Χαμηλά αντανακλαστικά και μειοδοσία

Αρθρογραφία Εθνικά

Η πολιτική της δικτατορίας στο Κυπριακό

Οι χουντικοί σε κάθε συνάντηση επισήμαναν προς τους Κυπρίους ομολόγους τους τη στρατιωτική ανωτερότητα της Τουρκίας και την αδυναμία της Ελλάδας να προστρέξει σε βοήθεια της Κύπρου…

Στις 21 Απριλίου συμπληρώθηκαν 53 έτη από την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος από μια ομάδα ανώτερων αξιωματικών και την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος στη χώρα, το οποίο θα καταρρεύσει υπό το βάρος της χειρότερης τραγωδίας του ελληνισμού μετά την μικρασιατική καταστροφή, της εισβολής και διχοτόμησης της Κύπρου.

Μάλιστα αν έχουν δημιουργηθεί φοβικά σύνδρομα έναντι της Τουρκίας στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στα γεγονότα εκείνων των ημερών. Να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό, ότι το άρθρο αντλεί στοιχεία από την προσωπική διπλωματική εργασία.

Μεταπολιτευτικά σε Ελλάδα και Κύπρο, τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής περιβλήθηκαν από έναν «μανδύα συνομωσιολογίας, συσκότισης και διαστρέβλωσης», προκειμένου να αιτιολογηθούν λανθασμένοι χειρισμοί στρατιωτικών και πολιτικών ταγών. Αποδόθηκαν χαρακτηρισμοί «προδοτών» σε μοιρολάτρες και αφελείς – ως προς τα γεωπολιτικά αντανακλαστικά – δικτάτορες, οι οποίοι ατυχώς και με αφροσύνη ώθησαν την κατάσταση προς την καταστροφή.

Συγκαλύφθηκαν οι παραλείψεις επί της αμυντικής προετοιμασίας για το ενδεχόμενο μιας θερμής αναμέτρησης και γενικότερα επικράτησε ένας γενικότερος αποπροσανατολισμός ως προς το πραγματολογικό πλαίσιο και τη διάσταση των τεκταινομένων σε Ελλάδα, Κύπρο, Τουρκία και γενικότερα στο διεθνοπολιτικό «γίγνεσθαι».

Στο παρόν κείμενο θίγουμε τον τρόπο με τον οποίον η δικτατορία χειρίστηκε το μείζων ζήτημα του Κυπριακού, καθώς πάντα μερίδα πολιτών στην Ελλάδα υπερτονίζει το πατριωτικό χαρακτήρα των δικτατόρων. Ασφαλώς το άρθρο επισημαίνει επιγραμματικά τα σημεία εξαιτίας των αντικειμενικών περιορισμών.

Ποια τα χαρακτηριστικά της πολιτικής που αποδεικνύουν τα μειωμένα γεωπολιτικά αντανακλαστικά και τη μειοδοσία εις βάρος των Κυπρίων, εκτός του τραγικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974;

Η χούντα προτίμησε την πολιτική της απευθείας συνεννόησης με την Άγκυρα, κατ’ εντολή Λονδίνου και Ουάσιγκτον, διότι η πολιτική διεθνοποίησης που ακολουθούσε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέτρεπε την εμπλοκή της ΕΣΣΔ σε μια περιοχή η οποία αποτελούσε το επίκεντρο των διεθνοπολιτικών εξελίξεων εξαιτίας της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Η ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής στην Κεσσάνη αποτέλεσε την αφετηρία.

Μετά την κρίση στην Κοφίνου και τον Άγιο Θεόδωρο, απέσυραν μια Μεραρχία η οποία μεταφέρθηκε κρυφά από τον Γεώργιο Παπανδρέου στην Κύπρο. Έναντι της απόσυρσης της ελληνικής Μεραρχίας, η Άγκυρα απέσυρε – ως χειρονομία καλής θέλησης – την απειλή για απόβαση. Μια απειλή η οποία εφόσον είχε αξιολογηθεί ορθολογικά, τεκμαίρονταν ότι δεν μπορούσε να υλοποιηθεί εξαιτίας τεχνικών περιορισμών. Επιπλέον και σύμφωνα με τα γεγονότα της πρώτης εισβολής (20-22 Ιουλίου), εάν η Μεραρχία βρίσκονταν στο κυπριακό έδαφος, η εξάλειψη των δύο τουρκικών προγεφυρωμάτων από την πρώτη μέρα του πολέμου, θα πρέπει να θεωρείται βεβαιότητα.

Η Αθήνα κατήγγειλε με πρωτοφανή δριμύτητα στα διεθνή φόρα την απόπειρα της Λευκωσίας να αποκτήσει ένα πακέτο όπλων από χώρα του ανατολικού μπλοκ και συγκεκριμένα την Τσεχοσλοβακία. Μέσα στο πακέτο όπλων είχαν συμπεριληφθεί αντιαεροπορικοί πύραυλοι SA-2. Δεδομένης της αποτελεσματικότητας τους στο μέτωπο του Βιετνάμ, μπορούμε να αναλογιστούμε ποια θα ήταν η επίπτωση στις τάξεις της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας και γενικότερα στην εξέλιξη των τουρκικών επιχειρήσεων (καθότι σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία της απόβασης κρίθηκε από την παρουσία ισχυρής αεροπορικής υποστήριξης).

Η δικτατορία αξιολόγησε τον κομμουνιστικό κίνδυνο ως ιεραρχικά σπουδαιότερο έναντι της τουρκικής απειλής και εργάστηκε προς την κατεύθυνση συνεννόησης με την Τουρκία εις βάρος του Μακαρίου. Οι σχέσεις Χούντας-Μακαρίου έβαιναν διαρκώς επιδεινούμενες, εξαιτίας των διπλωματικών ανοιγμάτων του Μακαρίου προς το κίνημα των Αδεσμεύτων. Οι χουντικοί προσφωνούσαν τον Μακάριο «κόκκινο παπά» και διαπραγματεύτηκαν σχέδια μείωσης της διεθνοπολιτικής οντότητας της Κύπρου.

Σε κάθε συνάντηση επισήμαναν προς τους Κυπρίους ομολόγους τους τη στρατιωτική ανωτερότητα της Τουρκίας και την αδυναμία της Ελλάδας να προστρέξει σε βοήθεια της Κύπρου, δια τούτο απαιτούσαν την πλήρη υποταγή της Κύπρου στο «εθνικό κέντρο» ώστε να μην προκληθεί ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Το έτος 1971, μέσα σε πρωτόγνωρο κλίμα ρήξης θα υπάρξει ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας για την πορεία του Κυπριακού, αλλά την ίδια στιγμή η ελληνική πολεμική αεροπορία θα διεξάγει κοινές ασκήσεις με μονάδες του ΝΑΤΟ στη Λάρισα, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας (σμήνος F-104).

Δεν κρίνω την ανάγκη να γράψω συμπεράσματα. Θεωρώ ότι ο ορθολογικός αναγνώστης έχει ήδη αποφανθεί.

Νικόλαος Παούνης