Η Εκκλησία και η πνευματική αντίσταση επί τουρκοκρατίας

Ορθοδοξία Πατριδογνωσία

Κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός, ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη, ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ Φώτης Κόντογλου, ἀντιστάθηκε καί μέ τό ντουφέκι καί μέ τό φιλότιμο. Στήν πρώτη μορφή ἀντιστάσεως, τίς ἔνοπλες ἐξεγέρσεις, πρωτοστατοῦσαν οἱ κλεφταρματολοί, ἀλλά σημαντικός ἦταν καί ὁ ρόλος τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν ἁπλῶν ἱερέων.

Στήν δεύτερη μορφή ἀντιστάσεως, τήν πνευματική καί ἠθική, ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ὁ ἀδιαμφισβήτητος ἡγέτης καί καθοδηγητής. Τοῦτο ὁμολογοῦν καί οἱ ἀγωνιστές τοῦ 1821 πού ἔζησαν τά γεγονότα ἀπό κοντά.

Χαρακτηριστικά ὁ Δυτικομακεδών ὁπλαρχηγός Νικόλαος Κασομούλης γράφει στά “Ἐνθυμήματα Στρατιωτικά” καί τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα: “Ἀπό τά διάφορα ἱστορικά καί ἐκκλησιαστικά συγγράμματα καί ἀπό αὐτά τά πράγματα γνωρίζοντες ὅτι ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, ὁ χαρακτήρ καί τά ἔθιμα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μετά τήν πτῶσιν τοῦ Βασιλείου μας, ἐδιατηρήθησαν ὑπό τήν ἐπαγρύπνησιν τοῦ Κλήρου μας καί τῶν διαφόρων πεπαιδευμένων τοῦ Ἔθνους μας, καί διά τῆς κοινῆς εὐλαβείας πρός τήν ἁγίαν ἡμῶν Θρησκείαν…”.

Ἀλλά καί ὁ ἔντιμος Βρεταννός Βυζαντινολόγος, ὁ προσφάτως ἀποθανών Στῆβεν Ράνσιμαν, στόν Ἐπίλογο τοῦ βιβλίου του “Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν Αἰχμαλωσίᾳ” ἐπισημαίνει: ” Ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ἡ δύναμη πού διετήρησε τόν Ἑλληνισμό κατά τήν διάρκεια τῶν σκοτεινῶν αἰώνων…”.

Ἡ πνευματική αὐτή ἀντίσταση τοῦ Γένους καί ὁ Ἐθναρχικός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας μας κατά τήν περίοδο ἐκείνη ἀναδεικνύονται κυρίως στούς ἑξῆς τομεῖς:

1) Ἡ διαφύλαξη τῆς Πίστεως καί τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως. Κατά τήν διάρκεια τῆς δουλείας οἱ ἔννοιες Ὀρθόδοξος καί Ρωμηός ἦσαν σχεδόν ταυτόσημες. Ἐθνάρχης (Μιλλέτ-Μπασί) ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων τῆγς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ὁ Πατριάρχης, ἡ δέ ἀπώλεια τῆς θρησκευτικῆς ταυτότητος σήμαινε αὐτομάτως καί τήν ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος. Ὅποιος ἄλλαζε τήν Πίστη του εἴτε ἀκουσίως εἴτε ἑκουσίως τούρκευε ἤ φράγκευε, χανόταν γιά τόν Ἑλληνισμό.

Ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίσθηκε γιά νά σταματήσουν οἱ προσχωρήσεις Ὀρθοδόξων στό Ἰσλάμ. Ὁ Νεκτάριος Τέρπος καί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός εἶναι χαρακτηριστικά παραδείγματα μοναχῶν πού ἔδωσαν τήν πνευματική μάχη γιά νά ἀποτρέψουν τόν ἐξισλαμισμό τῶν ταλαιπώρων Ρωμηῶν καί γιά νά διατηρήσουν τήν ἑλληνικότητα τῆς γλώσσας καί τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως. Πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία διεφύλαξε τήν ἐθνική συνείδηση ἀκόμη καί σέ ἐκείνους τούς Χριστιανούς πού ἔχαναν τήν γλῶσσα. Οἱ τουρκόφωνοι Καππαδόκες στήν Μικρά Ἀσία κράτησαν τήν ἐθνική τους ταυτότητα, διότι παρέμειναν πιστά μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως οἱ Βαλαάδες τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας κράτησαν τήν ἑλληνική γλῶσσα, ἀλλά προσεχώρησαν στό Ἰσλάμ γιά νά ἀποκτήσουν προνόμια. Γρήγορα τούρκεψε ἡ συνείδησή τους καί χάθηκαν γιά τόν Ἑλληνισμό. Μιά ἄλλη ὁμάδα Χριστιανῶν πού ἐξισλαμίσδθηκε βιαίως τόν 17ο   αἰῶνα εἶναι οἱ Τσάμηδες στήν Θεσπρωτία. Ἡ ἀλλάγή τῆς Πίστεως ὁδήγησε σέ ἀπότομη ἀλλαγή τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεώς τους. Ἔγιναν φανατικοί τουρκαλβανοί καί διῶκτες τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέχρι καί τήν περίοδο τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου!

Οἱ μεγαλύτεροι ἀντιστασιακοί κατά τοῦ κατακτητῆ εἶναι οἱ Νεομάρτυρες. Τό παράδειγμα τῆς αὐτοθυσίας τους στερέωνε τήν Πίστη τῶν ὑποδούλων καί περιόριζε τούς ἐξισλαμισμούς. Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός στό βιβλίο του “Τουρκοκρατία”(ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1998) γράφει χαρακτηριστικά: “Τό μαρτύριο τῶν Νεομαρτύρων δείχνει καί τήν συμμετοχή τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀντίσταση καί τήν ἑνότητα τοῦ Γένους ἔναντι τοῦ τυράννου. Στήν ἐπιστροφή καί ὁμολογία τῶν Νεομαρτύρων συνέβαλλαν ἀποφασιστικά οἱ Γέροντες -Πνευματικοί τους. Σ’ αὐτούς κατέφευγαν, κυρίως στά
ἁγιορείτικα μοναστήρια, γιά νά μετανοήσουν καί νά εἰσαχθοῦν στήν πνευματική ζωή. Τά ἀσκητήρια ἔγιναν ἔτσι προμαχῶνες μπροστά στά κύματα τοῦ μουσουλμανισμοῦ…. “.

2) Ἡ Παιδεία, κρυφή καί φανερή. Πολλοί διερωτῶνται σήμερα: Ἦσαν οἱ Ὀθωμανοί ἀνεκτικοί ἤ καταπιεστικοί στό ζήτημα τῆς Παιδείας τῶν ὑποδούλων; Τήν ἀπάντηση μᾶς δίδει χωρίς προκαταλήψεις ὁ προαναφερθείς Στῆβεν Ράνσιμαν στό περισπούδαστο ἔργο του “Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν Αἰχμαλωσίᾳ” .Ἐκεῖ ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Σουλτάνος στήν Κωνσταντινούπολη δέν εἶχε ἐκδώσει ποτέ φιρμάνι πού νά ἀπαγορεύει τήν ἐκπαίδευση τῶν Ρωμηῶν, ἀλλά οἱ τοπικοί Ὀθωμανοί ἡγεμόνες ἦσαν ἀνεξέλεγκτοι στό θέμα αὐτό καί πολλάκις αὐθαιρετοῦσαν κατά τῶν ὑποδούλων. Ὅταν οἱ Ρωμηοί κατόρθωναν νά φιλοδωρήσουν τόν τοπικό μπέη τότελειτουργοῦσε σχολεῖο ἐλεύθερο, ἀλλά καί αὐτό γιά λίγα χρόνια. Στήν συνέχεια ἐδημεύετο τό κτίριο καί τά παιδιά ἐστέλλοντο στό σπίτι τους. Καί καταλήγει ὁ Ράνσιμαν: “Γιά τούς πιό πολλούς Τούρκους ἡ Παιδεία τῶν ὑποδούλων φυλῶν ἦταν κάτι τελείως ἀνεπιθύμητο”. Γι’ αὐτές , λοιπόν, τίς δύσκολες περιπτώσεις καί ἰδίως γιά τούς δύο πρώτους πού σκοτεινούς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας χρειάσθηκε νά λειτουργήσουν καί τά Κρυφά Σχολειά. Ὁ παπάς ἤ ὁ καλόγερος λαμβάνοντας τίς κατάλληλες προφυλάξεις δίδασκαν στά παιδιά τοῦ χωριοῦ τά “κολλυβογράμματα” μέ διδακτικά ἐγχειρίδια τό Ψαλτῆρι καί τήν Ὀκτώηχο.

Στήν ἐποχή μας ἐμφανίσθηκαν ὁρισμένοι ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβήτησαν τήν ὕπαρξη Κρυφοῦ Σχολειοῦ. Ἀφοῦ λειτούργησαν ὀνομαστά Ἑλληνικά Σχολεῖα ἐπί Τουρκοκρατίας, λένε, τί ἀνάγκη ὑπῆρχε γιά κρυφή ἐκπαίδευση; Προφανῶς λησμονοῦν τήν παρατήρηση τοῦ Ράνσιμαν , ὅπως ἐπίσης θέλουν νά ἀγνοοῦν τό γεγονός ὅτι τά γνωστά σχολεῖα τοῦ Γένους λειτούργησαν κυρίως μετά τό 1650. Στούς δύο πρώτους αἰῶνες τί γινόταν; Τούς διαψεύδουν ἐπίσης τά πάμπολλα τοπωνύμια σέ διάφορα μέρη τοῦ Ἑλληνισμοῦ πού ἀναφέρονται στό Κρυφό Σχολειό. Στά Γιάννενα, στήν Ἀρκαδία, στή Μάνη, στήν Ἴο, στήν Κρήτη, στήν Βοιωτία καί ἀλλοῦ, ἀκόμη καί σήμερα δείχνουν οἱ ντόπιοι μοναστήρια ἤ σπηλιές μέ τό ὄνομα Κρυφό Σχολειό. Τί συνέβη ἄραγε;Ἔπαθαν ὁμαδική παράκρουση οἱ κάτοικοι ὅλων αὐτῶν τῶν τόπων καί προσεχώρησαν σέ ἕνα “μύθο” πού καλλιεργεῖ ἡ Ἐκκλησία; Ἀλλά τήν πιό ἀποστομωτική ἀπάντηση στούς ἀρνητές τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ δίδει ὁ Γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πυώ στό βιβλίο του “Δυστυχισμένη Βόρειος Ἤπειρος”( ἑλλην. μετάφραση Ἀγόρως Λαζάρου, ἐκδ. Τροχαλία). Ὁ Πυώ ἐπεσκέφθη τό Ἀργυρόκαστρο τό 1913 μόλις εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπό τόν Ἑλληνικό Στρατό. Ἐκεῖ λοιπόν γνώρισε δεκάδες Ἑλληνόπουλα , τά ὁποῖα τοῦ ὁμολόγησαν ὅτι ἔκαναν κρυφά μαθήματα ἐπειδή οἱ Τοῦρκοί ἀπηγόρευαν τήν διδασκαλία τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας! Τοῦτο γινόταν στίς ἀρχές τοῦ 20 οῦ αἰῶνος. Σκεφθῆτε τί γινόταν σέ πολύ πιό δύσκολα χρόνια.

Ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό “κατασκευασμένους μύθους” γιά νά τονίσει τήν προσφορά της στήν Παιδεία τοῦ ὑποδούλου Γένους, διότι καί σέ ὅσα φανερά καί δημόσια σχολεῖα λειτουργοῦσαν ἡ παρουσία της ἦταν ἐμφανής καί καθοδηγητική. Ὁ Ἀπόστολος Βακαλόπουλος στό βιβλίο του “Νέα Ἑλληνική Ἱστορία 1204 -1985″ (ἐκδ. Βάνιας, ιστ’ ἔκδοση, Θεσσαλονίκη 1999) παρατηρεῖ: ” Ἕνα ὁρόσημο στήν ἱστορία τῆς παιδείας ἐπί τουρκοκρατίας ἀποτελεῖ ἡ ἵδρυση τῆς Πτριαρχικῆς Σχολῆς, τῆς γνωστῆς ἀργότερα Πατριαρχικῆς Ἀκαδημίας ἤ Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, ἀπό τόν πρῶτο Πατριάρχη μετά τήν Ἅλωση, τόν Γεννάδιο, στά 1454″. Πρέπει νά θυμίσουμε ἐπίσης τήν δράση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ὑπέρ τῆς ἱδρύσεως ἑλληνικῶν σχολείων καθώς καί τήν ἵδρυση τῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς στήν Κύπρο, στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί μετέπειτα Ἐθνομάρτυρα Κυπριανό. Πρόκειται γιά τό σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ἀλλά καί μόνο ἡ παρακολούθηση τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπό τούς πιστούς ἦταν ἕνα συνεχές μάθημα ἑλληνικῆς γλώσσας, ἐνῷ τά κηρύγματα τῶν κληρικῶν μετέδιδαν μήνυμα ἐλπίδας καί Ἀναστάσεως. Ἡ ρίζα τῆς Μεγάλης Ἰδέας δέν βρίσκεται μόνον στά δημοτικά ἄσματα, στούς θρύλους καί στίς παραδόσεις. Βρίσκεται καί στήν εὐχή “Χριστός Ἀνέστη, ἡ Ἑλλάς Ἀνέστη” πού ἀκουγόταν ὅταν γιόρταζαν τό Πάσχα οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες.

3) Τό κοινοτικό σύστημα. Στήν διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας οἱ αὐτοδιοικούμενες κοινότητες τῶν Ρωμηῶν ἀπετέλεσαν τόν αὐτοφυῆ πολιτικό θεσμό τοῦ Γένους , καλλιέργησαν τό δημοκρατικό φρόνημα καί βοήθησαν τούς ὑποδούλους νά ἀποφύγουν τήν μεγάλη ἀνάμιξη τῶν Ὀθωμανῶν στά ἐσωτερικά τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔβαλε ἔντονη τήν σφραγίδα της στόν θεσμό. Στήν πράξη ἡ κοινότητα ἀποτελεῖ συνέχεια καί προέκταση τῆς Ἐνορίας. Μετά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς οἱ Χριστιανοί, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τόν Ἐπίσκοπο ἤ τόν ἱερέα, συγκεντρώνονται στόν αὐλόγυρο τοῦ Ναοῦ καί συζητοῦν, ἀποφασίζουν, ψηφίζουν. Οἱ κοινότητες ἐκφράζουν τήν δημοκρατική παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου, ἀλλά καί τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖο τηρεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἤδη ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀρχίζει ἡ ἀποκέντρωση μέ θεσμούς τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως (μητροκωμία) στά χρόνια τῆς Ρωμανίας/Βυζαντίου, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τή νομοθεσία τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου. Τό πνεῦμα αὐτό βρίσκει ἐφαρμογή στῶν Ἑλλήνων τίς κοινότητες ἐπί Τουρκοκρατίας, ἀλλά καί στίς συντεχνίες πού ἄνθησαν κατά τήν περίοιδο ἐκείνη. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στό καταστατικό τῆς συντεχνίας τῶν Ἀμπελακίων Θεσσαλίας ὑπάρχουν συνεχεῖς ἀναφορές στό Εὐαγγέλιο, ἐνῶ ὡς συντάκτης ὑπογράφει ὁ Ἐπίσκοπος Πλαταμῶνος καί Λυκοστομίου Διονύσιος.

Καί σέ αὐτό τό θέμα κάποιοι ἀμφισβητίες προσπάθησαν νά μειώσουν τόν ρόλο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί παραδόσεως. Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ κοινοτικός θεσμός εἶναι ἔμπνευση τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων γιά νά συλλέγουν εὐκολώτερα τούς φόρους. Τότε, ὅμως, πῶς ἐξηγεῖται ἡ ἐπιτυχής λειτουργία τοῦ θεσμοῦ στούς Ἀποδήμους Ἕλληνες τῆς Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Εὐρώπης; Ἐκεῖ δέν ὑπῆρχαν Τοῦρκοι γιά νά ζητοῦν φόρους. Κι ὅμως οἱ κοινότητες τῶν Ἑλλήνων ἄνθησαν μέ ἐπίκεντρο πάντα τόν Ὀρθόδοξο Ναό καί τόν ἱερέα. Στήν Βιέννη, στήν Βενετία, στήν Τεργέστη, στό Λιβόρνο, στήν Ὀδησσό, στήν Νίζνα Οὐκρανίας, στό τότε αὐστριακό Σεμλίνο-Ζέμουν (σήμερα προάστιο τοῦ Βελιγραδίου) καί σέ πολλά ἄλλα μέρη τῆς ξενιτιᾶς οἱ Ἕλληνες λόγιοι καί πραματευτάδες συγκεντρώνονται γύρω ἀπό τήν Ἐκκλησία τους, ἱδρύουν κοινοτικούς θεσμούς ὅπως καί οἱ ὑπόδουλοι ἀδελφοί τους, διαβάζουν πατριωτικά κείμενα καί προετοιμάζουν μέ τόν τρόπο τους τήν Ἀνάσταση τοῦ Γένους.

Καθ’ ὅλην τήν διάρκεια τῆς δουλείας ὑπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἕνα μεγάλο καί διαρκές σχολεῖο ἐλπίδας, ὑπομονῆς, πνευματικῆς ἀντιστάσεως, ἠθικῆς ἐλευθερίας καί ἐθνικῆς ἀφυπνίσεως. Μόνον ἔτσι μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ ἡ Παλιγγενεσία. Καί μόνον ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ βαθειά Πίστη τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ 1821. “Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος” ξεκινᾶ ἡ προκήρυξη τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη τόν Φεβρουάριο τοῦ 1821. “Ὅταν πήραμε τά ὅπλα εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ Πίστεως καί ὕστερα ὑπέρ Πατρίδος” βροντοφώναξε ὁ Θ. Κολοκοτρώνης στούς μαθητές τοῦ πρώτου Γυμνασίου τῆς ἀπελευθερωμένης Ἀθήνας. Ἡ δέ προκήρυξη τοῦ Ἐπισκόπου Σαλώνων Ἠσαῒα καί τοῦ Ἀθανασίου Διάκου ἔγραφε ὅτι ἀγωνίζονται “γιά τόν Χριστό καί γιά τόν Λεωνίδα” ! Ἐπί τέσσερις ἤ καί πέντε αἰῶνες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν γιά τούς ὑποδούλους “τό πνευματικό πλάισιο μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἐκφραζόταν ἡ ἐθνική τους συνείδηση, ὁλόκληρος ὁ κόσμος τους, πού ἔκλεινε μέσα του τό ἔνδοξο παρελθόν καί τίς ἐλπίδες ἀπολυτρώσεως” γράφει ὁ Ἀπ. Βακαλόπουλος. Γι’ αὐτά βασανίσθηκαν καί γι’ αὐτά ἀγωνίσθηκαν οἱ πρόγονοί μας. Ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ὀφείλουμε νά μήν τούς διαψεύσουμε.

Κωνσταντίνος Χολέβας (από την ιστοσελίδα του)