Υπήρξε η απόπειρα εισβολής ανεξέλεγκτου αριθμού μεταναστών στην περιοχή του Εβρου. Και αμέσως μετά η απειλή πανδημίας του κορωνοϊού. Λειτούργησαν και οι δυο προκλήσεις σαν καταλύτης για μιαν ανεπαίσθητη μετάλλαξη των παγιωμένων στην Ελλάδα πολιτικών αντανακλαστικών μας. Ισως αθέλητη, ίσως ελάχιστη, πάντως μετάλλαξη.
Αμφισβητήθηκε, για πρώτη φορά, σιωπηρά αλλά έμπρακτα, η διαχειριστική παντογνωσία των επαγγελματιών της εξουσίας. Κλονίστηκε η κατεστημένη βεβαιότητα ότι τα ξεφτέρια της ψηφοθηρίας ή τα έκγονα επαγγελματιών της πολιτικής μπορούν (δυνητικά) να είναι «υπουργοί πάσης χρήσεως», ικανοί να διαχειριστούν τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες οποιουδήποτε υπουργείου. Οι δυο απειλές, μεταναστευτικό και κορωνοϊός, κατέστησαν φαιδρή τη βεβαιότητα ότι μπορούν (είναι εφικτό) να υπάρχουν και υπουργοί «παντός καιρού» – ειρήνης, πολέμου, πανδημίας.
Δεν ξηλώθηκε άκομψα κανένας υπουργός, μόνο κάποιοι παραμερίστηκαν διακριτικά. Τους αφέθηκε να κρατήσουν την υπουργία σαν προικιό για την επόμενη σταυροθηρία. Και οι ευθύνες και δυνατότητες της εξουσίας πέρασαν σε προσωπικότητες καταξιωμένες στον επιστημονικό και επαγγελματικό στίβο. Ηταν, ώς τώρα, παγιωμένη η βεβαιότητα ότι, στην Ελλάδα, το ατολμότερο είδος ανθρώπου είναι οι εκάστοτε πρωθυπουργοί.
Ισως όμως η απειλή να γεννάει κάποτε τόλμη, έστω την ελάχιστη που απαιτεί η αυτοάμυνα.
Χειρίστηκαν την απειλή στον Εβρο και την επέλαση του κορωνοϊού πρόσωπα εξωκοινοβουλευτικά. Ετσι γεννήθηκε η ισχνή ελπίδα να φιλοδοξήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης μια διεύρυνση της έκπληξης. Να κατεδαφίσει, προγραμματικά και με συνέπεια, το τείχος του φραγμού που χωρίζει την ελλαδική κοινωνία από τους ψηφισμένους για τη διαχείριση των προβλημάτων της επαγγελματίες πολιτικούς. Αποκόβει, το τείχος, τους δοτήρες της εξουσίας ψηφοφόρους από τους λήπτες της εξουσίας «πολιτικούς», τη λαϊκή ανάγκη από τους κατ’ επάγγελμα εξουσιαστές.
Είναι απίστευτη, κυριολεκτικά εξωφρενική η επιπολαιότητα που κραυγάζει στον σχηματισμό κάθε κυβέρνησης. Τα υπουργεία διανέμονται, ακόμα σήμερα, με κριτήριο να ικανοποιηθούν εκλογικές περιφέρειες (να εισπράξουν ρουσφέτια διορισμών), να εξοφληθούν οφειλές σε «οικογένειες» που διαχειρίστηκαν προγενέστερους σχηματισμούς κυβερνήσεων ή σε κροίσους χρηματοδότες κομμάτων. Με τέτοιες αυτονόητα παγιωμένες πρακτικές χλευάζεται όχι τόσο η ηθική όσο η κοινή λογική, οι λειτουργικές προϋποθέσεις συγκρότησης της συλλογικής συνύπαρξης.
Ας προσπαθήσει να σκεφθεί απροκατάληπτα ακόμα και ο πιο φανατικός Νεοδημοκράτης: Ποια εξειδίκευση σπουδών, ποια επαγγελματική εμπειρία μετοχής στις Διεθνείς Σχέσεις διαθέτουν οι υπεύθυνοι σήμερα, σε περίοδο άκρας κρισιμότητας, ηγήτορες (υπουργός και αναπληρωτής υπουργός) της ελληνικής διπλωματίας;
Ασφαλώς ο υπουργός είναι προσωπικότητα ευπρεπούς πολιτικού, με ευχέρεια λόγου, πείρα κοινοβουλευτική, επαρκή γλωσσομάθεια – όμως αρκούν αυτά τα προσόντα ή συγκρίνονται με τη θησαυρισμένη πείρα και ακονισμένη δεξιοτεχνία χαρισματικών ταλαντούχων διπλωματών που διαθέτει η χώρα μας;
Πρέσβεις ή διεθνολόγοι καθηγητές, με πείρα της στρατηγικής των προσβάσεων στους διεθνείς οργανισμούς, πολύτιμη οικειότητα με παράγοντες και επιτελεία πρωταγωνιστών της διπλωματίας σε πλανητικό επίπεδο – που την προσφορά τους στην πατρίδα τους την αποκλείουν τα κομματικά αλισβερίσια.
Και μια δεύτερη παραδειγματική αναφορά: Στη συνείδηση των Ελληνοφώνων σήμερα, ποια λογική συνδέει την υπουργό Παιδείας με το υπουργείο της; Ποια πείρα, ποια ξεχωριστά προσόντα, ποια εξειδίκευση, ποιο κατατεθειμένο συγγραφικό έργο; Με την ίδια ακριβώς δημόσια εικόνα της, θα μπορούσε να είναι υπουργός Συγκοινωνιών ή Εργασίας ή Εμπορίου.
Ασφαλώς θα γνωρίζει ο πρωθυπουργός πώς λειτουργούσε η γενιά του πατέρα του: Οταν οι Ελληνες ήξεραν, πως αν ψηφίσουν «Ενωση Κέντρου», την Παιδεία θα διαχειριζόταν ο Ευάγγελος Παπανούτσος, αν ψήφιζαν «ΕΡΕ», τη διαχείριση της Παιδείας θα είχε ο Κωνσταντίνος Γεωργούλης.
Ηταν και οι δυο κορυφαίες προσωπικότητες του πνευματικού βίου της χώρας, με πολύχρονη θητεία στη Μέση Εκπαίδευση, δάσκαλοι στην έδρα, δάσκαλοι δασκάλων στη μετεκπαίδευση, μαχητικοί μεταρρυθμιστές, πολυγράφοι και πασίγνωστοι συγγραφείς, συνεχώς παρόντες στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Διαφωνούσαν σε πολλά, αλλά με κατάδηλη ανιδιοτέλεια.
Ποιο αντίστοιχο σημάδι στον στίβο της εκπαίδευσης και του πνευματικού βίου της χώρας συνοδεύει το όνομα της σημερινής υπουργού Παιδείας; Σε τι διαφωνεί και σε τι διαφέρει από τον ανεκδιήγητο Γαβρόγλου ή τον Φίλη; Ποιο όραμα παιδείας τη συνεπαίρνει, ποια κοινωνία οραματίζεται, κατά τι παραλλάζει από μέτριο τεχνοκράτη υπάλληλο καριέρας;
Η δοκιμή που τόλμησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στο πολιτικό πεδίο της Αμυνας και της Υγείας, πρέπει να τον δίδαξε πολλά. Αν ήταν απλώς συμπτωματική η τόλμη του, θα φανεί πολύ σύντομα και θα προσγειώσει την έκπληξή μας. Τα υπουργεία πάντως Παιδείας και Πολιτισμού είναι κατεπείγουσα πρόκληση. Σκανδαλώδης.
Άρθρο του Χρήστου Γιανναρά στην «Καθημερινή»