Καπετάν Άγρας, γνωστός και ως Τέλλος Άγρας, από τις ηρωικότερες φυσιογνωμίες του Μακεδονικού Αγώνα
Ποιος ήταν ο Καπετάν Άγρας;
Ως (Καπετάν) Άγρας έμεινε στην ιστορία ο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και μακεδονομάχος Σαράντος (Τέλλος) Αγαπηνός, ο οποίος γεννήθηκε το 1880 στο Ναύπλιο, όπου υπηρετούσε σαν εφέτης ο πατέρας του Ανδρέας Αγαπηνός, που καταγόταν από τους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας. Στα μητρώα αρρένων των Γαργαλιάνων έγραψε τον γιο του Σαράντο ο πατέρας του γι’ αυτό και υπάρχει συχνά μια σύγχυση για το πού γεννήθηκε ο σπουδαίος μακεδονομάχος.
Καταγόταν από ιστορική οικογένεια, καθώς ο παππούς του Αντώνιος ήταν έφορος της επιμελητείας της Επανάστασης του 1821, ενώ ο αδελφός του παππού του Διονύσιος Αγαπηνός ήταν οπλαρχηγός, που είχε συγκρατήσει στρατιωτικό σώμα από εκατό περίπου συντοπίτες του από τους Γαργαλιάνους με τους οποίους συμμετείχε σε διάφορες μάχες (Δερβενάκια, εκστρατεία στην Αθήνα κλπ). Ο Σαράντος ή Σαραντέλ(λ)ος Αγαπηνός είχε δύο ακόμα αδέλφια: τον Αντώνη (1877-1923) και τον Νίκο (1890-1947).
Τον Οκτώβριο του 1895 ο Σαράντος Αγαπηνός ξεκίνησε τη φοίτησή του στη Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου αποφοίτησε το 1901 ως ανθυπολοχαγός. Τοποθετήθηκε αρχικά στη φρουρά της Αθήνας και αργότερα ζήτησε ο ίδιος από τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο να τοποθετηθεί σε μονάδα των συνόρων. Πραγματικά μετατέθηκε στο 2ο Σύνταγμα Ευζώνων που είχε έδρα τον Τύρναβο.
Θυμίζουμε ότι τότε τα σύνορα της χώρας μας ξεκινούσαν απ’ το Αιγαίο στο ύψος των Τεμπών, περνούσαν από τον Κάτω Όλυμπο, ακολουθούσαν περίπου τα σημερινά όρια της Θεσσαλίας (μόνο η Ελασσόνα είχε παραμείνει υπό οθωμανική κατοχή) και κατέληγαν μέσω του όρους Λάκμου και της κοίτης του Αράχθου στην Άρτα. Με το πέρασμα του χρόνου ο Σαράντος Αγαπηνός, ο οποίος ήταν προικισμένος με σπάνια ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα, άρχισε να ενδιαφέρεται για την εθνική υπόθεση της Μακεδονίας και επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη της λαογραφίας, των γλωσσικών ιδιωμάτων του χριστιανικού πληθυσμού του μακεδονικού χώρου και της γεωγραφικής δομής του.
Η είσοδος του Καπετάν Άγρα στη Μακεδονία
Έχοντας στενές σχέσεις με τον Νικόλαο Ρόκα (Καπετάν Κολιό), ο οποίος είχε έντονη δράση στην περιοχή Έδεσσας Νάουσας, ο Σαράντος Αγαπηνός αποφάσισε να μεταβεί στη Μακεδονία επικεφαλής αντάρτικου σώματος.
Προηγήθηκε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των Α. Εξαδάκτυλου και Κ. Μαζαράκη(στρατιωτικών που υπηρετούσαν στο ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης), στην οποία καθοριζόταν το πλαίσιο στο οποίο έπρεπε να κινηθεί ο Αγαπηνός. Σύμφωνα με αυτό θα συναντούσε τον Ν. Ρόκα στη Νάουσα και θα μετέφεραν το κέντρο της δράσης τους από την πόλη αυτή στη λίμνη των Γιαννιτσών.
Θα είχε υπό τις διαταγές του 12 άνδρες. Υπαρχηγός του θα ήταν ο Λοχίας Πεζικού Γεώργιος Τυλιγάδης. Στην αλληλογραφία Εξαδάκτυλου- Μαζαράκη γίνεται ιδιαίτερη μνεία για αυστηρή πειθαρχία μεταξύ των στρατολογημένων ανδρών, οι οποίοι θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στη στάση τους απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Επίσης τονιζόταν ότι δεν θα πρέπει να εκτεθούν κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα και κυρίως η ελληνική κυβέρνηση.
Επίσης όφειλαν να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην προδοτική στάση των ”ρουμανιζόντων”. Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι ”ρουμανίζοντες” και γιατί έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη συμπεριφορά τους; Ας δούμε περισσότερα στοιχεία.
Οι ”ρουμανίζοντες της Μακεδονίας”
Ήδη από το 1903 οι ”ρουμανίζοντες” είχαν αναγνωριστεί από την Πύλη ως αυθύπαρκτη ενότητα στην οθωμανική επικράτεια. Από τον Απρίλιο του 1904 οι ”ρουμανίζοντες” επιδιώκουν επίσημα την ίδρυση ρουμανικών εκκλησιών κυρίως στη Δυτική και Βορειοδυτική Μακεδονία. Οι προσπάθειες αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση ιδιαίτερα από το ελληνοβλαχικό στοιχείο. Ωστόσο, ήταν αναπόφευκτη η όξυνση των ελληνορουμανικών σχέσεων κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα.
Το 1904 αναφέρονται ότι υπήρχαν: στο Μοναστήρι 150 ”ρουμανίζοντες”, στο Γκόπεσι 1.150, στο Μεγάροβο και το Τίρνοβο 200, στη Μηλόβιστα 950, στη Νιζόπολη 100, στη Ρέσνα και το Γιαγκοβέτσι 100, στο Κρούσοβο 1.200, στον Περλεπέ 70, στην Αχρίδα 130, στον καζά της Φλώρινας 200, στον καζά της Κορυτσάς 1.000, στον καζά του Σταρόβου 300 και στον καζά της Καστοριάς 1.100.
Παράλληλα, γύρω στο 1906 μετά τη δολοφονία του Έλληνα μητροπολίτη Κορυτσάς ,εμφανίστηκαν στη Μακεδονία και δραστηριοποιήθηκαν ρουμανικά αντάρτικα σώματα. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν αυτοτελείς ρουμανικές κοινότητες στη Μοσχόπολη, την Κορυτσά, την Πλιάσα και αλλού. Αρπάχτηκαν ελληνικές περιουσίες, κυρίως βλαχόφωνων Ελλήνων, λεηλατήθηκαν ελληνικές εκκλησίες, ενώ παράλληλα υπήρξαν μαζικές δολοφονίες Ελλήνων.
Την άνοιξη του 1905 η ρουμανική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε στην Πύλη και τις Μεγάλες Δυνάμεις και απαίτησε από την ελληνική πλευρά να συστήσει στο Πατριαρχείο να σταματήσει να αντιτάσσεται στη χρήση της ρουμανικής γλώσσας στις εκκλησίες και τα σχολεία των ρουμανικών κοινοτήτων της Μακεδονίας .Παράλληλα ζήτησε την αναστολή της ελληνικής ανταρτικής δράσης! Τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Δ. Ράλλης αρνήθηκαν κατηγορηματικά να κάνουν κάτι τέτοιο. Τον Σεπτέμβριο του 1905 ανακλήθηκαν πρεσβευτές από την Αθήνα και το Βουκουρέστι και τον Ιούνιο του 1906 διακόπηκαν οι ελληνορουμανικές σχέσεις.
Η ένταση στις σχέσεις Ελλάδας- Ρουμανίας είχε αντίκτυπο στον μακεδονικό χώρο. Οι ρουμανικές ενέργειες επεκτάθηκαν στην Κεντρική Μακεδονία το 1905, αλλά, ιδιαίτερα μετά τις αλλεπάλληλες προδοτικές καταγγελίες των ”ρουμανιζόντων” προς τις οθωμανικές αρχές, υπήρξαν σκληρά αντίποινα από τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Από το 1905 παράλληλα η κυβέρνηση του Βουκουρεστίου άρχισε να στέλνει Ρουμάνους μετανάστες, οι οποίοι κατευθύνονταν σε πόλεις και χωριά της Μακεδονίας και της Ηπείρου.
Η εγκατάστασή τους διευκολυνόταν από τους Οθωμανούς και τις ρουμανικές προξενικές αρχές με την παροχή δανείων κα γεωργικών εκτάσεων. Ως τα τέλη Δεκεμβρίου 1905 είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία 4.717 ”Ρουμάνοι αγρότες” όπως αποκαλούνταν χαρακτηριστικά.
Ένα εύλογο ερώτημα είναι πώς βρέθηκαν αυτοί οι ”ρουμανίζοντες” στη Μακεδονία;
Υπήρξε άτυπη ρουμανοβουλγαρική προσέγγιση το 1904, η οποία βρήκε άμεση εφαρμογή στο πεδίο του φυλετικού ανταγωνισμού και στη σύμπραξη των ρουμανικών και των βουλγαρικών σωμάτων στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης. Έτσι, η ρουμανική διείσδυση κατάφερε να προσελκύσει προσωρινά το 1905 αρκετές ελληνοβλαχικές οικογένειες των ελληνικών κοινοτήτων των Σκοπίων, της Κότσανης, των Βελεσών, της Πρίστινας, του Ιστίπ και άλλων περιοχών. Ωστόσο αυτό δεν κράτησε για πολύ, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνοβλαχικών πληθυσμών του Μοναστηρίου, του Κρουσόβου, των Σκοπίων, των Βελεσών, της Νιζόπολης, του Μεγάροβου, του Τιρνόβου, της Ρέσνας και άλλων περιοχών της Μακεδονίας στρέφεται προς την ελληνική κυβέρνηση, το Πατριαρχείο και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Οι ”ρουμανίζοντες” έπαιξαν βρόμικο ρόλο στη δολοφονία του Καπετάν Άγρα όπως θα δούμε στη συνέχεια. Προς το παρόν ας ασχοληθούμε με τη δράση του σπουδαίου Μακεδονομάχου.
Η δράση του Καπετάν Άγρα
Ξεκινώντας από τον Βόλο και με κατεύθυνση προς το Τσάγεζι, ο Τέλλος Αγαπηνός έγραψε μία επιστολή (23/9/1906) στον θείο του Χρήστο Ταβουλαρίδη: ”Αγαπητέ μου θείε αύριον αναχωρώ δι’ ιστιοφόρου διά τον αγώνα δι’ ον προωρίσθην. Η σημερινή ημέρα είναι δι’ εμέ η σκληροτέρα και συγχρόνως η γλυκυτέρα τοιάυτη. Δεν υπάρχει γλυκύτερον, υψηλότερον και τιμητικότερον του να συναισθάνεται τις ότι προόρισε την ζωήν του προν υπεράσπισιν των αδίκως και βαρβάρως καταπατουμένων δικαίων της πατρίδος μας. Εύχομαι ίνα ο Θεός με βοηθήσει και συνδράμει εις τον αγώνα εις ον απ΄αύριον αποδύομαι…” Όταν ξεκίνησε για τη Μακεδονία ο Άγρας η ελληνική παρουσία είχε κυριαρχήσει στην περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών.
Με 12 άνδρες, δύο ντόπιους από το Βλάδοβο (σημ. Άγρας) τους Κάρτα και Χότζα ως οδηγούς και τον Λοχία Τυλιγάδη ως υπαρχηγό, ο Άγρας έφτασε στο Ρουμλούκι (Καμπανία), στις εκβολές του Λουδία και από εκεί πράκτορες του Προξενείου Θεσσαλονίκης και ντόπιοι ψαράδες τον οδήγησαν στη λίμνη των Γιαννιτσών, τον περιβόητο ”Βάλτο”.
Στη λίμνη όπου οι μετακινήσεις γίνονταν με μονόξυλα, τις πλάβες, υπήρχαν καλύβες για τη διαμονή και την οχύρωση των μαχητών.
Φτάνοντας στη λίμνη ο Άγρας πήγε στην καλύβα Τσέκρι. Τότε ειδοποιήθηκε ο Παναγιώτης Παπατζανετέας, που ήταν επικεφαλής των Ελλήνων στην περιοχή, και έφτασε με πλάβα στο Τσέκρι από τη δική του καλύβα που ήταν 7 ώρες μακριά. Στις 12 Οκτωβρίου ο Παπατζανετέας παρέδωσε την οικονομική διαχείριση στον Τυλιγάδη. Παράλληλα είχε φροντίσει να ενημερώσει τον Άγρα για τα μυστικά και τις λεπτομέρειες της δαιδαλώδους περιοχής του Βάλτου, για το δίκτυο επικοινωνίας ανάμεσα στις καλύβες και τα χωριά, για τους πράκτορες, καθώς και για τις βουλγαρικές κινήσεις.
Στις 26 Οκτωβρίου 1906 ο Άγρας μαζί με 11 άνδρες έφτασε στη Νάουσα, όπου συναντήθηκε με τον Ρόκα και ενημερώθηκε για την κατάσταση στην περιοχή του Βέρμιου. Στη Νάουσα ο Άγρας στρατολόγησε άνδρες για τον αγώνα.
Οι Βούλγαροι είχαν αποσυρθεί στο δυτικό τμήμα της λίμνης των Γιαννιτσών, όπου είχαν οργανώσει τέλεια οχύρωση. Η αμυντική πολιτική που εφάρμοζαν οι προκάτοχοι του Άγρα δεν ταίριαζε με τις δικές του απόψεις για άμεση και δραστική επίθεση στους Βούλγαρους. Ο ορμητικός και τολμηρός χαρακτήρας του δεν άργησε να γίνει γνωστός στους κομιτατζήδες, τους οποίους προκαλούσε επανειλημμένα σε τελική αναμέτρηση.
Η ζωή στον Βάλτο ήταν εφιαλτική. Οι Έλληνες μαχητές υπέφεραν από ρευματισμούς, ελώδεις πυρετούς και απειλούνταν συνέχεια από την αφαίμαξη των βδελλών.
Ο Άγρας μαζί με τον Ιωάννη Δεμέστιχα (Νικηφόρος) και τους άνδρες τους άρχισαν να κάνουν περιπολίες στη λίμνη και να φτιάχνουν ”πατώματα” που τα οχύρωναν σε μικρή απόσταση από τις βουλγαρικές καλύβες. Η ανακάλυψη και κατάληψη της Κούγκας, μιας άγνωστης τότε καλύβας από τον Άγρα, ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Σύντομα η Κούγκα έγινε το ορμητήριο του Άγρα. Ξέσπασαν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.
Στις 14 Νοεμβρίου 1906 ο Άγρας, αφού άφησε λίγους άνδρες στην Κούγκα, μοίρασε τους υπόλοιπους και κατευθύνθηκε προς την κεντρική βουλγαρική καλύβα, αυτή του Ζερβοχωρίου, στην οποία έριξαν βόμβες, οι οποίες όμως δεν εξερράγησαν. Οι Βούλγαροι άρχισαν να πυροβολούν από παντού. Ο Άγρας τραυματίστηκε δύο φορές, όπως κι ο Τυλιγάδης. Τρεις από τους άνδρες τους έχασαν τη ζωή τους και άλλοι έξι τραυματίστηκαν.
Αργά το βράδυ έφτασαν ενισχύσεις από τον Ι. Δεμέστιχα και ο Άγρας επέστρεψε στην Κούγκα. Στην κατοχή των Βουλγάρων παρέμεναν 4 καλύβες: του Ζερβοχωρίου, του Γκολοσέλου, της Καρυώτισσας και της Μπαλίντζας. Ο λαβωμένος Άγρας αναγκάστηκε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για περίθαλψη. Εκεί έμεινε μόνο τέσσερις ημέρες και παρά τις παρακλήσεις των γιατρών επέστρεψε στον Βάλτο.
Κατευθύνθηκε πρώτα στο Τσέκρι όπου συγκεντρώθηκαν όλοι οι Έλληνες αρχηγοί για να συζητήσουν την πορεία των επιχειρήσεων. Έπειτα πήγε στην Κούγκα, την οποία οι άνδρες του είχαν ματαβάλει σε ψηλό οχυρό, με αποτέλεσμα να γίνεται αντιληπτή από τους Βούλγαρους. Αυτό δυσαρέστησε τον Άγρα, που έδωσε εντολή να γκρεμίσουν την Κούγκα με την οποία είχε ταυτιστεί και έλεγε ότι αν χανόταν η Κούγκα θα χανόταν κι ο ίδιος και να κατασκευάσουν μία χαμηλότερη καλύβα. Ακολούθως, συναντήθηκε με τον Ι. Δεμέστιχα, ο οποίος στα απομνημονεύματά του αναφέρεται διεξοδικά σε όσα έζησε με τον Καπετάν Άγρα, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία.
”…Υπό το τρεμοσβήνον φως μιας λυχνίας εξηντλημένος και πυρέσσων ο Άγρας συνομίλει με τους συντρόφους του… Ησθάνετο καλώς τους κινδύνους, τους οποίους οι άντρες και αυτός διέτρεχε, αλλά του ήτο αδύνατον να εγκαταλείψει θέσιν, την οποίαν διά τόσων θυσιών επέτυχε και οπόθεν ήλπιζεν ενισχυόμενος να διευθύνει νέας προσπαθείας, πολύ αποτελεσματικάς προς εντοπισμόν των Βουλγάρων.”
Οι Βούλγαροι είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν ένα ”σατανικόν σχέδιον” κατά τον Ι. Δεμέστιχα. Πλησίαζαν κοντά στη νέα καλύβα που φτιάχτηκε μετά από εντολή του Άγρα και πυροβολούσαν προς αυτή.
Το αποτέλεσμα ήταν δυο εύζωνοι κι ένας ιερέας να σκοτωθούν και άλλοι να κινδυνέψουν σοβαρά από τις βουλγαρικές μπαταριές. Ο Άγρας, άρρωστος και εξαντλημένος πήγε σε άλλη, ασφαλέστερη καλύβα, την Τούμπα. Και από εκεί όμως, η προσφορά του ήταν σημαντική καθώς φρόντιζε να στέλνει στο Νικηφόρο (Ι. Δεμέστιχα) ενισχύσεις σε έμψυχο υλικό και η συμβολή του στην οργάνωση των ντόπιων χριστιανικών πληθυσμών των χωριών της λίμνης των Γιαννιτσών. Όπως και ο καπετάν Κώτας, δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα σε Έλληνες, Βούλγαρους και ρουμανίζοντες. Η παρουσία του καπετάν Άγρα και η δράση του, είχαν σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της δράσης των κομιτατζήδων. Πολλά χωριά προσχώρησαν στην ελληνική πλευρά και η πλάστιγγα του πολέμου στον Βάλτο είχε αρχίσει να γέρνει υπέρ των Ελλήνων.
Ο χειμώνας του 1906-1907, ήταν πολύ βαρύς στην περιοχή των Γιαννιτσών. Η λίμνη πάγωνε σε πολλά σημεία και οι Έλληνες μαχητές ήταν υποχρεωμένοι να παραμένουν για πολλές ώρες μέσα στο νερό. Οι συνεχείς χιονοπτώσεις και οι πλημμύρες, δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα.
Εκτός από τους άνδρες του Άγρα, στον Βάλτο δρούσαν και τα σώματα που διοικούσαν οι Ιωάννης Δεμέστιχας και Κωνσταντίνος Σάρρος (Κάλας). Τον Φεβρουάριο του 1907 ο Άγρας αναχώρησε για τη Νάουσα, προκειμένου να συνεχίσει τη θεραπεία του αλλά και να συντονίσει τις ενέργειες των ελληνικών σωμάτων. Πραγματικά, ο Άγρας ενθάρρυνε τους Έλληνες της περιοχής του Βερμίου και δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότερη διάταξη των ελληνικών σωμάτων.
Ο ασθενής Άγρας, κατέλυσε στο σπίτι του Διαμαντή Μπίλη για να νοσηλευθεί. Εκεί τον επισκέφθηκαν επιτροπές των γύρω χωριών, αντάρτες και συμπολεμιστές του όπως ο Νικηφόρος, στενός του φίλος πλέον και ο οδηγός του στην περιοχή του Βάλτου Γκόνος. Ο Νικηφόρος τον ενημέρωσε για τις επιτυχίες που είχαν σημειώσει στις μάχες με τους Βούλγαρους.
Ο Άγρας φρόντιζε ακόμα και να επιλύει τις διαφορές μεταξύ των κατοίκων ως (άτυπος βέβαια) δικαστής. Οι αποφάσεις του γίνονταν πάντα σεβαστές (και να μην ξεχνάμε ότι ήταν τότε μόλις 27 ετών).
Οι προσπάθειες συνεννόησης με τους Βούλγαρους – Το τραγικό τέλος του καπετάν Άγρα
Ο Άγρας έδειχνε διαλλακτική στάση απέναντι στους Βούλγαρους. Στα απομνημονεύματά του ο Νικηφόρος τον δικαιολογεί καθώς θεωρεί ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τερματιστούν οι συγκρούσεις. Οι κάτοικοι της Νάουσας είχαν υποφέρει πολλά από τους Βούλγαρους όμως οι πρόκριτοι της πόλης προσπάθησαν, μάταια, ν’ αποθαρρύνουν τον Άγρα ο οποίος πίστευε ότι μόνο με την ελληνοβουλγαρική συνύπαρξη θα μπορούσε ν’ αποτιναχθεί ο τουρκικός ζυγός. Έτσι, προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τα βουλγαρικά σώματα που δρούσαν στην περιοχή του Βερμίου και είχαν αρχηγούς τον Βάννη Ζλατάν και τον Γκεόργκι Κασάπτσε. Ο Ζλατάν καταγόταν από τα Λευκάδια (τότε Γκολέσανη) είχε φοιτήσει σε ελληνικό σχολείο, μιλούσε πολύ καλά ελληνικά και είχε φιλικές σχέσεις με πολλούς Ναουσαίους. Ήταν περισσότερο διαλλακτικός και ειλικρινής σε σχέση με τον δόλιο και σκληροτράχηλο Κασάπτσε που καταγόταν από το Κρούσεβο.
Σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες του Άγρα έπαιξε ο γουνέμπορος Αντώνιος Μίγγας, πιστός του φίλος και φανατικός πατριώτης. Ο Μίγγας υπήρξε σύνδεσμος και πληροφοριοδότης των ελληνικών σωμάτων. Στο σπίτι του γινόταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων προκειμένου να γίνει η συνάντηση του Άγρα με τους Ζλατάν και Κασάπτσε. Μετά από πολλές συζητήσεις και αναβολή μιας συνάντησης που είχε καθοριστεί για τις 15 Μαΐου, η οριστική συμφωνία κλείστηκε στις αρχές Ιουνίου και ως τόπος συνάντησης ορίστηκε η δασώδης περιοχή Περισόρι, γνωστή με την ονομασία «Γαβράν Καμίν», 18 χλμ. ΒΔ της Νάουσας.
Τα ξημερώματα της Κυριακής 3ης Ιουνίου, ο Άγρας ξεκίνησε γεμάτος χαρά από τη Νάουσα, για να συναντήσει τους Βούλγαρους. Πραγματικά, τρεις ώρες αργότερα, στη θέση «Τουβαρίτση» έγινε η μοιραία για τον Άγρα, συνάντηση. Οι Ζλατάν και Κασάπτσε συνοδεύονταν από 15 κομιτατζήδες. Αρχικά οι Βούλγαροι προσποιήθηκαν ότι τρέφουν φιλικά αισθήματα για τον άοπλο Άγρα. Δυστυχώς όμως, όπως έγραψε και ο Λ. Κορομηλάς «όλα όσα λέγουν, όλα όσα διατείνονται δεν είναι ή άτιμα ψεύδη». Οι Βούλγαροι συνέλαβαν τον Άγρα και τους συνοδούς του. Λίγο αργότερα ελευθέρωσαν τους υπόλοιπους εκτός από τον Αντώνη Μίγγα.
Οι δύο Έλληνες, Άγρας και Μίγγας, μεταφέρθηκαν δέσμιοι και διαπομπεύθηκαν μέσα από πολλά χωριά: Γραμματίκοβο, Βρυτά (τότε Γιούγκοβο), Πάτημα (Πατετσίν), Κορυφή (Ρόδοβο) και Σαρακηνό (Σαρακίνοβο) που θεωρούταν ως «μικρή Σόφια» γιατί αποτελούσε το ορεινό κέντρο των κομιτατζήδων. Εκεί οι Βούλγαροι ασέλγησαν πάνω στους δύο αιχμαλώτους…
Στη συνέχεια, τους περιέφεραν μέσα από τα χωριά Μαργαρίτα (Πότσεπ) και Κερασιά (Κορνιτσέλοβο τότε). Τελικά τους μετέφεραν εξουθενωμένους στον κάμπο της Καρυδιάς (τότε Τέχοβο) και στη θέση Μπελογιάσε, μεταξύ Βλαδόβου (σήμερα Άγρας) και Τεχόβου, τους απαγχόνισαν. Οι κάτοικοι του Βλαδόβου, μόλις έμαθαν τα τραγικά νέα, ανέλαβαν, με πρωτοβουλία της Μαρίας Τζόλα να μεταφέρουν τα πτώματα στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στο χωριού τους όπου και ενταφιάστηκαν.
Συγκλονιστικά είναι όσα γράφει ο Έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς, για τον καπετάν Άγρα και το τραγικό του τέλος. Τα παραθέτουμε αυτούσια όπως υπάρχουν στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Απ. Βακαλόπουλου, «Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908)» για να διαμορφώσουν πληρέστερη άποψη οι αναγνώστες του protothema.gr.
Η δολοφονία του Άγρα εξαγρίωσε τους Έλληνες. Τα σώματα που δρούσαν στη Μακεδονία αλλά και πολλοί από την ελεύθερη Ελλάδα απειλούσαν με ολοκαύτωμα τα βουλγαρικά χωριά της περιοχής του Βερμίου. Τελικά, πρυτάνευσε η λογική και αποφεύχθηκαν ακρότητες.
Ο νεαρός Τέλλος Αγαπηνός έδωσε τη ζωή του για τη Μακεδονία. Εγκατέλειψε τη σιγουριά της Αθήνας και προτίμησε να πολεμήσει στον Βάλτο των Γιαννιτσών. Παράτολμος, αψηφούσε κινδύνους και ασθένειες. Έπεσε ωστόσο θύμα της εμπιστοσύνης που έδειξε σε φαύλους ανθρώπους. Η συμβολή του στον μακεδονικό αγώνα ήταν τεράστια. Το όνομά του γράφτηκε με χρυσά γράμματα στο πάνθεον των ηρώων της νεότερης ελληνικής ιστορίας…
Ο Άγρας ενέπνευσε την Πηνελόπη Δέλτα να γράψει το μυθιστόρημα «Στα Μυστικά του Βάλτου» , ενώ ο Ευάγγελος Ιωάννου (1899-1944) χρησιμοποίησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας, με το οποίο και έγινε γνωστός. Το Βλάδοβο μετονομάστηκε σε Άγρας και το Τέχοβο σε Καρυδιά (το δέντρο στο οποίο απαγχονίστηκαν οι Άγρας και Μίγγας).
Πηγή: Κ.Α. Βακαλόπουλος, «Ο ΈΝΟΠΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1904-1908)», Εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη.