«Μάνες σαν Παναγιές»

Επικαιρότητα

Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας η σημερινή (10 Μαΐου). Μέρα εορτασμού της μητρότητας και ευκαιρία για τα παιδιά να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στη Μάνα που για εμάς τους Έλληνες, σημαίνει Αγάπη και Θυσία για τα παιδιά της.

Σαν ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης στο πρόσωπο εκείνο το Ιερό, που μας χάρισε  το πιο όμορφο δώρο τη Ζωή και μας  έμαθε τι σημαίνει Αγάπη, αφιερώνουμε δύο από τα πολλά ποιήματα που οι Έλληνες ποιητές έχουν γράψει.

Χρόνια πολλά Μάνα. Χρόνια πολλά, Μάνα Ελλάδα. Χρόνια πολλά, Ελληνίδες μητέρες.

Ο αποχαιρετισμός της μάνας
Ιωάννης Πολέμης


Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου,

σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.

Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,

για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

 Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις

και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.

Να πίνεις και να ξεδιψάς και να ‘ναι αυτό γεμάτο,

σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ‘σαι από κάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,

δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.

Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,

με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ‘σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας, ντροπή σου φέρνει,

ωστόσο και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.

Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,

να ‘ναι η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.

Μάνα και Γιος
Νικηφόρος Βρεττάκος

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε

κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,

μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος

σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν

τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν

οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: “Ίτε παίδες Ελλήνων …”

Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,

ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν

Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν

και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες

κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους

κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,

μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,

κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα

χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.