Ήταν ο Αρχηγός Σχηματισμού των Φάντομ που δεν πέταξαν για Κύπρο, το 1974 και αποδεικνύει ότι η επιχείρηση κατά του προγεφυρώματος, του Αττίλα Ι, μπορούσε να γίνει και μάλιστα με προοπτική απόλυτης επιτυχίας
Ο Πτέραρχος Παναγιώτης Μπαλές, Αρχηγός Σχηματισμού ΡΗΑΝΤΟΜ για την Κύπρο το 1974, απαντά σε αρθρογράφο που ανακίνησε σχετικό θέμα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
8 Απριλίου 2020
Κύριε Διευθυντά,
Σας στέλνω επιστολή μου σε απάντηση των όσων αναφέρονται στο άρθρο του Καθηγητού κ. Ευάνθη Χατζηβασιλείου που δημοσιεύθηκε στην έγκριτη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 8ης Μαρτίου 2020, υπό τον τίτλο: «Ο Αττίλας ΙΙ και η στάση της Ελλάδας», με την παράκληση να την δημοσιεύσετε για την πληρέστερη ενημέρωση του αναγνωστικού σας κοινού επί του θέματος αυτού.
Ζητώ, εκ των προτέρων, συγγνώμη για την έκταση της επιστολής, αλλά έπρεπε να διευκρινιστούν κάποια γεγονότα της εισβολής του Αττίλα που παραμένουν μέχρι σήμερα στο σκοτάδι. Στην ενδεχόμενη περίπτωση που δημιουργείται θέμα χώρου, ίσως θα μπορούσατε να την καταχωρήσετε ως άρθρο, με το όνομά μου φυσικά.
Για την ενημέρωσή σας αναφέρω ότι όλα που αναφέρονται στην επιστολή μου είναι καταχωρημένα, από το 2012, στο βιβλίο μου «Παρακαταθήκες Αετών», εκδόσεις ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ, με κάθε λεπτομέρεια.
Για οποιαδήποτε διευκρίνιση είμαι στην διάθεσή σας.
Ευχαριστώ για την Φιλοξενία.
Με ιδιαίτερη τιμή,
Παναγιώτης Η. Μπαλές
Αντιπτέραρχος (Ι) ε.α.
Αναστάσεως 131 – 156 69 Παπάγου
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΤΟΥ ΠΤΕΡΑΡΧΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΠΑΛΕ
ΠΡΟΣ: Την Εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Παπάγου, 7 Απριλίου 2020
Κύριε Διευθυντά,
Ο ισχυρισμός του Καθηγητού Ιστορίας στο ΕΚΠΑ κ. Ευάνθη Χατζηβασιλείου, ότι δήθεν υπήρχε “αδυναμία δράσεως των ελληνικών α/φών ΡΗΑΝΤΟΜ, στην διάρκεια της εισβολής………’” (σσ: ουδέν βεβαίως ανακριβέστερον αυτού), που διετύπωσε σε άρθρο του, το οποίο δημοσιεύθηκε κάτω από εντυπωσιακή φωτογραφία ΡΗΑΝΤΟΜ σε πτήση – προφανώς για την διέγερση της συνειρμικής μνήμης των Ελλήνων πολιτών – στην έγκριτη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 8ης Μαρτίου 2020, έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, αν όχι και την οργή τους, των οκτώ (8) τουλάχιστον πληρωμάτων ΡΗΑΝΤΟΜ – δηλ. δέκα έξι (16) ευυπόληπτων σήμερον πολιτών, και πλήθους άλλων, πρώην πιλότων και τεχνικών της Μοίρας ΡΗΑΝΤΟΜ. Είναι δε τα ίδια αυτά οκτώ πληρώματα, που η τότε Ηγεσία της ΠΑ (ήτοι Αρχηγός ΓΕΑ ο Πτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου και Αρχηγός ΑΤΑ ο Πτέραρχος Περικλής Οικονόμου), είχε αναθέσει, στις 22 Ιουλίου 1974, στην Φάση δηλ. του Αττίλα Ι, την ΑΠΟΣΤΟΛΗ εξουδετέρωσης των εχθρικών δυνάμεων του προγεφυρώματος, δηλ. ανάθεση πολεμικής επιχείρησης κατά του Αττίλα Ι.
Προς τούτο, δύο (2) 4άδες α/φών Βομβαρδιστικών ΡΗΑΝΤΟΜ μεταστάθμευσαν στην Κρήτη, προετοιμάστηκαν τάχιστα, με τα κατάλληλα για την επιχείρηση ειδικά Όπλα ROCKEYE και με τους χειριστές εντός των α/φών ανέμεναν, εις μάτην, την εντολή απογειώσεως από την Ηγεσία της ΠΑ, η οποία όμως ουδέποτε τους δόθηκε. Αποτέλεσμα τούτου, η προσβολή του προγεφυρώματος δεν εκτελέσθηκε, την δε απόλυτη ευθύνη γι’ αυτό φέρει η τότε Ηγεσία της ΠΑ.
Όμως, οι πρωταίτιοι αυτών των εξελίξεων, που δεν έδωσαν την εντολή για την απογείωση των οκτώ (8) Βομβαρδιστικών ΡΗΑΝΤΟΜ για το προγεφύρωμα του Αττίλα Ι, ουδέποτε μέχρι σήμερον κλήθηκαν σε απολογία ούτε κατηγορήθηκαν ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο διώχθηκαν. Αντιθέτως, και ο τίτλος του Επιτίμου Α/ΓΕΑ τους απενεμήθη και υψηλόβαθμες κυβερνητικές θέσεις κατέλαβαν αμφότεροι και άλλων Τιμών έτυχαν επιδαψίλευσης. Αυτό, δεν μοιάζει να είναι περίεργο ότι συνέβη σε ένα ευνομούμενο κράτος;
Οι επιζώντες σήμερον από τα πληρώματα ΡΗΑΝΤΟΜ πιλότοι και τεχνικοί, και όλοι οι Έλληνες, επί χρόνια τώρα, αγωνιωδώς επιζητούμε να μάθουμε από τους ιστορικούς ερευνητές και από τον Καθηγητή κ. Ευάνθη Χατζηβασιλείου, την ιστορική αλήθεια, των σκοτεινών εκείνων πτυχών της εισβολής, στην Κύπρο, και όχι τις, ανακριβείς μάλιστα, τεχνικές λεπτομέρειες περί διεξαγωγής των αεροπορικών επιχειρήσεων, οι οποίες ούτε τους Έλληνες πολίτες ενδιαφέρουν, αλλά και στους έχοντες ειδικές γνώσεις περιττεύουν.
Πληροφορώ, λοιπόν, κ. Διευθυντά, το αναγνωστικό σας κοινό, μετά λόγου γνώσεως, ότι: πρώτον, εάν η επιχείρηση κατά του προγεφυρώματος είχε πραγματοποιηθεί στις 22/7/1974, για την οποία είχε διαταχθεί η μεταστάθμευση των οκτώ (8) Δ/Β ΡΗΑΝΤΟΜ στην Κρήτη οι επ’ αυτού εγκατεστημένες εχθρικές Δυνάμεις θα είχαν σίγουρα εξουδετερωθεί – και αποδεκατιστεί σε μεγάλο βαθμό – από την επέμβαση των ΡΗΑΝΤΟΜ, με τα ειδικά όπλα ROCKEYE, και δεύτερον, ο Αττίλας ΙΙ που εκδηλώθηκε 25 ημέρες αργότερα, (από 14 έως 16/8/1974), πιθανότατα δεν θα επιχειρείτο καν – με αποδεκατισμένες δυνάμεις – ή θα ηττάτο στο πεδίο της μάχης, και η Κύπρος, η οποία τελεί υπό κατοχή 46 χρόνια τώρα, πιθανόταταθα ήταν σήμερα ΕΛΕΥΘΕΡΗ.
Θέλω, επίσης, εξ αρχής να βεβαιώσω, τον κ. Καθηγητή και κάθε ενδιαφερόμενο, ότι η κατατιθέμενη σήμερον μαρτυρία μου βασίζεται απολύτως σε πραγματικά στοιχεία των εξελίξεων της εισβολής, καθόσον,
- Πρώτον, εβίωσα τα γεγονότα της εισβολής εκ των έσω, τόσον ως χειριστής της Μοίρας ΡΗΑΝΤΟΜ, όσον και ως άμεσα εμπλεκόμενος στον επιχειρησιακό σχεδιασμό της και
- Δεύτερον, διότι υπήρξα ο τότε Αρχηγός (1) της μιας 4άδος – εκ των δύο – α/φών Βομβαρδισμού (2) ΡΗΑΝΤΟΜ, που διετάχθη από την τότε Ηγεσία της ΠΑ, να μετασταθμεύσει στην Κρήτη και προετοιμασθεί τάχιστα, για να εξουδετερωθεί το προγεφύρωμα, του Αττίλα Ι, στην Κύπρο.
(1) Της άλλης 4άδος Βομβαρδισμού ΡΗΑΝΤΟΜ ηγείτο ο πρόσφατα εκλιπών, εξαίρετος Αεροπόρος και γενναίος μαχητής Πτέραρχος (Ι) ε.α. Στέφανος Γ. Σκρέκας,
(2) Όλα τα α/φη ΡΗΑΝΤΟΜ είχαν εξοπλισθεί με διασπειρόμενα βομβίδια ROCKEYE, από τα πλέον αποτελεσματικά όπλα της εποχής, ικανά να καταστρέψουν τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού μάχης και ΤΑΝΚS.
Σημειώνω ακόμη ότι η εντολή της Ηγεσίας της ΠΑ στις 22 Ιουλίου 1974, για μεταστάθμευση και ετοιμότητα ανάληψης πολεμικών αποστολών από την Κρήτη, των δύο (2) 4άδων ΡΗΑΝΤΟΜ Βομβαρδισμού και του ζεύγους ΡΗΑΝΤΟΜ Αναχαιτίσεως, εξετελέσθη αμέσως από την Μοίρα ΡΗΑΝΤΟΜ, χωρίς δηλαδή να αναφερθεί κανένα απολύτως πρόβλημα. Το γεγονός αυτό αποτελεί απτή απόδειξη και βεβαιώνει κάθε αμφιβάλλοντα,ότι η επιχείρηση κατά του προγεφυρώματος, του Αττίλα Ι, μπορούσε να γίνει και μάλιστα με προοπτική απόλυτης επιτυχίας, μετά και την απόκτηση των ειδικών βομβών ROCKEYE, όπως ήδη αναφέραμε. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για όσους επικαλούνται, οψίμως βέβαια,ή αμφιβάλλουν εάν τα πληρώματα των ΡΗΑΝΤΟΜ ήταν ετοιμοπόλεμα. Αυτούς, τους πληροφορώ επίσης ότι όλοι οι χειριστές, δηλαδή όλα τα πληρώματα των ΡΗΑΝΤΟΜ, είχαμε καταστεί πλήρως ετοιμοπόλεμοι στις ΗΠΑ, με το πάντοτε αυστηρό και λίαν απαιτητικό πολεμικό πρόγραμμα της USAF.
Σπεύδω και πάλι στο σημείο αυτό να πληροφορήσω τον κ. Καθηγητή και το αναγνωστικό σας κοινό, ότι η επιχείρηση αυτή, κατά του προγεφυρώματος, δεν υλοποιήθηκε στις 22 Ιουλίου 1974, όπως είχε προετοιμασθεί, εξ υπαιτιότητος και μόνο της τότε Ηγεσίας της ΠΑ – ή των τυχόν κρυπτομένων πίσω από αυτούς, που όμως, αν υπήρχαν, δεν τους έχουν κατονομάσει – η οποία Ηγεσία ουδέποτε έδωσε την εντολή απογειώσεως, ως αναμενόταν, στις δύο (2) 4άδες Βομβαρδιστικών PHANTOM, οι οποίες ήταν πανέτοιμες στον διάδρομο απογειώσεως του Ηρακλείου, της Κρήτης.
Στο άρθρο του, ο κ. Καθηγητής, υποδυόμενος τον επαΐοντα περί την ‘‘διεξαγωγή των αεροπορικών επιχειρήσεων’’ και κρίνοντας αυτήν υπό το πρίσμα των δεδομένων του Αττίλα ΙΙ, αλλά και αρκετών ευδιάκριτα υποκειμενικών κριτηρίων σκοπιμότητος,καταλήγει στον έωλο ισχυρισμό (3) ότι υπήρχε, δήθεν, ‘‘αδυναμία δράσεως των ελληνικών α/φών ΡΗΑΝΤΟΜ κατά την εισβολή στην Κύπρο.’’
Όμως, τούτο σίγουρα δεν ισχύει και αυτή η γενίκευση, του κ. Καθηγητού, οδηγεί σε εσφαλμένα, πολιτικά τουλάχιστον, συμπεράσματα τους πολίτες, αλλά και τους ΜΗ επαΐοντες. Καταθέτω δε προς τούτοις, μετά λόγου γνώσεως, ότι οι ανάγκες των αεροπορικών επιχειρήσεων (4) στον Αττίλα ΙΙ, όπως αυτός έδρασε με όλες του τις Δυνάμεις του προγεφυρώματος, θα ήταν βεβαίως δύσκολες, για εμάς, και ουχί αρκούντως αποτελεσματικές, έναντι εκείνων που αντικειμενικά θα χρειάζονταν, για την εξουδετέρωση των Δυνάμεων του προγεφυρώματος, στον Αττίλα Ι.
(3) Εμπεριστατωμένη επιστολή/ένσταση για τον ισχυρισμό του κ. Καθηγητού, απηύθυνε ο εξαίρετος επιχειρησιακός, Συνάδελφος Πτέραρχος (Ι) ε.α. Γεώργιος Σκαρλάτος, εμπειρότατο μέλος της 4άδος Βομβαρδισμού ΡΗΑΝΤΟΜ, που δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 20ης Μαρτίου 2020, αλλά εις μάτην, κρίνοντας από την απάντηση του κ. Καθηγητού,
(4) Οι αεροπορικές επιχειρήσεις, τύπου Αττίλα ΙΙ, που διεξάγονται στο πεδίο της Μάχης, όπου μάχονται οι επίγειες Δυνάμεις, και ονομάζονται «Εγγύς Αεροπορικής Υποστηρίξεως», έχουν διαφορετικές απαιτήσεις από τις αντίστοιχες επιχειρήσεις τύπου Αττίλα Ι, δηλαδή εναντίον του προγεφυρώματος, που ονομάζονται «Απομονώσεως του Πεδίου της Μάχης», και όπου το ΡΗΑΝΤΟΜ υπερτερεί, όντας μάλιστα από τους καταλληλότερους προς τούτο τύπους α/φών.
Συγκεκριμένα, για το προγεφύρωμα του Αττίλα Ι, η Δύναμη των οκτώ (8) Βομβαρδιστικών ΡΗΑΝΤΟΜ, με τα ειδικά όπλα ROCKEYE που διέθεταν, και πραγματικό αναγκαίο χρόνο παραμονής άνωθεν στόχου μόνο 3’- 5’ λεπτά, ήταν επαρκής και ικανή Δύναμη να εξουδετερώσει πλήρως τις τουρκικές αποβατικές Δυνάμεις. Επίσης, η κάλυψη και προστασία των α/φών κατά την διαδρομή των προς τον στόχο, ήταν επίσης επαρκής, και θα παρείχετο από ζεύγος ΡΗΑΝΤΟΜ Αναχαιτίσεως, της Κρήτης, που προβλεπόταν στην Σχεδίαση της επιχείρησης ‘‘ΠΡΟΓΕΦΥΡΩΜΑ’’, την 22α Ιουλίου 1974. Τούθ’ όπερ, ο ισχυρισμός του κ. Καθηγητού: ‘‘περί αδυναμίας δράσεως των ΡΗΑΝΤΟΜ κατά την εισβολή’’, γενικώς και αορίστως, είναι εντελώς αβάσιμος και αυθαίρετος, διοχετευόμενος δε ως πληροφορία στους πολίτες λειτουργεί ως καθοδηγητής μαζών, όπως επιχειρείται ευρέως τελευταία με τα fake news.
Περαιτέρω και σε ρητορικό ερώτημα, για το ενδεχόμενο καταλογισμού πολιτικών ευθυνών σε επίπεδο Ηγεσιών, ασφαλώς και δεν έχουν την ίδια ευθύνη οι εκατέρωθεν υπεύθυνοι Κυβερνητικοί παράγοντες, είτε χρησιμοποίησαν τα ΡΗΑΝΤΟΜ στον Αττίλα Ι ή τον Αττίλα ΙΙ, είτε όχι. Τούτο δε καθόσον το ζητούμενο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και κυρίως, στην κρινόμενη εισβολή στην Κύπρο το 1974, ειδικά από το προσδοκώμενο και πραγματοποιούμενο επιχειρησιακό αποτέλεσμα. Στην πρώτη περίπτωση του Αττίλα Ι, δηλαδή στην προσβολή του προγεφυρώματος, το επιχειρησιακό αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα συντριπτικό, για τον εχθρό, ενώ στην δεύτερη περίπτωση του Αττίλα ΙΙ, υπό συνθήκες μάλιστα, με ΜΗ εξουδετερωμένες τις Δυνάμεις του προγεφυρώματος του Αττίλα Ι, το αποτέλεσμα εκτιμάται, εν πολλοίς, ως αμφιλεγόμενο. Συνεπώς, εξίσωση των εκατέρωθεν πολιτικών ευθυνών αντικειμενικά δεν υπάρχει.
Άλλες, συνεπώς, είναι οι συντριπτικές πράγματι ευθύνες εκείνων των υπευθύνων της ΜΗ εξουδετέρωσης του προγεφυρώματος του Αττίλα Ι και πολύ διαφορετικές έως ανύπαρκτες, κατά την γνώμη μου, στην περίπτωση εκείνων των υπευθύνων του Αττίλα ΙΙ. Όπως δε αβίαστα τεκμαίρεται, από τα μέχρι τούδε αναφερθέντα, αλλά και τα συμπληρωματικώς παρατιθέμενα στην συνέχεια στοιχεία, υπεύθυνοι – της ‘‘ΜΗ χρησιμοποιήσεως των ΡΗΑΝΤΟΜ στην Φάση του Αττίλα Ι, και συγκεκριμένα τα πλήρως προετοιμασμένα, κατόπιν εντολής της ίδιας Ηγεσίας για την εξουδετέρωση των αποβατικών Δυνάμεων του προγεφυρώματος’’ – είναι οι αποτελούντες την τότε Ηγεσία της ΠΑ, οι οποίοι δεν έδωσαν την εντολή απογειώσεως στα αναμένοντα πλήρως ετοιμοπόλεμα πληρώματα και τα οκτώ (8) α/φη Βομβαρδισμού ΡΗΑΝΤΟΜ, της Κρήτης.
Έκτοτε, από της εισβολής και μέχρι το 2000, οι ανωτέρω πρωταίτιοι, για τους αεροπόρους τουλάχιστον, πρόβαλαν ως δικαιολογία ότι δεν τους άφησαν κάποιοι ανώτεροι (;) ίσως…, χωρίς όμως να κατονομάζουν ποιοι ήταν εκείνοι που δεν τους άφησαν ή τους παραπλάνησαν. Πολύ αργότερα, όμως, το 2000, μετά το τέλος των εργασιών της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για το “άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου“, που διήρκεσαν δύο έτη (1986-1988) – και όπου οι μόνοι που δεν εκλήθησαν να καταθέσουν, ίσως καθ’ υπόδειξη της Ηγεσίας της ΠΑ ή κάποιων που δεν ήθελαν να ακουστούν όλες οι αλήθειες, ήταν οι δύο (2) Αρχηγοί των βομβαρδιστικών Σχηματισμών ΡΗΑΝΤΟΜ – η ίδια Ηγεσία ισχυρίσθηκε δια του Τύπου, ψευδώς και ανέντιμα, ότι δήθεν τα πληρώματα της Μοίρας ΡΗΑΝΤΟΜ ΔΕΝ ήταν ετοιμοπόλεμα! και γι’ αυτό δεν τους έδωσαν την διαταγή απογειώσεως, για να προσβάλουν το προγεφύρωμα του Αττίλα Ι. Οποίον, όμως, θράσος! Τότε, για ποιο λόγο μας έστειλαν, στις 22 Ιουλίου 1974, στην Κρήτη; Για τουρισμό, μήπως;
Αυτό το γεγονός το επισημαίνω ιδιαίτερα, διότι διακρίνεται μία τάση, που αναδύεται μέσα από το άρθρο του κ. Καθηγητού για την δημιουργία ενός κατ’ επίφαση ‘‘βάθρου’’ συμψηφισμού ή και ‘‘ασυλίας’’ μεταξύ των δύο περιπτώσεων, και μιας ‘επιβαλλομένης εξ ανάγκης’ ιστορικής δικαίωσης των εκατέρωθεν πράξεων ή παραλείψεων.
Καταθέτω επίσης και το εξής σημαντικό προς συνεκτίμηση με τα προηγούμενα, για όσους βεβαίως, πραγματικά, ενδιαφέρονται για την αλήθεια. Την εσπέραν της προτεραίας της εισβολής, ήτοι την εσπέραν της 19ης Ιουλίου 1974, ο Διευθυντής του Κέντρου Επιχειρήσεων του ΓΕΑ, ενημερώνοντας την Ηγεσία της ΠΑ ότι η τουρκική αρμάδα απέπλευσε για Κύπρο, έλαβε την απάντηση να μην ανησυχεί διότι «όλα είναι υπό έλεγχο», όπως είπε. Ενώ ο έτερος της Ηγεσίας, ως Αρχηγός ΑΤΑ, περιήλθε πολεμικές Μονάδες και επανέλαβε στους χειριστές να μην ανησυχούν διότι «οι κινήσεις της Τουρκίας, είναι περίπου κινήσεις ‘‘επιτραπέζιου’’ παιγνίου στρατηγικής»!
Διερωτώμεθα, λοιπόν, πόθεν η τότε Ηγεσία της ΠΑ αντλούσε την αισιοδοξία της και τις πληροφορίες της, λέγοντάς μας να μην ανησυχούμε διότι «όλα είναι υπό έλεγχο»! Και γιατί η ίδια Ηγεσία στην σχετική έκθεσή της προς τον Πρωθυπουργό της Χώρας, τον Σεπτέμβριο 1974, έγραφε ότι η απόβαση στην Κύπρο, το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974 ‘‘έπεσε σαν βόμβα στην Αθήνα’’; Μήπως είχε παραπλανηθεί από κάποιους; Και ποιοι είναι αυτοί; Γιατί δεν τους κατονομάζει; Ούτε η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής τους απεκάλυψε; Εάν τους έμαθε, γιατί δεν τους αποκαλύπτει στον Ελληνικό Λαό;
Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρό για Ιστορικούς Ερευνητές, και τον κ. Καθηγητή, ώστε να πληροφορηθεί ο Ελληνικός Λαός, επιτέλους, και οι επιγενόμενες γενεές επίσης, την ‘’ιστορική αλήθεια’’, σε ό,τι αφορά στην εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Περαίνοντας, συνοψίζω ότι:
1ον. Επιχειρησιακή δυνατότητα εκτέλεσης της αποστολής από πλευράς α/φών ΡΗΑΝΤΟΜ και πληρωμάτων, αντικειμενικά και αναμφίβολα, υπήρχε και στις δύο φάσεις της εισβολής, του Αττίλα Ι και Αττίλα ΙΙ.
2ον. Ως προς την αποτελεσματικότητα θα πρέπει να διακρίνουμε ότι στην περίπτωση του Αττίλα Ι η εκτέλεση της αποστολής θα ήταν επαρκής και πλήρως επιτυχής και κατά τούτο σκόπιμη, αναγκαία και επιβεβλημένη, και ως εκ τούτου με εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα να είχε αποτρέψει να επισυμβεί ο Αττίλας ΙΙ.
3ον. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση του Αττίλα Ι υπάρχουν σοβαρότατες ευθύνες για την μη εκτέλεση της Αποστολής κατά του προγεφυρώματος, οι οποίες όμως ποτέ δεν αναζητήθηκαν και δεν αποδόθηκαν, ενώ για τον Αττίλα ΙΙ δεν φαίνεται ότι θα μπορούσε να στοιχειοθετηθούν αντίστοιχες ευθύνες.
Ευχαριστώ για την Φιλοξενία.
Με ιδιαίτερη τιμή,
Παναγιώτης Η. Μπαλές
Αντιπτέραρχος (Ι) ε.α.
+ Οι έχοντες έμπροσθεν τον σταυρό έχουν φύγει.
Τα Δέκα (10) ετοιμοπόλεμα α/φη PHANTOM στο Ηράκλειο της Κρήτης για το προγεφύρωμα του Αττίλα Ι στην Κύπρο
1ος Σχηματισμός σε αποστολή Διώξεως/Βομβαρδισμού
Κυβερνήτες Συγκυβερνήτες
+ Αρχηγός Ασμχος Στ. Σκρέκας Υπσγός Δ. Μουρελάτος
Νο. 2 Σγός Ευ. Σαμπάνης Ανθσγός Γ. Γκαρώνης
Νο. 3 Επγός Ιω. Κολοβός Υπσγός Π. Σίσσας
+ Νο. 4 Επγός Ν. Κουκούλας Υπσγός Δ. Σκουριάς
2ος Σχηματισμός σε αποστολή Διώξεως/Βομβαρδισμού
Κυβερνήτες Συγκυβερνήτες
Αρχηγός Ασμχος Π. Μπαλές Υπσγός Δημ. Βιδάκης
Νο. 2 Σγός Γ. Σκαρλάτος Υπσγός Μιχ. Κωστάκος
Νο. 3 Επγός Ε. Παπαδόπουλος Υπσγός Κ. Παπαδούδης
Νο. 4 Σγός Ν. Πουλάκος Υπσγός Θ. Σχορτσιανίτης
Σε ρόλο καλύψεως (αναχαιτίσεως) των ανωτέρω κατά την διαδρομή των, στο σκέλος προς την Κύπρο,
ήταν σε ετοιμότητα οι:
Κυβερνήτες Συγκυβερνήτες
Επγός Σπ. Κοντομάρης Υπσγός Κ. Λιαγκορίδης
Σγός Σπ. Σπηλιωτόπουλος Υπσγός Π. Μανούσος
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
Κυριακή 8 Μαρτίου 2020
Λεζάντα κάτω από εντυπωσιακή φ/γ με σημασία προκειμένου να διεγείρει συνειρμικές μνήμες:
«Η ακτίνα δράσης των 20* υπερσύγχρονων τότε F-4 Phantom δεν επέτρεπε επιχειρησιακή εμπλοκή τους στην Κύπρο και επιστροφή στην Ελλάδα. Θα έπρεπε στη συνέχεια να προσγειωθούν και να παραδοθούν στη Συρία**»
Σχόλια:
* Είχαν παραληφθεί 22 και όχι 20 ΡΗΑΝΤΟΜ!
**Για τα ΡΗΑΝΤΟΜ ουδέποτε τέθηκε θέμα προσγείωσής των στην Συρία. Τα καύσιμα για τον Αττίλα Ι έφθαναν να επιστρέψουν στην Κρήτη!
Ο Αττίλας ΙΙ και η στάση της Ελλάδας
Του ΕΥΑΝΘΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ*
Η ακτίνα δράσης των 20 υπερσύγχρονων τότε F4 Phantom δεν επέτρεπε επιχειρησιακή εμπλοκή τους στην Κύπρο και επιστροφή στην Ελλάδα. Θα έπρεπε στη συνέχεια να προσγειωθούν και να παραδοθούν στη Συρία.
Στον πρώτο Αττίλα, η αποτυχία της ελληνικής πλευράς ήταν απόλυτη: η Τουρκία εγκατέστησε προγεφύρωμα, απέκρουσε τις αντεπιθέσεις εκείνης της νύχτας και κατόπιν μπορούσε απρόσκοπτα να το ανεφοδιάζει, ενώ κυριαρχούσε και στον αέρα. Κατόπιν, παραβιάζοντας την εκεχειρία, η Τουρκία επεξέτεινε τη ζώνη ελέγχου της, οδήγησε τη Διάσκεψη της Γενεύης σε αδιέξοδο, εξαπέλυσε τη δεύτερη εισβολή, τον Αττίλα ΙΙ, και κατέλαβε περίπου το 38% της έκτασης του νησιού μέσα σε τρεις μόλις ημέρες (14-16 Αυγούστου). Ηταν μια τεράστια καταστροφή.
Εκτοτε, συχνά διατυπώθηκε ο ισχυρισμός, κυρίως από την Ακρα Δεξιά, ότι τον Αύγουστο του 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή επέλεξε να μην πολεμήσει ενώ, υποτίθεται, μπορούσε. Αυτή η κατηγορία για «προδοσία» των δημοκρατικών και του Καραμανλή προσωπικά επιχειρεί να εξισορροπήσει το γεγονός ότι η ήττα επήλθε στον πρώτο Αττίλα από άφρονες στρατηγικές επιλογές της χούντας. Αγαπημένα επιχειρήματα των ακροδεξιών είναι ότι η Ελλάδα μπορούσε να στείλει στρατεύματα, ότι διέθετε ορισμένα υπερσύγχρονα αεροπλάνα F4 Phantom που μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην Κύπρο και ότι ο Καραμανλής απέφυγε τη σύγκρουση με τη φράση «η Κύπρος είναι μακράν» (την οποία, σημειωτέον, δεν φαίνεται ποτέ να είπε ο ίδιος).
Αλλά δεν είναι μόνον (ή πάντοτε μόνη της) η Ακρα Δεξιά. Η φημολογία περί του μυθώδους «φακέλου της Κύπρου» που μυστηριωδώς κρατείται «κλειστός» αποτέλεσε οργανικό τμήμα των θεωριών συνωμοσίας της μεταδικτατορικής εποχής. Συχνά χρησιμοποιήθηκε, με τρόπο ασύστολα λαϊκιστικό, και από τα αριστερά του Καραμανλή. Η υπόθεση εργαλειοποιήθηκε πολιτικά και ανασύρθηκε μετά την αποχώρηση του Καραμανλή από την Προεδρία της Δημοκρατίας το 1985, ακριβώς για να πληγεί ο ίδιος. Τότε συγκροτήθηκε όχι ένας «φάκελος» με έγγραφα, αλλά μια σειρά μαρτυριών (μεταγενέστερων, που δεν είναι καθόλου το ίδιο), οι οποίες όμως και πάλι δεν έδειξαν κάποια αβελτηρία της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας για τις 14-16 Αυγούστου.
Απόλυτη αδυναμία εμπλοκής σε πόλεμο
Υπήρχε, λοιπόν, η δυνατότητα στρατιωτικής εμπλοκής της χώρας τον Αύγουστο του 1974; Τα διαθέσιμα έγγραφα –δημοσιευμένα από το 1997– των συσκέψεων της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με τη στρατιωτική ηγεσία δείχνουν ότι δεν υπήρχε. Στις 12-13 Αυγούστου (πριν από την έναρξη του «Αττίλα ΙΙ»), οι ηγέτες των Ενόπλων Δυνάμεων ενημέρωσαν την κυβέρνηση ότι η τουρκική πλευρά διέθετε υπεροχή στις δυνάμεις ξηράς, περίπου 3:1, καθώς και στον αέρα. Παρά την ποιοτική (αλλά όχι και ποσοτική) υπεροχή του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, ανέκυπτε και το πρόβλημα ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν ανοχύρωτα και επομένως εύκολη λεία μιας τουρκικής ενέργειας. Με απλά λόγια, οι συσχετισμοί των στρατιωτικών δυνάμεων δεν επέτρεπαν στην Ελλάδα, μόνη της, μια στρατιωτική επιλογή.
Ο «Αττίλας ΙΙ» σε πλήρη εξέλιξη…
Δεν ήταν, όμως, μόνον οι αριθμοί των αρμάτων, των αεροσκαφών και των στρατιωτών. Μετά την επταετή χούντα και το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου, δεν υπήρχε ενότητα στο εσωτερικό μέτωπο είτε στην Ελλάδα είτε στην Κύπρο – παράγοντας αναγκαίος για τη διεξαγωγή σύγχρονου πολέμου (όπως θα έπρεπε να είχαμε μάθει το 1940). Αλλά, πολύ περισσότερο, ανέκυπτε το μέγιστο πρόβλημα της αποτυχίας της επιστράτευσης που είχε κηρύξει η χούντα. Αποτυχημένη επιστράτευση σήμαινε ότι δεν υπήρχε σημαντικός όγκος αξιόμαχων δυνάμεων και δυνατότητα για αποτελεσματική αξιοποίησή τους στο πεδίο της μάχης.
Εκείνες τις ημέρες, επομένως, υπήρχε πράγματι καλή αεροπορία (αλλά η ακτίνα δράσης της δεν έφτανε στην Κύπρο)· καλό Πολεμικό Ναυτικό· και ορισμένες αξιόμαχες επίλεκτες μονάδες και σχηματισμοί όπως οι μοίρες καταδρομών και τα τεθωρακισμένα – αλλά τα μισά από τα τελευταία ήταν στην Αθήνα για να την κρατούν υποταγμένη, όχι στο μέτωπο… Στρατός, όμως, με την έννοια της ολοκληρωμένης ένοπλης δύναμης, ικανής να διεξάγει πόλεμο, δεν υπήρχε. Οπως τόνισε μεταγενέστερα ο Π. Κανελλόπουλος, η επιστράτευση ήταν «η μεγαλύτερη αποτυχία που έχει ποτέ συμβεί στη στρατιωτική ιστορία της Ελλάδος» και οδήγησε σε κατάρρευση το ίδιο το χουντικό καθεστώς.
Στρατός εκτός ελέγχου
Τέλος, η ίδια η κυβέρνηση δεν έλεγχε τον στρατό. Είναι ενδεικτικό ότι στις 11 Αυγούστου, ο Καραμανλής, έπειτα από πληροφορίες των υπουργών Εθνικής Αμύνης, Ευ. Αβέρωφ και Δημοσίας Τάξεως, Σ. Γκίκα, για πιθανό στρατιωτικό κίνημα, κάλεσε τους αρχηγούς του Στρατού Ξηράς και σε μια δραματική συνάντηση τους ανάγκασε να αποσύρουν από το Λεκανοπέδιο Αττικής τις δυνάμεις τους, που κρατούσαν όμηρο την κυβέρνηση. Ηταν μόλις τρεις ημέρες πριν από την έναρξη του «Αττίλα ΙΙ»…
Χωρίς στρατό, χωρίς αεροπορική κάλυψη στην Κύπρο, με τους Τούρκους να έχουν εδραιώσει το προγεφύρωμά τους εκεί, με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ανοχύρωτα, χωρίς συμπαγές εσωτερικό μέτωπο, με πολλούς αξιωματικούς να συνωμοτούν για να ανατρέψουν την κυβέρνηση, και με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να αντιμετωπίζει τις απόπειρες δολοφονίας του, ακριβώς εκείνες τις ημέρες… Καμία χώρα δεν κάνει πόλεμο έτσι.
Ενδεχόμενη αποστολή ενισχύσεων στο νησί
Υπήρχε, όμως, η επιλογή της ενίσχυσης των δυνάμεων στην Κύπρο; Από το πρωί της 14ης Αυγούστου, σε συσκέψεις στο Πεντάγωνο, εξετάστηκαν οι δυνατότητες αποστολής υποβρυχίων και αεροσκαφών, καθώς και μιας μεραρχίας. Ωστόσο, η στρατιωτική ηγεσία επισήμανε στην κυβέρνηση ότι τα αεροσκάφη δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εξέλιξη των επιχειρήσεων και δεν θα είχαν καύσιμα για να επιστρέψουν.
Ο «Νηρεύς», ένα από τα δύο σύγχρονα υποβρύχια του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Επομένως, χρήση τους στην Κύπρο θα συνεπαγόταν και την απώλειά τους, άρα εδραίωση της αεροπορικής υπεροχής της Τουρκίας και στο Αιγαίο.
Η προετοιμασία μιας μεραρχίας θα απαιτούσε 6 ή 7 ημέρες και πάντως δεν θα μπορούσε να φθάσει στη νήσο, αφού κατά τη μετάβασή της θα ήταν εκτεθειμένη στις επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας.
Ο Καραμανλής εξέτασε το ενδεχόμενο να επιβιβαστούν στα πλοία της νηοπομπής ο ίδιος και ο Αβέρωφ, ελπίζοντας ότι η παρουσία τους θα απέτρεπε τουρκική επίθεση· ζητήθηκε επίσης βρετανική συνδρομή για να φτάσουν στην Κύπρο οι ελληνικές δυνάμεις. Αλλά σε λίγο είχε γίνει σαφές ότι η τουρκική επιχείρηση ολοκληρωνόταν με ταχείς ρυθμούς και η δράση έστω και μιας ελληνικής μεραρχίας δεν θα αναχαίτιζε την τουρκική προέλαση – αντίθετα, η πιθανότατη καταστροφή της απλώς θα μεγιστοποιούσε την τουρκική υπεροχή και στο Αιγαίο.
Ιδιαίτερα ενδεικτική των τεράστιων ελλειμμάτων στρατηγικής (αλλά και κοινής λογικής) είναι η συζήτηση –ακόμη γίνεται– για τη δυνατότητα χρήσης των 20 περίπου αεροσκαφών Phantom, που είχαν πράγματι μεγαλύτερες δυνατότητες από τα F84 και F86 που διέθετε η χώρα το 1964 ή από τα F104 που παρέλαβε εκείνο το έτος.
Η ακτίνα δράσεως
Το ερώτημα στην περίπτωσή μας δεν είναι το εάν τα Phantom ήταν καλά αεροπλάνα. Το ερώτημα είναι το εάν είχαν επαρκή ακτίνα δράσεως για να επιχειρήσουν στην Κύπρο.
Ασφαλώς, η ακτίνα δράσεως δεν είναι εύκολα υπολογίσιμη: εξαρτάται από τον οπλισμό που φέρει το αεροσκάφος (που και αυτός εξαρτάται από το είδος της αποστολής που εκτελεί), από το ύψος πτήσεως, από την πιθανότητα εμπλοκής με την εχθρική αεροπορία κ.λπ. Με άλλα λόγια, η ακτίνα δράσεως δεν είναι ένας σταθερός «αριθμός», αλλά ένα τόξο πιθανών τιμών. Ωστόσο, τα F4 δεν είχαν μεγαλύτερη ακτίνα δράσης σε σύγκριση με τα παλαιότερα εκείνα αεροσκάφη. Δεν μπορούσαν να εκτελέσουν επιχειρήσεις αεροπορικής υποστήριξης στην Κύπρο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για λόγους ηθικού, ήταν σημαντικό για τους μαχητές στην Κύπρο να δουν «ένα ελληνικό αεροπλάνο». Ωστόσο, το ελληνικό αεροπλάνο* που θα φαινόταν στον κυπριακό ουρανό εκείνες τις ημέρες, θα έφευγε κατόπιν για τη Συρία για να παραδοθεί εκεί, και δεν θα επέστρεφε για να μετρήσει στον συσχετισμό δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας. Αυτό η Ελλάδα το ήξερε από την εποχή της κρίσης του 1964.
*Σχόλιο Παν. Μπαλέ: Για τα ΡΗΑΝΤΟΜ ποτέ δεν υπήρξε θέμα προσγείωσής των στην Συρία.
Μια συζήτηση εκτός πραγματικών δεδομένων
Η μάχη του Ιουλίου 1974 δεν ήταν εκ των προτέρων χαμένη. Αλλά στις 20 Ιουλίου η τουρκική εισβολή βρήκε την Αθήνα απομονωμένη και ανίκανη, και μια εμφύλια σύγκρουση στην ίδια την Κύπρο, με τις στρατιωτικές της δυνάμεις αδύναμες να αποκρούσουν την εισβολή· και τα πολυβολεία στο Πέντε Μίλι ανεπάνδρωτα. Ελλαδίτες και Ελληνες Κύπριοι πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα, αλλά τούτο δεν αρκούσε για να μεταβάλει τα δυσμενή στρατηγικά δεδομένα. Η εδραίωση του τουρκικού προγεφυρώματος στις 20-21 Ιουλίου προδίκασε το αποτέλεσμα. Τον Αύγουστο, στον δεύτερο «Αττίλα» των τριών ημερών, δεν υπήρχε στρατιωτική επιλογή.
Είναι, όμως, πολύ ανησυχητικό το πόσο εύκολα αναβιώνει, ακόμη και σήμερα, η «συζήτηση» περί κάποιας «προδοσίας» του Καραμανλή και της δημοκρατικής κυβέρνησης. Βέβαια, ο Ιωαννίδης δεν πίστευε ότι η Κύπρος είναι «μακράν» και γι’ αυτό έκανε ό,τι έκανε… Αλλά είναι αδιανόητο να συζητούμε την εισβολή στην Κύπρο (και ιδιαίτερα τη δεύτερη εισβολή του Αυγούστου) λες και μπορούσαμε να την αποτρέψουμε με δύο υποβρύχια και είκοσι Phantom, σαν να παίζουμε ηλεκτρονικό παιχνίδι στο play station.
Το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή γίνεται ακόμη, απλώς αποδεικνύει ότι αποδεχόμαστε τη «λογική» του Ιωαννίδη και τον τυχοδιωκτισμό του: αρνούμαστε να δούμε την πραγματική τρέλα του 1974, και απλώς στεναχωριόμαστε γιατί δεν πέτυχε.
*Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.