Επιστολή της κυρίας Φρίντα Δημουλή προς την εφημερίδα Καθημερινή, με αφορμή το άρθρο του κ. Ευάνθη Χατζηβασιλείου με τίτλο: «Ο Αττίλας ΙΙ και η στάση της Ελλάδας»
Αγ. Παρασκευή 31 Μαρ. 2020
Κύριε Διευθυντά,
Διατρέχοντας στο laptop μου με μία ματιά το άρθρο της εφημερίδας σας με τίτλο «Ο Αττίλας ΙΙ και η στάση της Ελλάδας» (10-3-2020), είχα την αίσθηση ότι ο συντάκτης του επρόκειτο να είναι κάποιος στρατιωτικός. Ίσως να παρασύρθηκα και από τις μεγάλες φωτογραφίες που παρεμβάλλονται σ’ αυτό. Διαπίστωσα όμως ότι επρόκειτο για καθηγητή ιστορίας του ΕΚΠΑ και με πολλούς άλλους πολύ αξιόλογους και τιμητικούς θεσμικούς ρόλους στη χώρα μας.
Διαβάζοντάς το στη συνέχεια προσεκτικά και με πολύ ενδιαφέρον, τολμώ να πω ότι δεν κατάφερα να ξεκαθαρίσω περισσότερο το θέμα και επιπλέον μου γεννήθηκαν πρόσθετες απορίες για τον τρόπο προσέγγισης και ανάπτυξης των θλιβερών για μας αυτών ιστορικών γεγονότων, που συνάμα αποτελούν και μια ντροπή της διεθνούς πολιτικής μέχρι σήμερα.
Ως σκεπτόμενη θέλω να πιστεύω μέση ελληνίδα, με απασχολεί ό τι έχει σχέση με τα εθνικά μας θέματα, γιατί κυρίως βλέπω τη συνέχιση της χώρας μας μέσα από αυτά. Σε ό τι αφορά το Κυπριακό, η κοινή αίσθηση του Έλληνα είναι ότι μία είναι η Κύπρος, μία είναι η εισβολή (άσχετο αν έχει δύο φάσεις), ένας είναι ο Αττίλας (άσχετο αν φέρει δύο αριθμήσεις), μία είναι η κατοχή και ένας είναι ο περιβόητος «φάκελος της Κύπρου», που κρατείται μυστηριωδώς κλειστός και που κατά τον αρθρογράφο είναι μυθώδης.
Εμείς οι απλοί πολίτες που πονάμε το ίδιο με τους άλλους συμπολίτες μας τούτον τον τόπο, περιμένουμε από τους ακαδημαϊκούς μας και τους μεγαλοσχήμονες εν γένει ερευνητές να μας διαφωτίζουν, ανασύροντας την αλήθεια από όποιους κλειστούς ή ανοιχτούς φακέλους. Αν πάλι πρόκειται για μυθεύματα και πλαστές συνωμοσίες, όπως στην προκειμένη περίπτωση διατείνεται ο συντάκτης, ο ρόλος γίνεται ακόμα δυσκολότερος, αφού θα πρέπει να ξεριζώσουν από το μυαλό μας το μύθο με αδιάσειστα στοιχεία και τεκμηριωμένα επιχειρήματα.
Πάντως με ένα αφήγημα προσωπικών θέσεων, το τοπίο δεν ξεκαθαρίζει. Παραμένει θολό. Ίσως επί του προκειμένου, αν τη θέση των φωτογραφιών την έπαιρναν κάποιες μαρτυρίες ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν την περίοδο εκείνη, το άρθρο να ήταν πολύ πιο επωφελές για μας τους αναγνώστες.
Ωστόσο, τα πράγματα φαίνεται να είναι ξεκαθαρισμένα από τη σκοπιά του αρθρογράφου. Καταπιάνεται μόνο με τη δεύτερη φάση της εισβολής, προσπερνώντας γρήγορα-γρήγορα την πρώτη με μια απλή φράση «Στον πρώτο Αττίλα, η αποτυχία της ελληνικής πλευράς ήταν απόλυτη». Στη δεύτερη όμως φάση, που εξάλλου είναι και ο τίτλος του άρθρου του, κάνει μεγάλη διαδρομή σε σχηματικό κύκλο, ξεκινώντας από τον αείμνηστο πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή και κλείνοντας πάλι με αυτόν. Ο λόγος του, τουλάχιστον κατά πως εγώ τον εισπράττω, βγάζει μια αγωνιώδη προσπάθεια που αφορά περισσότερο στην υστεροφημία του κορυφαίου Έλληνα πολιτικού, παρά στην τεκμηριωμένη απόδειξη της ιστορικής αλήθειας.
Επιρρίπτει όλες τις ευθύνες και μάλιστα με απόλυτο τρόπο, λίγο δεξιότερα-λίγο αριστερότερα από το πολιτικό στίγμα του εν λόγω πολιτικού, αρκεί να μείνει καθαρός ο προσωπικός του χώρος. Με μεγάλη μου χαρά θα δεχόμουνα την άποψή του, εφόσον συμπίπτει με την ιστορική αλήθεια, μια και συμβαίνει ο εν λόγω κ. Καθηγητής να ασχολείται σήμερα με την υστεροφημία του μεγάλου αυτού ανδρός, αλλά και εγώ να υπερασπίζομαι και να συμμερίζομαι εν πολλοίς τις θέσεις του όταν ήταν εν ζωή.
«Απόλυτη αδυναμία εμπλοκής σε πόλεμο», «Στρατός εκτός ελέγχου», «Τον Αύγουστο, στον δεύτερο «Αττίλα» των τριών ημερών, δεν υπήρχε στρατιωτική επιλογή» είναι μερικές θέσεις του που εκφράζει με απόλυτο τρόπο. «… τη φράση ‘’η Κύπρος είναι μακράν’’ δεν φαίνεται ποτέ να είπε ο ίδιος» αναφέρει όχι με απόλυτο τρόπο αυτή τη φορά. Για να φθάσει προς το τέλος και να γράψει «Βέβαια, ο Ιωαννίδης δεν πίστευε ότι η Κύπρος είναι «μακράν» και γι’ αυτό έκανε ό,τι έκανε…». «Εκείνες τις ημέρες υπήρχε πράγματι καλή αεροπορία….., καλό Πολεμικό Ναυτικό· και αξιόμαχες επίλεκτες μονάδες, όπως καταδρομείς κ.α.». «Η ακτίνα δράσεως δεν είναι ένας σταθερός «αριθμός», αλλά ένα τόξο πιθανών τιμών», είναι ακόμα μερικές θέσεις που εκφράζονται στο άρθρο. Και, τέλος, σχετικά με τον περιβόητο φάκελο (έναν, δύο, κανέναν, δεν είμαι σε θέση να καταλάβω) αναφέρει: «Η φημολογία περί του μυθώδους φακέλου της Κύπρου….», «συγκροτήθηκε όχι ένας «φάκελος» με έγγραφα, αλλά μια σειρά μαρτυριών μεταγενέστερων…»
Προσωπικά, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν έχω ιδέα από στρατιωτικά θέματα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνομαι θέματα κοινής λογικής που αναφέρονται σ αυτά. Δικαιούμαι, λοιπόν, νομίζω να σχολιάσω και να ρωτήσω. Δεχόμαστε ότι ο Στρατός μας, με την έννοια της ολοκληρωμένης ένοπλης δύναμης, ήταν αξιόμαχος. Και φυσικά αυτός ο Στρατός ήταν ο ίδιος και τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974.
Τι είχε αλλάξει; Η πολιτική του ηγεσία. Άρα και η στρατηγική του. Έχουμε, ως εκ τούτου, δύο στρατηγικές για το ίδιο θέμα με συμπληρωματικά καταστροφικά αποτελέσματα. Πώς είναι δυνατόν τότε η δεύτερη στρατηγική να αποκαθαίρεται τελείως, επιφορτίζοντας εξ ολοκλήρου την πρώτη;
Ίσως ο αρθρογράφος να απαντούσε, ότι αυτό προσπαθεί να μας πείσει ότι η δεύτερη και τεράστια καταστροφή ήταν αναγκαστική συνέπεια της πρώτης. Δεν είναι διατεθειμένος να το δεχτεί ακριβώς έτσι ο εαυτός μου, γιατί χρειάζεται περισσότερα στοιχεία να γνωρίζει, που δεν τα γνωρίζει, ενώ δικαιούται να τα γνωρίζει. Και αυτό είναι που ζητάει από τους αξιόλογους ερευνητές, να του προσκομίσουν. Οι αυτόπτες μάρτυρες-πρωταγωνιστές έχουν αξιοποιηθεί αρκούντως;
Γιατί και σ αυτό το θέμα υπάρχει ασάφεια για τους απλούς πολίτες. Ή τα γεγονότα θα σβήνουν από τις μνήμες, καθώς και οι ζωντανοί μάρτυρες σιγά-σιγά θα αποχωρούν; Και να ρωτήσω κάτι ακόμα; Υπάρχει κάποια μεγάλη ιστορική στιγμή της χώρας μας, που να μην είχε δυσμενή στρατηγικά δεδομένα, όταν οι ηγέτες της έπαιρναν αποφάσεις και έγραφαν λαμπρές σελίδες δόξας; Εγώ δεν ξέρω. Όπως δεν ξέρω, μαζί και με πάρα πολλούς άλλους σαν και μένα, αν μια διαφορετική απόφαση για το Κυπριακό θα έφερνε καλύτερα ή χειρότερα αποτελέσματα. Αυτό αναζητούμε.
Τέλος, γι αυτές τις εγκάρδιες αγωνίες μας, να μην εκπλήσσει τον κ. Καθηγητή γιατί αναβιώνουν συζητήσεις αμφισβήτησης σχετικά με το αν η διαχείριση της κρίσης του Κυπριακού το 1974, είτε αφορά την πρώτη είτε τη δεύτερη φάση, έγινε με τον καλύτερο τρόπο από όποιον υπεύθυνο. Θα παραμένει ζητούμενο, όσο το θέμα θα βρίσκεται στο ημίφως. Όσο για την εξήγηση που μόνος του δίνει κλείνοντας το άρθρο του «….απλώς αποδεικνύει ότι αποδεχόμαστε τη «λογική» του Ιωαννίδη και τον τυχοδιωκτισμό του….», αρνούμαι να τη συζητήσω, παρότι χρησιμοποιεί ρήμα σε πρώτο πληθυντικό.
Κλείνοντας, και με κάθε σεβασμό προς τις πολλές θεσμικές ιδιότητές του αρθρογράφου, λέω ότι δεν έχω καμία απολύτως κακή προαίρεση και προπαντός καμία αντιπολιτευτική διάθεση να σταθώ απέναντί του. Η κριτική μου διάθεση προήλθε από μία άκρα μεροληψία που διέκρινα στο κείμενό του, με μία παράλληλη τροφοδότηση κομματικών διχασμών σε μια εποχή που δεν έχουμε την παραμικρή πολυτέλεια για κάτι τέτοιο.
Θα προτιμούσα την άκριτη προβολή του πόθου του να την εκφράζει περισσότερο για την ιστορία μας και λιγότερο για τα πρόσωπα που την υπηρέτησαν, έστω κι αν αυτά αγγίζουν το επίπεδο ακόμα και μιάς εθνικής προσωπικότητας.
Σας ευχαριστώ
Μια απλή πολίτης, πρώην Πολιτική Αναλύτρια στο Δημόσιο Τομέα
Φρίντα Δημουλή