Οι ήρωες μας διδάσκουν… πατριδογνωσία
Ο Ελληνισμός βίωσε τρομερά δεινά στο πέρασμα των αιώνων. Κατακτητές προσπάθησαν να απαλείψουν το έθνος μας από προσώπου γης. Χωρίς ίχνος ματαιοδοξίας ο Έλληνας είναι σε θέση να σταθεί απέναντι στον οποιοδήποτε και να βροντοφωνάξει ότι πέρασε πολλά. Έπεσε, αλλά πάντα κατάφερνε και στέκονταν ξανά όρθιος. Έχοντας πάντα ως οδηγό, τους προγόνους του.
Στην προκειμένη περίπτωση αναφερόμαστε στους οπλαρχηγούς του 1821. Εκείνους που πέρασαν τεράστιες κακουχίες και κλήθηκαν από την παιδική τους ηλικία να πάρουν τα βουνά, ώστε να αποφύγουν την ταπείνωση και τον εξευτελισμό.
Εκείνους που στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έμαθαν γράμματα, αλλά μόνο την «τέχνη» του πολέμου, όμως τα λόγια τους, όπως διασώθηκαν, αντηχούν ακόμη για την δύναμη και την αλήθεια τους.
Αποτελούν λοιπόν το πιο λαμπρό παράδειγμα, πως η ζωή είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο και η καρδιά το απαραίτητο συστατικό ώστε να αποφοιτήσει κάποιος.
Ας τα θυμηθούμε, με την ευχή οι κυβερνώντες να τα ακολουθήσουν μπροστά στα διλήμματα που τους παρουσιάζονται.
«Να μη παραιτήσω τα όπλα, προτού να ίδω ελεύθεραν την πατρίδα μου και εξωλοθρευμένους τους εχθρούς της».
Ορκος Ιερολοχιτών
«Ως μία βροχή έπεσεν εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί μας και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση…».
Θ. Κολοκοτρώνης, στην ομιλία του στην Πνύκα.
«Είναι καιρός νά αποτινάξωμεν τόν αφόρητον τούτον ζυγόν, νά ελευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τά νέφη τήν ημισέληνον νά υψώσωμεν τό σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν! λέγω τόν Σταυρόν, καί ούτω νά εκδικήσωμεν τήν Πατρίδα, καί τήν Ορθόδοξον ημών Πίστιν από τήν ασεβή τών ασεβών καταφρόνησιν…».
Αλέξανδρος Υψηλάντης, στην προκήρυξή του «Μάχου υπέρ πίστεως & πατρίδος».
«Έλα δω Σκατότουρκε, έλα να ακούσεις τα κέρατα σας! Τι θαρέψατε κι είναι ο πόλεμος και τον εκάνατε; Και τώρα δε ντρέπεστε να ζητάτε ειρήνη με κοτζάμ σκατοσουλτάνο Μαχμούτη που έχετε; Να χέσω κι αυτόν και τον βεζίρη σας και τον Σαλιχτέρ Μποδά την πουτάνα!».
Γεώργιος Καραϊσκάκης, απευθυνόμενος στον απεσταλμένο του Κιουταχή που τον συνάντησε για να διαπραγματευτεί ανακωχή.
«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω!»
Αθανάσιος Διάκος, απευθυνόμενος στον Ομέρ Βρυώνη.
«Τούτο τό εβεβαιώθην σωστότατα καί τό χρέος τής πίστεως καί ο πατριωτισμός δέν μέ αφίνουν πλέον νά τό υποφέρω και απεφάσισα μέ τήν χύσιν τού αίματός μου νά βεβαιώσω τήν πρός την πατρίδαν αγάπην καί ελευθερίαν τού γένους μας, αγροικήθηκα μέ όλους τούς άλλους Ναχαελίδας καί όλοι, μεγάλοι καί μικροί, προθυμότατοι νά χύσουν τό αίμα των διά τήν ελευθερίαν τής πατρίδος αναμένουν τό εδικό μας φέρσιμο»
Γεώργιος Βαρνακιώτης, απευθυνόμενος σε κατοίκους της Στερεάς Ελλάδας.
«Μπορεί να είμαστε λίγοι κι αδύναμοι, μα έχουμε μαζί μας τον Παντοδύναμο Θεό και θα νικήσουμε».
Στρατηγός Μακρυγιάννης, απευθυνόμενος στον Δεριγνί πριν την μάχη των Μύλων, όταν του μεταφέρθηκε πως ο Ιμπραήμ υπερτερεί αριθμητικά σε στρατό.
«Τι τη θέλουμε, βρε αδέρφια, αυτή τη πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε αποκάτου στην σκλαβιά, και το σπαθί των Τούρκων να ακονιέται στα κεφάλια μας; δεν τηράτε που τίποτα δεν μας απόμεινε;»
Οδυσσέας Ανδρούτσος, σε επιστολή του προς τους κατοίκους του Γαλαξιδίου
«Εγώ δια τούτω είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου… Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν οφέλειαν από την ζωή μου…».
Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, απευθυνόμενος σε όσους τον προέτρεπαν να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, ώστε να μην εκτελεστεί μετά την έναρξη της επανάστασης.
«Ο Έφορος της Ελλάδος Θεός ενέπνευσεν εις τας καρδίας των εχθρών μας άκραν δειλίαν και φόβον. Ελπίζω δε εντός ολίγου, με την βοήθειαν του Τιμίου Σταυρού και των θεοπειθών της πατρίδος ευχών, να σας χαροποιήσω…».
Ανδρέας Μιαούλης, απευθυνόμενος στην προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδος.
«Αύριο θα ξαναγίνει πόλεμος. Κι όποιος σταθεί άξιος, παίρνει το δίπλωμά του από τους Τούρκους».
Μάρκος Μπότσαρης, όταν έσκισε το δίπλωμα του στρατηγού που του απονεμήθηκε για τις υπηρεσίες του στο Μεσολόγγι, διαισθανόμενος ζήλια από ορισμένους άλλους οπλαρχηγούς.
«Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση».
Θ. Κολοκοτρώνης, στην ομιλία του στην Πνύκα.
«Άμποτε, Μάρκο ήρωα μου, να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο. Μάνα δεν γέννησε στην Ελλάδα δεύτερο Μάρκο».
Γεώργιος Καραϊσκάκης, όταν αντίκρισε το άψυχο σώμα του Μάρκου Μπότσαρη.
«Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι’ αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι, όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ».
Στρατηγός Μακρυγιάννης, στα απομνημονεύματά του.
«Οι Τούρκοι ήταν τόσοι, ώστε εάν έπτυαν επάνω μας θα μας έπνιγαν αναμφιβόλως. Αλλά ο παντοδύναμος Θεός δεν το έπέτρεψε καί μας έσωσε».
Κωνσταντίνος Κανάρης, απευθυνόμενος μετά την Επανάσταση στον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
«Εις τοιαύτην όντες κατάστασιν στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα, και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων. Πάσα προς αλλήλους μας φατρία και διχόνοια, ως καρποί της τυραννίας απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης, και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας».
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ως εκπρόσωπος της μεσσηνιακής γερουσίας σε γράμμα του προς τις ευρωπαϊκές αυλές.
«Αν ήμουνα εγώ Παναγιά θα τους έπνιγα όλους αυτούς τους μασκαράδες, που έχουνε χέρια και άρμενα και καρτεράνε να τους γλυτώσει το εικόνισμα! Σύρε πες τους να το βάλουν στον τόπο του και να ‘ναι έτοιμοι να μανουβράρουνε καθώς θα τους παραγγείλω, εγώ παίρνω επάνω μου να τους γλυτώσω»
Ανδρέας Μιαούλης, όταν είδε τους ναύτες τους να πετάνε στη θάλασσα μία εικόνα της Παναγίας και να προσεύχονται σε Αυτή ώστε να κοπάσει η καταιγίδα.
«Έλληνες ποτέ μην ξεχνάτε το χρέος σε Θεό και σε Πατρίδα! Σ’ αυτά τα δύο σας εξορκίζω ή να νικήσουμε ή να πεθάνουμε κάτω από την Σημαία του Χριστού».
Παπαφλέσσας, απευθυνόμενος σε κατοίκους της Πελοποννήσου.
«Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον Ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν! λέγω τον Σταυρόν … Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι, η Πατρίς Μάς Προσκαλεί!»
Αθανάσιος Διάκος, απευθυνόμενος σε κατοίκους της Λιβαδειάς.
«Όταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε δια ψυχογυιόν δεν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς».
Στρατηγός Μακρυγιάννης, στα απομνημονεύματά του αναφερόμενος στον Γεώργιο Καραϊσκάκη που είχε κατηγορηθεί αδίκως από πολλούς Ελληνες κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
«Τα παλικάρια μου, μου πρόσφεραν τούτη την ταμπακιέρα κι ένα σπαθί στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Το σπαθί το χάρισα στη διοίκηση της Ύδρας, για να χρησιμεύσει στο αρμάτωμα του στόλου που τόσο χρειάζεται στην πατρίδα. Την ταμπακιέρα τη στέλνω σε σένα που μου είσαι το πιο αγαπημένο πρόσωπο που έχω στον κόσμο ύστερα από την Πατρίδα…»
Νικηταράς, σε γράμμα προς τη σύζυγό του.
«Απόψε Κωσταντή θα πεθάνεις για την Ελλάδα».
Κωνσταντίνος Κανάρης, όταν τον ρώτησαν πως κατάφερε να πυρπολήσει στη Χίο την τουρκική ναυαρχίδα.
«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, για την προδότη Δημήτρη Νενέκο
«Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά, μαύρα βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακούβας είναι θολό και κρατάει τα βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές, ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να ’ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος κι απ’ τη δική σας την αυτοκρατορία. Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια. Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο κι ύστερα χάνονται.
Εκεί απάνω, σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά. Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα».
Μάρκος Μπότσαρης, σε επιστολή του όπου ανέφερε το πώς βλέπει την Ελλάδα.
«Έχασα τον σύζυγόν μου. Ευλογητός ο Θεός! Ο πρεσβύτερος υιός μου έπεσε με τα όπλα ανά χείρας. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος και μόνος υιός μου, 14ετής την ηλικίαν, μάχεται μετά των Ελλήνων και πιθανώς να εύρη ένδοξον θάνατον. Ευλογητός ο Θεός! Υπό το σημείον του Σταυρού θα ρεύση επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσωμεν ή θα παύσωμεν μεν ζώντες, αλλά θα έχωμεν την παρήγορον ιδέαν, ότι εν τω κόσμω δεν αφήσαμεν όπισθεν ημών δούλους τους Έλληνας».
Μπουμπουλίνα, απευθυνόμενη στους Δημογέροντες της Υδρας
«Σ’ ευχαριστώ, Παρθένα μου, που τους γλίτωσες κι αυτή τη φορά… Μα εγώ πάντα ξεγραμμένους τους έχω».
Δέσπω Τζαβέλλα, απευθυνόμενη σε έναν συμπολεμιστή των δύο της γιων, του Κίτσου και του Ζυγούρη, όταν της μετέφερε μετά από μία μάχη πως αμφότεροι επέζησαν.
«Εγώ, η φαμίλια μου, τα’ άρματά μου, ό,τι έχω είναι για την Ελλάδα».
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του.
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Και εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον, και αυτός μου αποκρίθηκε να μήν σε προσκυνήσω, και αν έλθεις κατ’ απάνω μου,ευθύς να πολεμήσω».
Γεώργιος Καραϊσκάκης, απευθυνόμενος σε επιστολή του στον Μαχμούτ Πασά.
«Τον περισσότερο καιρό της ζωής μου πού τον επέρασα; Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τον επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά, τα καρτέρια των δρόμων οι λόγγοι και τα άγρια θηρία είναι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγε Τούρκος από τα χέρια μου αν ζύγωνε καμμιά πενηνταριά οργιές».
Οδυσσέας Ανδρούτσος, σε επιστολή του προς τον Αναστάσιο Λόντο.
«Τους κερατάδες ! Μου χύσανε την φασουλάδα μου».
Ανδρέας Μιαούλης, απευθυνόμενος στον Γεώργιο Σαχτούρη για τους Τούρκους, όταν τον επισκέφθηκε στην καμπίνα του μετά από μία οβίδα που έπληξε το πλοίο του πρώτου.
«Δικό σου είναι Παναγία μου…»
Κωνσταντίνος Κανάρης, όταν μετά την επιστροφή του στα Ψαρά από την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο, του προσέφεραν ένα δάφνινο στεφάνι και εκείνος το εναπόθεσε στην Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του νησιού του.