Από την Εκκλησία του Δήμου στην Εκκλησία του Χριστού

Ορθοδοξία

Απόσπασμα από μια εξαιρετική ομιλία του μακαριστού πατήρ Γεωργίου Μεταλληνού με πολλές, μεγάλες αλήθειες και δυνατά μηνύματα προς όλους τους Έλληνες αλλά και προς τους εχθρούς της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.

…Και στη συνέχεια αυτή αναδύεται ή ιδιαίτερη σχέση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, αλλά και ή υπέρβαση του Ελληνισμού μέσα στην Ορθοδοξία. Ό μεγαλύτερος θεσμός της ελληνικότητας, και στην Αθήνα και στη Σπάρτη, ήταν ή Εκκλησία, δηλαδή ή σύναξη του Δήμου, του Λαού.

Ή συνέλευση του Λαού είχε την υπέρτατη εξουσία. ούτε οι άρχοντες, ούτε τα αξιώματα. Οι άρχοντες – αξιωματούχοι ήσαν και είναι διάκονοι -υπηρέτες του σώματος όλου του λαού. Γι αυτό πολιτειακά μιλούμε για «υπουργούς», δηλαδή υπηρέτες, και εκκλησιαστικά για διακόνους (πάλι υπηρέτες). Αν θέλετε να ξέρετε, ελληνικής προέλευσης είναι και ή εβραϊκή λέξη καχάλ (Γιαχβέ), πού σημαίνει σύναξη, συναγωγή. Εκκλησία είναι ή σύναξη, συνέλευση του σώματος, του Λαού. Από την Εκκλησία του Δήμου περάσαμε στην Εκκλησία του Χριστού. Ο όρος έγινε απόλυτα δεκτός, γιατί στο ελληνιστικό κλίμα γεννήθηκε και οργανώθηκε ή Εκκλησία του Χριστού.

Στο ίδιο πνεύμα κινούνται κοινωνικά και τα δυο μεγέθη. Από την Εκκλησία του Δήμου, πού κυρίαρχο λόγο είχε ή νομική απαρτία στη λήψη αποφάσεων, περάσαμε φυσικά και αβίαστα στην Εκκλησία (σύναξη) του Σώματος του Χριστού, πού έχει εγκυρότητα μόνο με την (πνευματική) παρουσία του Χριστού (πνευματικά, δηλαδή, και όχι νομικά). Όπου είναι Όταν Χριστός, εκεί και ή Εκκλησία (Μάτθ. ιη’, 20). Ή Θεία Ευχαριστία είναι ή κορύφωση της παρουσίας του Χριστού στην Εκκλησία Του, και γι’ αυτό ή Θεία Λειτουργία είναι το απόλυτο κέντρο της ζωής της Εκκλησίας.

«Ελήλυθεν ή ώρα, ίνα δοξασθή ό Υιός του Άνθρωπου»

Ή συνάντηση Ελληνισμού -Χριστιανισμού αρχίζει στην Παλαιστίνη τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Ή Παλαιστίνη είχε πλήρως εξελληνισθεί και κυρίως το βόρειο τμήμα της, ή «Γαλιλαίο των Εθνών», ήταν καθαρά ελληνική, με πολλές ελληνικές πόλεις. Το 33 μ.Χ., μετά την Πεντηκοστή, είναι αισθητή ή παρουσία του ελληνικού στοιχείου στη ζωή της Εκκλησίας. Τα ονόματα των «Επτά», πού μετά ονομάσθηκαν «διάκονοι» (Πράξ. κεφ. στ’), είναι ελληνικά (Στέφανος, Τιμών, Παρμενάς, Νικόλαος κ.λ.π), διότι άνηκαν στους «ελληνιστές» Ιουδαίους.

Ό Απόστολος Παύλος ήταν ό μεγαλύτερος ελληνιστής του 1ου αιώνα. Ό Χριστός, άλλωστε, όπως και οι μαθητές Του, μιλούσαν και ελληνικά. Και αυτό φαίνεται στο 12ο κεφ. του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, στη συνάντηση του Χριστού με τους «Έλληνες», πού θέλησαν να Τον δουν. Τότε είπε ό Χριστός το περίφημο εκείνο: «έλήλυθεν ή ώρα, ίνα δοξασθή ό Υιός του Άνθρωπου» (Ίωάν. ιβ’, 23). Δηλαδή ήλθε ή στιγμή να αποκαλυφθεί και φανερωθεί ό Θεάνθρωπος (υιός ανθρώπου, δηλαδή άνθρωπος, χαρακτηρίζεται ό Μεσσίας από τον προφήτη Δανιήλ).

Διότι φανέρωση – αποκάλυψη της Θεότητας του Χριστού δεν είναι ή Ανάσταση (φυσικό γεγονός για τον Θεάνθρωπο), αλλά ό σταυρός – το πάθος – ό θάνατος. Πώς πεθαίνει Όταν Θεός; Πώς νεκρώνεται ή αυτοζωία και πηγή της ζωής; «Ή ζωή πώς θνήσκει, πώς και τάφον οικεί;». Αυτά τα «πώς» περικλείουν το Μυστήριο του Θεανθρώπου.

Οι «Επτά» των Πράξεων ενσαρκώνουν και μίαν άλλη σύμπτωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού. Την έννοια της διακονίας (για «λειτουργίες» στον δημόσιο βίο μιλούσαν και οι αρχαίοι Αθηναίοι ως την ύψιστη μορφή υπουργίας και διακονίας προς το κοινωνικό σύνολο). Στην εκκλησιαστική γλώσσα κάθε έργο που αναφέρεται στο σύνολο, τον λαό του Θεού, ονομάζεται διακονία. Πρώτος διάκονος της πίστεως μας είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Αλλά και στην πολιτική -πολιτειακή ζωή μας αυτός που διακονεί τον λαό λέγεται υπουργός ( υπό-έργον), δηλαδή υπηρέτης του λαού;  

Δεν έχουμε εμείς οι ‘Ορθόδοξοι Έλληνες άρχοντες και φεουδάρχες, ούτε στην πολιτική, ούτε στην εκκλησιαστική ζωή μας, αλλά υπουργούς και διακόνους, δηλαδή υπηρέτες του Λαού. Έλεγα κάποτε σε ένα υπεροχικό πρόσωπο του κράτους μας, που μου είχε κάνει την τιμή να με καλέσει για μία συζήτηση: Την Κυριακή λ.χ. πριν από τη Θεία Λειτουργία ο Πρόεδρος του Κράτους και ο Αρχιεπίσκοπος να ευπρεπίσουν την Ιερά Μητρόπολη και να τη σκουπίσουν, για να λειτουργήσει ό Κλήρος και ο Λαός! Ο καθ’ υπερβολή αυτός λόγος δείχνει την ουσία του πράγματος.

Για να μιλήσω, όμως, με την γλώσσα του Μακρυγιάννη, εμείς εκλέγουμε διακόνους- υπηρέτες συχνά, για να γίνουν άρχοντες και τύραννοι μας. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι στην εγκατάσταση των τοπικών αρχών (δημάρχων, κοινοταρχών) η ευχή του Αγιασμού λέγει γι’ αυτούς: «διακονησάτωσαν και ου διακονηθήτωσαν»… Να διακονούν εκλέχθηκαν και όχι να διακονούνται. Αυτή είναι η Ελληνορθοδοξία. Τα άλλα που ζούμε, είναι παπικά και φράγκικα…

Κυριολεκτικά, όμως, επικρατεί το ελληνικό στοιχείο στην Εκκλησία του Χριστού μετά το 70 μ.Χ., μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων από τον αυτοκράτορα Τίτο της Ρώμης και την εξάπλωση του πληθυσμού των Ιεροσολύμων. Ο Ελληνισμός κατισχύει αστασίαστα με τη γλώσσα, την παιδεία, τον ζήλο του. Αναγνωρίζεται ως η ιστορική σάρκα, η ανθρώπινη φύση της Θεανθρώπινης Ένωσης της Εκκλησίας.

Το θείο στοιχείο είναι ο Χριστός, η ένσαρκη και προσωπική Ορθοδοξία. Το ανθρώπινο στοιχείο είναι η ελληνικότητα, απελευθερωμένη από τα ταπεινά και καιρικά στοιχεία της. Όλα τα διαχρονικά στοιχεία του Ελληνισμού, όπως είδαμε ήδη, ενσωματώνονται στην Εκκλησία μέσω των Άγιων Πατέρων της. Ο Ελληνισμός οδηγήθηκε στον «καινόν άνθρωπον» και την «καινήν κτίσιν», την εν Χριστώ κοινωνία. Καμία ατομοκρατία, καμία ολιγαρχία, καμία απολυταρχία οποιουδήποτε τύπου δεν μπορεί να ονομασθεί ποτέ ελληνορθόδοξη.

Από τη δημοκρατία των Ελλήνων οδηγηθήκαμε στην ισοτιμία και ομοτιμία όλων στο σώμα του Χριστού. Οι λαοσυνάξεις της Εκκλησίας (εορτές, πανηγύρεις) μαρτυρούν αυτήν την αλήθεια, και κυρίως η γνήσια ορθοδοξία του κοινοβιακού μοναχισμού μας, που σώζει το γνήσιο μοντέλο της «εν Χριστώ δημοκρατίας», που γίνεται στην πράξη Χριστοκρατία. Διότι όπου Βασιλεύει ό Χριστός, εκεί συμβασιλεύουν και οι εν Χριστώ αναγεννημένοι άνθρωποι, καθιστάμενοι, και μέσα στον κόσμο αυτό, πολίτες της ουράνιας βασιλείας Του.