Το βιβλίο «τα Χριστάγκαθα» του Γιάννη Κ. Παπαδόπουλου το βρήκαμε στο σπίτι του στη Ροδίωνος Γεωργιάδη όταν πλέον ασθενούσε σοβαρά και τον φρόντιζαν σε ένα γηροκομείο όπου ευτυχώς παρά την πολυπράγμονα νεότητα μου πήγαινα και τον έβλεπα.
Η εξαφάνισή της συλλογής ήταν ο φόβος μου μια και το «σπίτι βιβλίο» το ανακάλυψαν οι διαρρήκτες και το επισκέφτηκαν κάποιες φορές.
Το απόγευμά που μου παραδόθηκε το μελέτησα απνευστί. Ήταν όντως θησαυρός. Καλά τον κατάλαβαν δυο φορές οι μετέχοντες στις επιτροπές του ονομαστού Πανελλήνιου Διαγωνισμού Διηγήματος της «Καθημερινής» των Αθηνών.
Στις επόμενες μέρες με την φωτεινή αποφασιστικότητα του σοφού Γιάννη Κατσούρη το βιβλίο έφευγε για το Τυπογραφείο.
Το βιβλίο έκλεισε πάνω από είκοσι χρόνια ζωής .Δυστυχώς το περιβάλλει συχνά μια σκληρόκαρδη σιωπή απέναντι σε ένα θυσιαστικό ηρωικό και ανάργυρο δημιουργό .Ήταν πάντα απροσκύνητος έναντι των κομμάτων και του βασιλείου των επιτηδείων.
Πάντα ταξιδευτής ψυχικά και κυριολεκτικά έμεινε μακριά από την μικρότητα των όποιων υποκριτών της μικροκυπριακής ελίτ και σε μια σχέση αγάπης με τους ανθρώπους των χωριών της άλλης Κύπρου και με τους εργάτες και αγρότες των πόλεων μας και τους όπου γης Έλληνες ιδιαίτερα τους νησιώτες που ταξίδεψε πολύ για να τους βρει.
Αγάπησεν καρδιακά τον όπου γης άνθρωπό τον πονεμένο καθώς τους ατόφιους χριστιανούς όπου γης. Αγάπησεν και τους ανά τον κόσμο δημιουργούς και τον πανανθρώπινο πολιτισμό. Ταξίδεψε πολύ για να τον βιώσει και να γνωρίσει τις αναζητήσεις του.
Όλα αυτά κατάρδευαν ρύθροις μυστικοίς τα πολύ κυπριακά του διηγήματα. Τα πλείστα, ιστορήσεις εν πολλοίς, του καιρού της έμορφής εκείνης επανάστασης ελευθερίας που της παραστάθηκαν ποιητές πολλοί στα βουνά αντάρτες και αγωνιστές της αρετής που κόσμισαν ύστερα τα καφενεία και τα ταπεινά μαρτυρολόγια της ορεινής Κύπρου που τόσο αγάπησεν τούτον το τέκνον της Κύπρου,του Καΐρου ,της Πιτσιλλιάς και του Αιγαίου.
Αιγαιοπελαγίτης εκ μητρογονίας αγάπησε την Ελλάδα και την Κύπρο όσον ολίγοι…
Γιάννης Πεγειώτης