Του Σαράντου Ἰ Καργάκου
Ὅταν ὁ ἐπιφανῆς Τοῦρκος πολέμαρχος Μεχμέτ Ρεσίτ, γνωστότερος ὡς Κιουταχῆς, ἄρχισε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1825 νὰ πολιορκεῖ τὸ Μεσολόγγι, θέλησε νὰ διασφαλίσει τὰ νῶτα του καὶ τὰ πλευρὰ του ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Ἀνατ. Στερεᾶς.
Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἀπέστειλε ἰσχυρὸ σῶμα Τουρκαλβανῶν, ποὺ εἶχαν ἐντολὴ νὰ καταλάβουν ὅλα τὰ περάσματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Ἀνατ. Στερεᾶς θὰ μποροῦσαν νὰ στέλνουν ἐπικουρίες στὸ πολιορκημένο Μεσολόγγι.
Οἱ Τουρκαλβανοὶ, ἀφοῦ κατέστρεψαν τὴν Βιτρινίτσα, ποὺ σήμερα ἔχει λάβει τὸ ἀρχαῖο ὄνομα Τολοφῶν, ἅπλωσαν παντοῦ ἕνα πέπλο φόβου καὶ πανικοῦ. Ἀρχηγὸς τῶν Τουρκαλβανῶν ἦταν ὁ Μουσταφάμπεης, ὁ ἀντικαταστάτης (Κεχαγιᾶς) τοῦ Κιουταχῆ, αὐτὸς ποὺ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1826 εἶχε τέλος κακὸ στὴ μάχη τῆς Ἀράχοβας.
Στὴ φάση αὐτὴ δεσπόζουσα φυσιογνωμία στὴν περιοχὴ ἦταν ὁ Γιάννης Γκούρας, ποὺ, παρὰ τὸν κακό χαρακτῆρα του, εἶχε ἀναμφισβήτητες στρατιωτικὲς ἱκανότητες.
Ὁ Γκούρας, λοιπὸν, ἀφοῦ νίκησε τὸν Ἀμπάζ πασᾶ Ντίμπρα στὴ Δαύλεια καὶ στὸ Τουρκοχώρι, συγκέντρωσε τὶς δυνάμεις του πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ Διστόμου, ποὺ ἐλέγχει τὸ δρόμο ἀνάμεσα στὴν Ἄμφισσα καὶ στὴ Λεβαδειά.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ μὲ τὸν Γκούρα ἑνώθηκαν καὶ οἱ Ρουμελιῶτες ἀγωνιστὲς ποὺ μετὰ τὴν ὀνειδιστικὴ ἧττα τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς Αἰγύπτιους τοῦ Ἰμπραὴμ στὸ Κρεμμύδι (7/19 Ἀπριλίου 1825) εἶχαν ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ Μοριὰ καὶ μέσῳ Λουτρακίου γύρισαν στὴν Ρούμελη νὰ προστατέψουν τὰ δικὰ τους χωριά.
Οἱ Τουρκαλβανοὶ, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν καταλάβει τὴν Ἄμφισσα (δυστυχῶς οἱ Ἕλληνες τὴν εἶχαν ἀφήσει ἀφύλακτη), ἔσπευσαν πρὸς τὸ Δίστομο, γιὰ νὰ ἀποτρέψουν τὴν ἐκεῖ συγκέντρωση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων.
Ἔτσι στὶς 9 Μαΐου 1825 ἄρχισαν ὁλόπλευρη ἐπίθεση. Ἀλλὰ ὁ στρατηγικώτατος Γκούρας, προτοῦ προφθάσουν νὰ δημιουργήσουν κλοιό, ἐξαπέλυσε ἐναντίον τους σφοδρότατη ἐπίθεση. Κι ὄχι μόνο τοὺς ἀνέτρεψε ἀλλὰ τοὺς ὑποχρέωσε νὰ καταφύγουν στὴν Ἄμφισσα.
Ἀπὸ ἐκεῖ, μέσω ἀφύλακτων διαβάσεων, διέφυγαν πρὸς τὸ Μεσολόγγι, ὅπου ἑνώθηκαν μὲ τὶς λοιπὲς δυνάμεις τοῦ Κιουταχῆ.
Ἡ Β’ Πολιορκία εἶχε ἀρχίσει.