Η έναρξη της δράσης του ένοπλου ενωτικού κινήματος της ΕΟΚΑ, την 1η Απριλίου 1955, αναμφίβολα αποτέλεσε σοβαρή πρόκληση για το βρετανικό αποικιακό καθεστώς στην Κύπρο. Η Βρετανία, μη μπορώντας πλέον να αρνείται την ύπαρξη ενός Κυπριακού Προβλήματος, κατέφυγε σε πρωτοβουλίες στο διπλωματικό πεδίο (Τριμερής Διάσκεψη – Αύγουστος 1955), ώστε να ελέγξει την κατάσταση στο νησί.
Παράλληλα, υιοθέτησε μια σειρά αντεπαναστατικών μέτρων σε επίπεδο αστυνόμευσης: κήρυξη της Κύπρου σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αύξηση του προσωπικού και των αρμοδιοτήτων του Στρατού και της Αστυνομίας, επιβολή κατ’ οίκον περιορισμών ή συλλογικών προστίμων, διεξαγωγή εκτεταμένων επιχειρήσεων έρευνας, εφαρμογή εκτεταμένων συλλήψεων και εγκλεισμού πολιτικών καταδίκων σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, εκτοπισμό του ηγέτη των Ελλήνων της Κύπρου (Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄) και εφαρμογή της θανατικής ποινής δι’ απαγχονισμού.
Τα πρώτα μέλη της ΕΟΚΑ στα οποία εφαρμόστηκε η θανατική ποινή ήταν οι Μιχαλάκης Καραολής και Ανδρέας Δημητρίου. Ο Καραολής ήταν 22 ετών. Προερχόταν από τα μεσαία στρώματα της κυπριακής κοινωνίας. Κατείχε υψηλό επίπεδο μόρφωσης για τα δεδομένα της εποχής (απόφοιτος της Αγγλικής Σχολής), προσόν το οποίο του εγγυάτο ευοίωνες προοπτικές για την επαγγελματική του σταδιοδρομία στον δημόσιο τομέα.
Ηταν μέλος των πρώτων εκτελεστικών ομάδων της ΕΟΚΑ που συστάθηκαν στη Λευκωσία, έχοντας ως αποστολή την εξουδετέρωση μελών της Αστυνομίας ή πληροφοριοδοτών τους. Μαζί με τον Ανδρέα Παναγιώτου (οι «εκτελέσεις» γίνονταν συνήθως από διμελείς ομάδες), πραγματοποίησαν την εκτέλεση του Ηρόδοτου Πουλλή. Ο Πουλλής ήταν Ελληνοκύπριος αστυνομικός, μέλος του Ειδικού Κλάδου (Special Branch) της Αστυνομικής Δύναμης, ενός κρίσιμου κλιμακίου για τη συλλογή πληροφοριών για την ΕΟΚΑ.
Η εκτέλεση του Πουλλή έγινε στις 28 Αυγούστου 1955. Οι σφαίρες προήλθαν από το όπλο του Ανδρέα Παναγιώτου. Ακολούθως, οι δράστες προσπάθησαν να διαφύγουν αρχικά τρέχοντας και μετά επιβαίνοντας πάνω σε ποδήλατα. Η ταυτότητα του Καραολή ως ενός από τους εκτελεστές εντοπίστηκε από τον αριθμό αδείας του ποδηλάτου του. Συνελήφθη αργότερα, κατά την προσπάθειά του να προωθηθεί στις ορεινές περιοχές, ώστε να ενταχθεί στις αντάρτικες ομάδες της ΕΟΚΑ (πρακτική που ακολουθούσε η οργάνωση ώστε να μην αδρανοποιούνται τα καταζητούμενα από τους Βρετανούς μέλη της).
Ο Ανδρέας Δημητρίου ήταν 21 ετών και ήταν επίσης στρατολογημένος στην ΕΟΚΑ. Εκανε αισθητή την παρουσία του στους κόλπους της οργάνωσης λόγω της συμβολής του στην αρπαγή οπλισμού από τις στρατιωτικές αποθήκες Αμμοχώστου όπου εργαζόταν. Συνελήφθη όταν τον Νοέμβριο του 1955 πυροβόλησε εναντίον ενός Βρετανού που θεωρείτο μέλος των μυστικών υπηρεσιών.
Παρόλο που το θύμα δεν σκοτώθηκε, ο Δημητρίου καταδικάστηκε σε θάνατο σύμφωνα με τις διατάξεις που μόλις είχαν εισαχθεί στο νομοθετικό πλαίσιο της Κατάστασης Ανάγκης και που προνοούσαν την επιβολή της θανατικής καταδίκης ακόμη και για όσους οπλοφορούσαν.
Διεθνές ενδιαφέρον για την πρώτη δίκη
Η περίπτωση του Καραολή ήταν η πρώτη που απασχόλησε τόσο έντονα το δημόσιο ενδιαφέρον, λόγω του ενδεχομένου της θανατικής ποινής για σχετιζόμενες με την ΕΟΚΑ ενέργειες, της αδυναμίας εξεύρεσης αδιάσειστων αποδείξεων, αλλά και του νεαρού της ηλικίας του κατηγορουμένου.
Το δικαστήριο ξεκίνησε τις εργασίες του στις 24 Οκτωβρίου 1955 με ανώτατο δικαστή έναν Βρετανό και πάρεδρους έναν Ελληνοκύπριο και έναν Τουρκοκύπριο. Εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς, Τουρκοκύπριος, ο οποίος έπαιξε αργότερα ηγετικό ρόλο –κυρίως μετά το 1960– στις προσπάθειες του τουρκοκυπριακού στοιχείου για επιβολή της Διχοτόμησης ως λύσης για το Κυπριακό Ζήτημα.
Το δικαστήριο στηρίχτηκε στις καταθέσεις δύο Τουρκοκυπρίων αστυνομικών για την τελική καταδίκη του Καραολή σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Στις 14 Νοεμβρίου 1955 το ανώτατο δικαστήριο της Κύπρου κατακύρωσε την ποινή του Καραολή. Ο κατηγορούμενος ακολούθως προσέφυγε στην Επιτροπή Δικαιοσύνης του Βρετανικού Συμβουλίου του Κράτους, ενώ αιτήθηκε απονομή χάριτος από τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου, Ελισάβετ Β΄ (ο Albert Camus, διάσημος Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος, υποστήριξε ανοιχτά το αίτημα του Καραολή).
Οι προσπάθειές του δεν στέφθηκαν από επιτυχία. Οταν η έφεση του Καραολή εξετάστηκε από το Συμβούλιο του Στέμματος τον Απρίλιο του 1955, απορρίφθηκε – το ίδιο και η αίτηση προς τον τότε Κυβερνήτη της Κύπρου, στρατάρχη σερ Τζον Χάρντινγκ, για την απονομή χάρης.
Η στάση του Χάρντινγκ δύναται να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αρχής «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», όντας καθ’ όλον τον βίο του διαπρύσιος πολέμιος της κατάργησης της θανατικής ποινής. Επίσης, η εν γένει αίσθηση που κυριαρχούσε εντός των κλιμακίων των Δυνάμεων Ασφαλείας της Βρετανικής Διοίκησης στην Κύπρο, ήταν ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στην αποικία δεν δίωκε με την αρμόζουσα αυστηρότητα τους «τρομοκράτες» της ΕΟΚΑ.
Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, το ηθικό των δυνάμεων επιβολής θα μειωνόταν σε περίπτωση επίδειξης επιείκειας, γεγονός που θα επιβάρυνε την επιτυχή συνέχιση της εκστρατείας καταστολής της ελληνοκυπριακής επανάστασης. Συνεπακόλουθα, στις 8 Μαΐου 1956, το Εκτελεστικό Συμβούλιο της Κύπρου (η σύνθεση του οποίου περιλάμβανε τέσσερις Βρετανούς και έναν Τουρκοκύπριο), απεφάνθη τελεσίδικα υπέρ της εκτέλεσης των Καραολή και Δημητρίου.
Οι αντιδράσεις
Η απόφαση για επιβολή της θανατικής ποινής είχε πυροδοτήσει ήδη έντονες αντιδράσεις. Για παράδειγμα, διοργανώθηκαν μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις από τον μαθητόκοσμο της Κύπρου, ακολουθώντας οδηγίες της ΕΟΚΑ. Το αποικιακό καθεστώς αντέδρασε εφαρμόζοντας μια πολιτική διακοπής της λειτουργίας των σχολείων ή της κρατικής χρηματοδότησής τους.
Το μέτρο αυτό δημιούργησε έναν φαύλο κύκλο, εφόσον περισσότεροι μαθητές ήταν απαλλαγμένοι από τις ασχολίες τους και άρα διαθέσιμοι για τη δημιουργία περισσότερων αναταραχών, οι οποίες συχνά κατέληγαν σε αιματηρές οδομαχίες με τις δυνάμεις καταστολής των Βρετανών.
Ενόσω διαρκούσαν οι διαδικασίες της δίκης των Καραολή και Δημητρίου, μέλη της ΕΟΚΑ προχώρησαν στην απαγωγή δύο Βρετανών δεκανέων εκδηλώνοντας πρόθεση να τους ανταλλάξουν με τους δύο αγωνιστές. Παράλληλα προειδοποίησαν ότι αν οι Βρετανοί εφάρμοζαν τη θανατική ποινή, τότε η οργάνωση θα εκτελούσε τους δύο Βρετανούς στρατιωτικούς.
Οσον αφορούσε τις εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα σε συνάρτηση με τις υποθέσεις των καταδικασθέντων αγωνιστών, μερίδα του Τύπου επετίθετο συνεχώς στον Ελληνα υπουργό Εξωτερικών Σπύρο Θεοτόκη (πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής) με την κατηγορία ότι δεν υπήρξε επαρκής στις πιέσεις του προς τη βρετανική κυβέρνηση για ματαίωση των εκτελέσεων. Οι Βρετανοί διπλωμάτες στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δέχτηκαν απειλές για τη ζωή τους.
Ο Θεοτόκης απευθύνθηκε προς τον Αμερικανό ομόλογό του Tζον Φόστερ Ντάλλες για μεσολάβηση προς τη Βρετανία. Ο Ντάλλες όντως συζήτησε το θέμα με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, Σέλγουιντ Λόιντ, χωρίς ωστόσο να μεταπείσει τη βρετανική πλευρά. Παρόμοια έκκληση κατά των εκτελέσεων απηύθυνε και η Αμερικανική Εργατική Ομοσπονδία. Στο βρετανικό Κοινοβούλιο, βουλευτές του Εργατικού Κόμματος κατέβαλαν προσπάθειες εναντίον των καταδικαστικών αποφάσεων.
Στις 9 Μαΐου 1956 η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη συνταράχτηκαν από εκτεταμένες διαδηλώσεις που αντανακλούσαν την άνοδο των αντιβρετανικών αλλά και αντιαμερικανικών συναισθημάτων στην ελληνική κοινωνία. Ιδίως στην Αθήνα σημειώθηκαν επεισόδια μεταξύ των διαδηλωτών και της αστυνομίας με αποτέλεσμα νεκρούς και τραυματίες.
Η εκτέλεση και η ταφή των αγωνιστών
Ο απαγχονισμός των Καραολή και Δημητρίου πραγματοποιήθηκε από τις βρετανικές αρχές τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Μαΐου 1956, όπως ανακοινώθηκε σχετικά από το ραδιόφωνο. Επρόκειτο για την έναρξη της σειράς των εννέα συνολικά εκτελέσεων που τερματίστηκε με τον απαγχονισμό του 17χρονου ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη (το 1957). Στην Κύπρο δεν σημειώθηκαν αντιδράσεις, δεδομένου ότι ολόκληρο το νησί πενθούσε.
Στο άκουσμα της είδησης των απαγχονισμών η ΕΟΚΑ ανακοίνωσε ότι εκτέλεσε εις αντίποινα τους δύο Βρετανούς δεκανείς. Επρόκειτο για μια ενέργεια που αποδοκιμάστηκε από την κυπριακή κοινωνία με αποτέλεσμα να μην επαναληφθεί.
Στην Ελλάδα οι εκτελέσεις σηματοδότησαν μια σειρά από εξελίξεις: η ελληνική κυβέρνηση για ορισμένο διάστημα υιοθέτησε αυστηρότερη στάση έναντι της Βρετανίας. Στην Αθήνα, η οδός όπου βρισκόταν το κτίριο της Βρετανικής Πρεσβείας μετονομάστηκε σε «οδός Καραολή και Δημητρίου».
Επίσης, πυροδοτήθηκαν έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στη Βουλή. Το βεβαρημένο κλίμα δεν οδήγησε σε παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή όπως απαίτησε η αντιπολίτευση. Εντούτοις, ο Θεοτόκης παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος επρόκειτο στα επόμενα χρόνια να δώσει το δικό του στίγμα σχετικά με την ελληνική εξωτερική πολιτική για το Κυπριακό.
Τα «Φυλακισμένα Μνήματα»
Τα σώματα των Καραολή και Δημητρίου ετάφησαν σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στον περίβολο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας, δίπλα από τα κελιά των μελλοθάνατων (Block 8) και την αίθουσα της αγχόνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι επετράπη σε έναν ιερέα να τελέσει τη νεκρώσιμη ακολουθία (σύμφωνα με το Ορθόδοξο δόγμα) μόνο έξω από την κλειστή είσοδο του μικρού «κοιμητηρίου».
Ο συγκεκριμένος χώρος χρησιμοποιήθηκε για την ταφή των εννέα απαγχονισθέντων από τις βρετανικές αρχές κατά τη διάρκεια του Κυπριακού Αγώνα (Μιχαλάκης Καραολής, Ανδρέας Δημητρίου, Χαρίλαος Μιχαήλ, Ανδρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος, Μιχαήλ Κουτσόφτας, Στέλιος Μαυρομμάτης, Ανδρέας Παναγίδης, Ευαγόρας Παλληκαρίδης). Επίσης, στο ίδιο σημείο τοποθετήθηκαν τα σώματα ακόμη τεσσάρων σημαινόντων αγωνιστών της ΕΟΚΑ που έπεσαν μαχόμενοι (Γρηγόρης Αυξεντίου, Μάρκος Δράκος, Στυλιανός Λένας, Κυριάκος Μάτσης), των οποίων τις κηδείες προσπάθησαν οι Βρετανοί να αποτρέψουν από το να εξελιχθούν σε παλλαϊκές διαδηλώσεις.
«Του ανδρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται»
Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους το 1960, το ιδιαίτερο αυτό «κοιμητήριο» διαμορφώθηκε σε μουσειακό χώρο, τα «Φυλακισμένα Μνήματα», όπου σε περίοπτη θέση δεσπόζει μια πολύ γνωστή ρήση που συναντάται σε ανάλογου τύπου ελληνικούς μνημειακούς χώρους: «Του ανδρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται»
Δρ Ανδρέας Κάρυος