Τὰ μεγάλα ἐθνικά ἰδανικά, ὅταν ἀνθίζουν καὶ ζοῦνε στὸ
σπίτι τοῦ καθενός, ὁ ποιητὴς τοὺς χτίζει παλάτια. Τὰ
μεγάλα ἐθνικὰ ἰδανικὰ ὅταν ξεπέφτουν, καὶ ὁ καθένας
τὰ διώχνει ἀπὸ τὸ σπίτι του, ὁ ποιητὴς τὰ παίρνει στὸ
καλύβι του καὶ ἄσυλο τοὺς δίνει.
«Ὁ Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» (Πρόλογος 1907).
Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
ἀκοῦστε με κ’ ἐμένα:
Μᾶς ηὗραν χρόνια δίσεχτα,
στερνά, καταραμένα.
Ἔργα δὲν ἔχω, τίποτε
ποὺ ἀξίζει νὰ σᾶς φέρω·
κρύος, ἄπραγος δὲν ξέρω
παρὰ νὰ τραγουδῶ.
Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
κ’ ἐσεῖς, οἱ φυτρωμένοι
στὴ γῆ ποὺ ἀρήμαχτη ἔμεινε,
κ’ ἐσεῖς, ξερριζωμένοι,
– χώματα, ὀϊμέ! αἱματόπνιχτα
τῆς Θράκης, τῆς Ἰωνίας! –
ρημάδια τῆς μανίας
καὶ τῆς καταστροφῆς.
Ἄντρες κ’ ἐσεῖς τῆς Ρούμελης
καὶ τοῦ Μωριᾶ βλαστάρια,
χοροὶ τοῦ Αἰγαίου, τῆς Ἤπειρος
βουνὰ καὶ παλληκάρια,
κ’ ἐσεῖς, παρθένες Ἰόνιες,
πάντα καὶ ἡρώϊσσα Κρήτη,
καὶ ὦ Ρήγισσα Ἀφροδίτη,
πού εἰσαι τῆς Κύπρος πνοή.
Κ’ ἐσύ, Μακεδονίτισσα,
θεία ματιασμένη χώρα,
καὶ ἡ Ρόδος, Δωδεκάνησα
χρυσὰ καὶ μέσ’ στὴ μπόρα,
καὶ ὅπου ναοί, κάμποι, μάρμαρα,
δάφνες ξερές, νέα κρίνα,
τὸ Μισολόγγι! Ἀθήνα,
ποὺ πάντα ζοῦν οἱ θεοί!
Κ’ ἐσύ, γῆ, ποὺ ηὗραν Ὅμηροι
σ’ ἐσὲ τὸν Ἀχιλλέα,
καὶ ποὺ τὸ Ρήγα γέννησες
μὲ τὴ μεγάλη ἰδέα,
χαίρετε, δρόμοι, ἐρείπια,
ρουμάνια, περιβόλια,
ποτάμια, ἀραξοβόλια,
ριζώματα, κορφές.
Πατρίδα! Ἑλλάδες, παίρνετε
νόημ’ ἀπὸ μιὰ καὶ μόνη
λέξη, καὶ αὐτὴ τὸ χαῖρε μου
τὸ ἐκστατικὸ πυρώνει.
Στὴ λέξη, ποὺ σὰν ἄγαλμα
βωμοῦ φαντάζει, φέρνω
τὸν ὕμνο, βάγια σπέρνω.
Π α τ ρ ί δ α! Εἶν’ ὅλα ἐκεῖ.
Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
ρυθμὸς οὐρανοδρόμος
ἥλιος ἀπαραστράτιστος
γιὰ τὰ Ἔθνη κάποιος Νόμος
θὰ ὑπάρχῃ. Καὶ καλότυχος
γύρω ὁ λαὸς πλανήτης
τοῦ Νόμου ποὺ μαγνήτης
ὑπάκουο τὸν κρατᾶ.
Δὲν ἀπομένει ἀσάλευτο
τίποτε, δὲ γεννιέται,
ποὺ νὰ μὴ ρεύῃ, τίποτε
καὶ ποὺ νὰ μὴ χαλιέται.
Μὰ πῶς ἀπὸ τὸ χάλασμα
πετιέται ξεδιψάστρα
πηγή! Πῶς ξαναπλάστρα
εἶναι κ’ ἡ ὀργή, ἡ πληγή!
Πὼς εἶναι μιὰ ἡ πατρίδα μας
κ’ εἶναι παντοῦ ὅπου πᾶμε,
καὶ ὅπου σταθοῦμε, μέσα μας
πατρίδα μία γρικᾶμε,
μία μὲ λογῆς ὀνόματα,
πρόσωπα, προσωπίδες.
Δὲ ζῆ χωρὶς πατρίδες
ἡ ἀνθρώπινη ψυχή.
Πλάστης τοῦ κόσμου ὁ Πόλεμος,
ὅραμα ἡ εὐτυχία.
Μὲ τὰ στοιχιὰ πᾶς, πάλεμα
σὲ τρώει μὲ τὰ στοιχεῖα,
Πατρίδα! Ὀρθή! Μὴ λυώνεσαι,
σὰ δέησης ἁγιοκέρι!
Μὲ τὸ δαυλὶ στὸ χέρι
σὲ σφιχτοζώνει ἐχθρός.
Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
καὶ μέσα στὴν κοιλάδα
τοῦ δάκρυου ἐδῶ, κι ἀντρειεύοντας
ἀπὸ μιὰ πίστη, Ἑ λ λ α δ ἀ!
κράχτε, στὸ νοῦ ριζῶστε τη
μὲ τὸ Σταυρό, μὲ δόρυ,
Σοφία, Μητέρα, Κόρη,
Παντάνασσα, Ἀθηνᾶ.
Καὶ ὦ Βασιλεῖες γερόντισσες
ἄγριες Δημοκρατίες,
κάστρα, φυτειὲς κ’ ἐλεύτερων
καὶ σκλάβων, Πολιτεῖες
καὶ ἀπ’ ὅποια ἀπάνου ὀνόματα,
καὶ ἀπ’ ὅποιο ἀπάνου ἀγώνα,
μιὰ ὑψῶστε, μιὰ κορώνα
καὶ βλέπετε ἴσα ἐκεῖ.
Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
ὅ,τι εἶστε, μὴν ξεχνᾶτε,
δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας
μονάχα, ὄχι. Χρωστᾶτε
καὶ σὲ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν,
θὰ ‘ρθοῦνε, θὰ περάσουν.
Κριτές, θὰ μᾶς δικάσουν
οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.
Κόκκαλα πάτρια μέσα μας
θαφτά, ἱερά, μαζί μας
καὶ ὅπου σεισμοὶ μᾶς τίναξαν
οἱ ἐφέστιοι πάντα θεοί μας.
Πολίτες ἄς τὴ χτίσουμε
καὶ ὁπλίτες ἐδῶ καὶ ὅλοι
τοῦ ὀνείρου ἐδῶ τὴν Πόλη
μὲ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά.
Ἡ λειτουργία δὲν τέλειωσε
κομμένη· γιὰ τὸ τέρμα
κι ἄν ξαναρχίσῃ, ἀτέλειωτη
ξανά θὰ βρῇ τὸ γέρμα,
γιὰ νὰ προσμένουμε ἄγρυπνοι
στὴ νύχτα νὰ προβάλῃ
τοῦ ὄρθρου τὸ γέλιο πάλι
ποὺ προμηνάει τὸ φῶς.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Θ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ