και στις αρχές του 1829, ενόψει των διπλωματικών ζυμώσεων, που είχαν αρχίσει το 1827, για να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα με στρατιωτικά μέσα.
Στα μέσα αυτά περιλαμβάνεται και η εκστρατεία κατά της Ναυπάκτου, που θεωρείτον το προπύργιο και η κατοχή της θα βάρυνε στην απόφαση τω προστάτιδων δυνάμεων, για τον καθορισμό των ορίων του νέου ελληνικού κράτους.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1829, ο πληρεξούσιος τοποτηρητής του Κυβερνήτη στην περιοχή Αυγουστίνος Καποδίστριας, διέταξε τον αποκλεισμό των φρουρίων της Ναυπάκτου, του Αντιρρίου και του Μεσολογγίου, που κατείχαν ακόμη οι τούρκοι, για να είναι, εν όψη της Διάσκεψης των προστατών ελεύθερη η Στερεά Ελλάδα.
Το πρωί της 12 Μαρτίου 1829 πλησίασαν το Αντίρριο η φρεγάτα «Ελλάς», στην οποία επέβαινε ο Τοποτηρητής, και μερικά άλλα πλοία, από δε την ξηρά η χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα και το ιππικό του Χατζηχρήστου.
Η παράδοση της Ναυπάκτου
Μετά σφοδρό κανονιοβολισμό, παραδόθηκε την επομένη το φρούριο. Η πτώση του Αντιρρίου και η ακριβής τήρηση των όρων του πρακτικού της παράδοσης ενθάρρυνε την παράδοση της Ναυπάκτου, που πραγματοποιήθηκε μετά από στενή πολιορκία και ανηλεή βομβαρδισμό του φρουρίου της.
Η τουρκική φρουρά της πόλης, αποτελούμενη από πέντε χιλιάδες στρατιώτες υπό τον εμπειροπόλεμο Κιόρ Ιμβραήμ Πασά, φάνηκε προς στιγμή, ότι θα προβάλλει σθεναρή αντίσταση.
Γι αυτό τα ελληνικά σώματα, υπό τον Ν. Τζαβέλλα, το Φαρμάκη και το Μαστραπά περιέζωσαν το φρούριο, το δε ιππικό υπό τον Χατζηχρήστο κατεδίωξε τους εκτός των τειχών της πόλης τούρκους στρατιώτες, για να κλειστούν τελικά και αυτοί στο κάστρο, ενώ το πολεμικό «Ελλάς» με πλοίαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη και τα άλλα μικρότερα πλοία, κανονιοβολώντας το φρούριο, απέκοπταν κάθε επικοινωνία της πόλης.
Περιγραφή της πολιορκίας
Ο Κασομούλης, στα Στρατιωτικά του Ενθυμήτατα, περιγράφει ως εξής την πολιορκία:
Η πρώτη χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα και τα σώματα του Φαρμάκη και του Μαστραπά κατέλαβαν τη δεξιά πλευρά προς το κάστρο, από το Κεφαλόβρυσο, μέχρι το Ιτς Καλέ, την κορυφή δηλαδή του κάστρου. Ο Χατζηχρήστος με το ιππικό του και το σώμα του Βέρη αναπτύχθηκαν στην αριστερή πλευρά, από τη θάλασσα και μέχρι την κορυφή του, ενώ το πυροβολικό κατέλαβε τον πάνω από το κάστρο λόφο, που λεγόταν «του Βρανά η Ράχη», σήμερα λεγομένη Βαρναράχη, αναγκάστηκαν ν’ αποσυρθούν και ο στρατηγικός για την πολιορκία αυτός λόφος περιήλθε στους έλληνες.
Οι Έλληνες, κατανοώντας, ότι δεν ήταν δυνατή η από τα βόρεια εισβολή, επιχείρησαν να κατασκευάσουν υπόνομο, για να γκρεμίσουν το τείχος στο κυριότερο μέρος του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Κατά τις ημέρες αυτές της πολιορκίας έφθασε προ της Ναυπάκτου, εκτιμώντας την ευρύτερη σημασία των πολεμικών αυτών επιχειρήσεων για τον καθορισμό των ορίων του νέου κράτους, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επιβαίνοντας στο ατμοκίνητο πολεμικό «Ερμής». Ο Βεζύρης —Φρούραρχος της Ναυπάκτου Κιόρ Ιμ-βραήμ Πασάς— αντιλαμβανόμενος ότι πλέον έχει φθάσει το τέλος, έστειλε στον Κυβερνήτη τον Αχμέτμπεη, ζητώντας δεκαήμερη ανακωχή, για να κερδίσει χρόνο. Ο Καποδίστριας, εκμεταλευόμενος την ευκαιρία, διερμήνευσε στον Κιόρ Ιμβραήμ Πασά, ότι υπάρχουν ελπίδες αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων με ασφάλεια. Στις 11 Απριλίου υπογράφτηκε η ανακωχή και ο Κυβερνήτης, αφού την επικύρωσε, αναχώρησε για τη Βοστίτσα, το σημερινό Αίγιο.
Ο Πασάς ζητά εγγυήσεις
Μετά πολιορκία μερικών ακόμη ημερών, απελπισμένος ο Πασάς για τη σκοπιμότητα της συνέχισης της άμυνας, διεμήνυσε στον Τοποτηρητή Καποδίστρια, ότι, αν υπάρξουν εγγυήσεις για την εξασφάλιση της φρουράς και των επιθυμούντων να εγκαταλείψουν την πόλη, είναι πρόθυμος να παραδώσει το φρούριο. Υπογράφτηκε το συμφωνητικό της παράδοσης, κατά το οποίο μάλιστα οι τουρκικές οικογένειες θα μεταφερθούν με πλοία στην Πρέβεζα, με δαπάνη της ελληνικής κυβέρνησης, οι στρατιώτες θ’ αναχωρήσουν διά ξηράς, οι δε ελληνικές δυνάμεις δεν θέλουν έμβει, ούτε πλησιάσει στο φρούριο, εάν προηγουμένως δεν εξέλθουν όλοι οι τούρκοι.
Η καθυστέρηση, λόγω της προεργασίας για τη μεταφορά των τουρκικών οικογενειών με πλοία και την έξοδο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, ανάγκασε τον Καποδίστρια να αξιώσει την επίσπευση της παράδοσης της πόλης, ενόψη των διαβουλεύσεων για τον καθορισμό της έκτασης, και των ορίων του νεοελληνικού κράτους, η οποία πραγματοποιήθηκε την 18η Απριλίου με την έπαρση της ελληνικής σημαίας στην κορυφή του κάστρου της ελεύθερης πια πόλης μας.
Δώρα στον στρατό!
Την επομένη επισκέφτηκε την Ναύπακτο ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επιβαίνοντας στη φρεγάτα «Ελλάς» για να χαρεί «επί τόπου δια των ιδίων οφθαλμών την νίκην εκείνην των ελληνικών όπλων», όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος στην ιστορία του για την ελληνική επανάσταση.
Τόση ήταν η σημασία της πολιορκίας και της άλωσης της Ναυπάκτου για την επέκταση των ορίων του νέου ελληνικού κράτους, από τον Ισθμό της Κορίνθου στη γραμμή Άρτα – Βόλος, ώστε η Κυβέρνηση εκφράζοντας τη χαρά και την ικανοποίηση των Πανελλήνων, διένειμε δώρα στο στρατό, για την επιτυχία του αυτή: στους στρατιώτες της ξηράς 45.000 γρόσια, στους ναύτες του στόλου 15.000 και στους τακτικούς και το πυροβολικό 4.000 γρόσια, καίτοι η οικονομική κατάσταση της χώρας μας, όπως είναι γνωστό, τελούσε υπό δεινή δοκιμασία.
Με την απελευθέρωση εγκαταστάθηκαν σταδιακά στη Ναύπακτο 129 οικογένειες Σουλιωτών, όπως οι οικογένειες Τζαβέλλα, Μπότσαρη, Αποστόλου, Βεΐκου, Δημουνίτσα, Δούση, Δράκου, Κοντούλα, Μεληγκιώτη, Πανομάρα, Πάσχου, Πάτση, Ρούγκα, Φωτομάρα, από μερικές των οποίων υπάρχουν σήμερα απόγονοι.
Κείμενο: Γιάννης Βαρδακουλάς