«Η ελονοσία ενδημούσε στην Ελλάδα τουλάχιστον από τα νεολιθικά χρόνια», λέει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κατερίνα Γαρδίκα, η οποία τα τελευταία 15 χρόνια έχει επικεντρωθεί στην κοινωνική ιστορία της υγείας.
Το βιβλίο της «Landscapes of Disease: Malaria in Modern Greece» («Τοπία της ασθένειας: η ελονοσία στη σύγχρονη Ελλάδα»), που εκδόθηκε το 2018, θεωρείται κορυφαίο επιστημονικό έργο. Η κ. Γαρδίκα μίλησε στην «Κ» για τις επιδημίες που άλλαξαν την Ιστορία, ξεκινώντας από την ελονοσία, αφού τον 19ο και τον 20ό αιώνα η Ελλάδα είχε το πιο έντονο πρόβλημα ελονοσίας στην Ευρώπη: ένας στους τρεις ή ένας στους τέσσερις Ελληνες πάθαινε ελονοσία κάθε χρόνο.
«Για τη νεότερη εποχή γνωρίζουμε ότι η ελονοσία ή, με την ιπποκρατική ορολογία της εποχής, οι διαλείποντες πυρετοί, ως ενδημική ασθένεια βρισκόταν παντού και παρουσίαζε κατά καιρούς και κατά τόπους επιδημικές εξάρσεις. Ο κατακερματισμένος κοινωνικός και οικονομικός χώρος, όπως και ο γεωγραφικά κατακερματισμένος χώρος της ελληνικής χερσονήσου, σταδιακά ενοποιείτο οικονομικά και κοινωνικά. Αυτό το φαινόμενο συνοδευόταν από αυξημένες εποχικές καθώς και μόνιμες μετακινήσεις του πληθυσμού και, κατά συνέπεια, από εξάπλωση της ελονοσίας».
Οι προσφυγικές ροές σε όλο τον 19ο και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού επίσης προκαλούσαν επιδημικές εξάρσεις. «Πέρα από τις περιπέτειες των προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που είναι ίσως πιο γνωστές, κάθε προσφυγική μετακίνηση συνοδευόταν από επιδημίες ελονοσίας. Το ίδιο συνέβαινε και με εποικισμούς πληθυσμιακών ομάδων σε πιο παραγωγικά, πεδινά εδάφη ή για την ίδρυση νέων πόλεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα βλέπουμε στους Χιώτες πρόσφυγες στο νησί της Σύρου, μετά την καταστροφή της Χίου το 1822. Ορισμένοι από αυτούς, στη συνέχεια, μετεγκαταστάθηκαν στον Πειραιά το 1835 με την ίδρυση της πόλης, για να έλθουν και πάλι αντιμέτωποι με τους πυρετούς και τους θανάτους των παιδιών τους». Η κυρία Γαρδίκα εξηγεί ότι «η έκθεση των μετακινούμενων πληθυσμών, που δεν διέθεταν την προστασία της ανοσίας, καθιστούσε την εμφάνιση μιας επιδημίας ελονοσίας όχι μόνο πολύ πιο έκδηλη αλλά, κυρίως, πιο επικίνδυνη για την ίδια τους τη ζωή.
Ο μεγάλος ιστορικός Φερνάν Μπροντέλ στο “Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄” το έχει πει: “Ο εποικισμός της πεδιάδας συχνά σημαίνει να πεθαίνεις εκεί”. Η τελευταία καθολική επιδημία ελονοσίας σε όλη την Ελλάδα συνδέεται με συνθήκες πολέμου και κατοχής και είναι η μεγάλη επιδημία ελονοσίας το 1942, μετά την πείνα του προηγούμενου χειμώνα».
Η αν. καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κατερίνα Γαρδίκα: «Η ελονοσία ενδημούσε κυρίως στην ύπαιθρο και συνιστούσε μέρος της καθημερινότητας των αγροτικών πληθυσμών. Ενώ σκότωνε τα παιδιά τους, η συχνή έκθεση στα παράσιτα της νόσου με την πάροδο των ετών τούς εξασφάλιζε μεν ένα επίπεδο ανοσίας, αλλά τους εξασθενούσε και τους έκανε λιγότερο παραγωγικούς. Ο “ανθελονοσιακός αγώνας”, που ξεκίνησε συστηματικά στο τέλος του 19ου αιώνα, ακολουθούσε τις μεθόδους που δοκιμάζονταν διεθνώς και περιλάμβαναν αποξηράνσεις, ψεκασμούς, χορήγηση κινίνου και, μια πιο ήπια μέθοδο, τη φύτευση ευκαλύπτων, ένα υδρόφιλο δένδρο που εισήχθη από την Αυστραλία αλλά που έχει καταστεί πλέον μέρος του ελληνικού τοπίου.
Οι παρεμβάσεις στο περιβάλλον όμως αποδείχθηκαν ελάχιστα αποτελεσματικές και εξαιρετικά δαπανηρές. Γι’ αυτό, όταν εισήχθη στην Ελλάδα η χρήση του DDT από τους υγειονομικούς της UNRRA το 1946, οι Ελληνες που είδαν να μειώνεται η νόσος στο 10% μέσα σε ένα χρόνο, υιοθέτησαν τη χρήση του DDT με ζήλο. Ωστόσο, οι εναπομένουσες εστίες ελονοσίας ήσαν επίμονες. Απαιτήθηκε συστηματική επιτήρηση της νόσου σε όλη τη χώρα, με εργαστήρια και συνεργεία που, μετά την αμερικανική βοήθεια, μπόρεσε να εξασφαλίσει η ίδια η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ετσι, η απαλλαγή της Ελλάδας από την ελονοσία ήταν ταυτόχρονα και προϋπόθεση και αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης».
Παράλληλα με την εξάλειψη της ελονοσίας, η έλευση των αντιβιοτικών δημιούργησε την απατηλή βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος έχει νικήσει τις μεταδοτικές ασθένειες.
«To 1980 o Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διακήρυξε την εξάλειψη της ευλογιάς ύστερα από μια παγκόσμια, συστηματική εκστρατεία εμβολιασμών, που είχε ξεκινήσει είκοσι ένα χρόνια νωρίτερα», λέει η κ. Γαρδίκα. «Η ευλογιά παραμένει έως σήμερα η μόνη λοιμώδης ασθένεια που έχει εξαλειφθεί ύστερα από ανθρώπινη προσπάθεια. Αυτό το γεγονός, μαζί με τον περιορισμό των άλλων λοιμωδών ασθενειών χάρη στα αντιβιοτικά, αποκρυστάλλωνε στην ιατρική κοινότητα την πεποίθηση ότι πλησίαζε το τέλος των επιδημιών από αυτές τις ασθένειες.
Ωστόσο, αυτή η αισιοδοξία αποδείχθηκε ανεδαφική. Η ανάπτυξη μικροβιακής αντοχής στα αντιβιοτικά έχει περιορίσει επικίνδυνα την αποτελεσματικότητά τους. Παράλληλα, έκανε την εμφάνισή του το φάσμα των αναδυόμενων ασθενειών (emerging diseases) είτε επρόκειτο για ευρύτερη εξάπλωση παλαιών, όπως η φυματίωση και η ελονοσία, είτε για νέες ασθένειες, όπως το AIDS και ο COVID-19, που κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν με επιτυχία το άλμα από άλλα είδη θηλαστικών στον άνθρωπο».
Αρχαία αναμέτρηση
«Είναι ενδιαφέρον ότι το βιβλίο της Λόρι Γκάρετ “The coming plague: newly emerging diseases in a world out of balance”, που κυκλοφόρησε, ήδη από το 1994 απέβλεπε στην αφύπνιση των κυβερνήσεων και της κοινής γνώμης για τις μελλοντικές απειλές που θα αντιμετώπιζε η ανθρωπότητα. Στο φαινόμενο των αναδυόμενων ασθενειών συμβάλλουν οι χωρίς προηγούμενο ανθρωπογενείς οικολογικές πιέσεις στο περιβάλλον και η υπερθέρμανση του πλανήτη. Πάντως, η σημερινή πανδημία αιφνιδίασε περισσότερο τις πολιτικές ηγεσίες παρά τους επιστήμονες, καθώς εκδηλώθηκε μέσα σε αναμενόμενο πλαίσιο.
Η αναμέτρηση του είδους μας με άλλα είδη στον πλανήτη είναι μια αναμέτρηση αρχαία από τότε που υφίσταται το ανθρώπινο είδος, το οποίο και υπερβαίνει. Τώρα όμως, μετά το σοκ της πανδημίας COVID-19, είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε ένα ανανεωμένο πλαίσιο αναφοράς: να ζούμε καθημερινά τη σχέση μας με την υπόλοιπη ζωή στον πλανήτη. Οπως έγραψε σε πρόσφατο άρθρο της στον New Yorker η Κέιτ Μπράουν, καθηγήτρια στο MIT, “για να ανταποκριθούμε πλήρως στα όσα έχουν συμβεί, πρέπει να στοχαστούμε πάνω στα παγκόσμια οικολογικά δίκτυα που μας συνενώνουν όλους”».
Οταν η επιδημία χολέρας σκότωσε το 10% των κατοίκων της Αθήνας
Οι επιδημίες δεν εμφανίζονται τυχαία. Κάθε πολιτισμός έχει τη δική του πανδημία. Η κ. Γαρδίκα εκτιμά ότι αυτός ο προβληματισμός συνδέεται με την έννοια της «δεξαμενής ασθενειών» από το βιβλίο «Plagues and Peoples» του Ουίλιαμ Χ. Μακνίλ, του συγγραφέα της «Ανόδου της Δύσης» και της «Μεταμόρφωσης της Ελλάδας». «Σύμφωνα με τον Μακνίλ, κάθε αρχική συνάντηση ανθρώπων και μικροβίων ή ιών προκαλούσε στους ανθρώπους σφοδρή επιδημία. Οσοι επιβίωναν, κληροδοτούσαν στους απογόνους τους τις ανθεκτικές γενετικές τους ιδιότητες.
Ετσι σταδιακά οι κοινωνίες, μέσα στα όρια ευρύτερων πολιτισμικών συνόλων, ανέπτυσσαν την ανοσία τους και σταθεροποιούνταν τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά τους σε μια ιστορική “δεξαμενή ασθενειών”, έννοια κεντρική στην ανάλυση του Μακνίλ. Στις συναντήσεις τους όμως με ξένους λαούς, οι φορείς του παλαιού, επιδημιολογικά δοκιμασμένου, πολιτισμένου κόσμου διέθεταν ένα φονικό πλεονέκτημα και γίνονταν πρόξενοι σοβαρών επιδημιών στους παρθένους ξένους λαούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας τραγικής συνάντησης αποτελεί η εξόντωση των παλαιών αμερικανικών πολιτισμών από τις ασθένειες των Ευρωπαίων κατακτητών γύρω στο 1500».
Για την αντιμετώπιση των επιδημιών υπάρχουν δύο επιλογές: τα φάρμακα και τα εμβόλια και η καραντίνα. Οταν δεν υπάρχουν τα πρώτα, ο άνθρωπος επιβάλλει τη δεύτερη. «Η καραντίνα, δηλαδή η απομόνωση πλοίων, πληρωμάτων και φορτίων, εγκαινιάστηκε από τις αρχές της εμπορικής πόλης Ραγούσας (Ντουμπρόβνικ) το 1377, στο πλαίσιο της δεύτερης πανδημίας της πανώλους, που έπληξε την Ευρώπη τον 14ο αιώνα», λέει η κ. Γαρδίκα. «Χάρη στην επιτυχία της στην αποτροπή των επιδημιών, η καραντίνα εφαρμόστηκε στη συνέχεια και στα άλλα ευρωπαϊκά λιμάνια».
Και βέβαια η σημερινή καραντίνα δεν είναι η πρώτη που επιβάλλεται στην Ελλάδα. Η καραντίνα σφραγίζει τα 200 χρόνια ελεύθερου βίου. «Στην Ελλάδα, μέτρα καραντίνας εφαρμόστηκαν κατά περίσταση από τις αρχές της Επανάστασης και από τη διοίκηση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια», σημειώνει η κ. Γαρδίκα. «Συστηματικότερο δίκτυο καραντίνας και λοιμοκαθαρτηρίων για προστασία κυρίως από τον κίνδυνο της πανώλους και της χολέρας απέκτησε η χώρα μετά το 1845. Δεν προστάτευσαν όμως τη χώρα από μια επιδημία χολέρας το 1854, η οποία μεταδόθηκε από τα πληρώματα του γαλλικού και του βρετανικού στόλου, που είχαν αποκλείσει τον Πειραιά και την Αθήνα κατά την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου. Σε εκείνη την επιδημία η πρωτεύουσα έχασε το ένα δέκατο του πληθυσμού της.
»Τον 19ο αιώνα οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν ως έσχατο σύνορο για τον έλεγχο των επιδημιών την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Αίγυπτο. Γι’ αυτό, το 1851 δεκατέσσερις χώρες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, με γαλλική πρωτοβουλία εγκαινίασαν τα διεθνή υγειονομικά συνέδρια για την ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων για την αποτροπή διάδοσης της χολέρας, της πανώλους και του κίτρινου πυρετού από την Ανατολή στην Ευρώπη.
Σε αντίθεση δε με εμπορικές χώρες όπως η Βρετανία, οι ελληνικές κυβερνήσεις του 19ου αιώνα και η κοινή γνώμη, χάρη στην ανάμνηση της εμπειρίας του 1854, υποστήριζαν τη διατήρηση της καραντίνας. Αλλωστε, οι πρόσφυγες από τον Καύκασο το 1919 και από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο μετά το 1922 περνούσαν πρώτα από τα λοιμοκαθαρτήρια της χώρας».
Αναπάντητα ερωτήματα
Η κ. Γαρδίκα είναι επιφυλακτική όσον αφορά τη σύγκριση της σημερινής πανδημίας με την ισπανική γρίπη του 1918, και τελικά εμφανίζεται μάλλον αισιόδοξη. «Γίνεται συχνά η σύγκριση της πανδημίας της COVID-19 με τη γρίπη του 1918, η οποία εκδηλώθηκε πριν από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με θύματα που εκτιμώνται σε 50 με 100 εκατομμύρια. Με τα σημερινά πληθυσμιακά δεδομένα, αυτό θα αντιστοιχούσε σε πάνω από 200 εκατομμύρια θανάτους. Κανείς όμως δεν υποστηρίζει ότι τα θύματα της σημερινής πανδημίας θα φτάσουν σε αυτό το ύψος, παρόλο που, όπως μαθαίνουμε από τους ειδικούς, η μεταδοτικότητα της COVID-19 είναι μεγαλύτερη από εκείνη της γρίπης του ’18 (που έχει ταυτιστεί με τη γρίπη H1N1).
Ευτυχώς, διανύουμε περίοδο ειρήνης, γεγονός που επιτρέπει στη διεθνή επιστημονική συνεργασία να προχωρεί με τις ταχύτητες της ψηφιακής εποχής και σύντομα να κατορθώσει να αντικαταστήσει με φάρμακα και εμβόλια τη λεγόμενη “μη φαρμακολογική παρέμβαση” της κοινωνικής αποστασιοποίησης, που διαβρώνει την παγκόσμια οικονομία. Η επιστημονική συνεργασία δεν είναι καθόλου αυτονόητο φαινόμενο και πρέπει να εξαίρεται.
Σε περιόδους πολέμου, μάλιστα, οι επιστήμονες υποτάσσονταν στις ανταγωνιστικές σχέσεις των χωρών τους. Η ανθρωπότητα το 1918 δεν είχε τα σημερινά μέσα, αντίθετα βρισκόταν στο έλεος αλλεπάλληλων πανδημιών γρίπης ήδη από το 1830. Το γιατί η γρίπη του 1918 είχε τόσο περισσότερα θύματα από ό,τι άλλες επιδημίες γρίπης φαίνεται ότι είναι ένα ερώτημα, στο οποίο οι λοιμωξιολόγοι και επιδημιολόγοι ακόμη δεν έχουν απαντήσεις».
Παύλος Παπαδόπουλος
Πηγή: Kathimerini.gr