Θερισμός, Ψυχοσάββατο και Κυριακή της Πεντηκοστής

Λαογραφία

Οι γιορτές και τα σχετικά ήθη και έθιμα

Ο έκτος μήνας του Γρηγοριανού ημερολογίου αφιερώθηκε κατά τη ρωμαϊκή παράδοση, από τον Ρωμύλο στην Ήρα (λατ. Juno) και ονομάστηκε Ιούνιος. Στην Κύπρο λέγεται Πρωτογιούνης σε αντιδιαστολή με το Δευτερογιούνη που είναι ο Ιούλιος. Στην ελληνική παράδοση είναι ο Θεριστής, διότι κατά τη διάρκεια του σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές, η κύρια γεωργική απασχόληση είναι ο θερισμός, το «θέρος» των σιτηρών.

Οι υψηλές θερμοκρασίες του μήνα αναγκάζουν τους κατοίκους να προσέχουν ιδιαίτερα την έκθεσή τους στον ήλιο (στο λιοπύρι) γι αυτό και απαραίτητα το μήνα αυτό είναι τα καπέλα για τους άντρες και οι μεγάλες μαντήλες για τις γυναίκες.

Το «θέρισμα των σπαρτών» γίνεται τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ στη συνέχεια οι γεωργοί καταφεύγουν στη σκιά των δέντρων μέχρι να «τσακίσει η πυρά» το απόγευμα. Ανέκαθεν στον ελληνικό χώρο τον Ιούνιο κλείνουν τα σχολεία και στην ύπαιθρο τα παιδιά βοηθούσαν την οικογένεια στις διάφορες γεωργικές ασχολίες.

Οι θερινοί μήνες είναι γενικά φτωχοί σε γιορτές. Η μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή που συνήθως «πέφτει» τον Ιούνιο είναι το εορταστικό τριήμερο με το Ψυχοσάββατο, την Κυριακή της Πεντηκοστής και τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος.

Από το βράδυ της Παρασκευής γίνονται οι συνηθισμένες προσφορές προς τους νεκρούς, κυρίως κόλλυβα στα οποία μπαίνει, ρόδι, σησάμι, αμύγδαλο. Κατά τόπους οι προσφορές περιλαμβάνουν κομμάτια ψωμί, τυρί ακόμη και φαγητά. Κυρίαρχη είναι η ιδέα ότι την επομένη, όταν γίνεται η γονυκλισία στην εκκλησία, οι ψυχές εγκαταλείπουν τον Πάνω Κόσμο και κατεβαίνουν στον Άδη, διότι η περίοδος χάριτος γι αυτές έχει λήξει.

Η ιδέα αυτή συγκινεί βαθιά τη λαϊκή ψυχή και τη συγκίνησή της εκφράζουν οι φράσεις: «Όλα τα Σάββατα να ρθουν, να ρθουν και να περάσουν / τον Μάη το Ψυχοσάββατο μην έρτει, μην περάσει».

Με το παλιό ημερολόγιο η γιορτή της Πεντηκοστής ερχόταν περισσότερο τον Μάιο.

Στη Θράκη οι απλοί άνθρωποι του λαού λένε πως «οι ψυχές αυτό το Σάββατο δεν το θέλουν γιατί την αυριανή μέρα θα πάνε πίσω στον τόπο τους και θα κλειστούν μέσα και θα κλαίνε.

Από το Πάσχα ως της Γονατιστής είναι έξω, κάθονται απάνω στα δέντρα και στα βλαστάρια τ αμπελιού, γι αυτό και δεν κόβουν ως τότε βλαστάρια, μήπως πέσουν οι ψυχές, που είναι καθισμένες επάνω σ αυτά και κλάψουν.

Δεν ξεραχνίζουν γιατί και εκεί κάθονται οι ψυχές και τ απλωμένα ρούχα της πλύσης, ιδίως τα άσπρα, τα μαζεύουν πριν βασιλέψει ο ήλιος, μην καθήσουνε τη νύκτα οι ψυχές».

Η Κυριακή της Πεντηκοστής λέγεται κοινώς Γονατιστή ή Γονοκλισία (στην Κύπρο του Γονατιστού) από την γονυκλισία που γίνεται κατά την ακολουθία του Εσπερινού της ημέρας του Αγίου Πνεύματος, που είναι η συνέχεια της κανονικής λειτουργίας της Κυριακής. Λέγεται ακόμη η μέρα τ Αρσαλιού ή Αηρουσαλιού που έχει σχέση με τη λατρεία των νεκρών, όπως από τα αρχαία χρόνια συνηθιζόταν.

Τα Ρουσάλια (λατ. Rosaria ή rosalia) ήταν γιορτή προς τιμή των νεκρών και κατά τη διάρκεια της στεφάνωναν τους τάφους των νεκρών με λουλούδια κατά προτίμηση με τριαντάφυλλα.

Στην Καστοριά της Πεντηκοστής «φέρνουν λουλούδια απ το σπίτι τους και κρατούν κερί. Πέφτουν στα γόνατα, αφήνοντας τα λουλούδια μπροστά τους. Ανάβουν το κερί, για να φωτίζουν τους νεκρούς που περνάνε». Στην ίδια περιοχή «την ώρα που σκύβουν βάζουν στο στόμα πικρό λουλούδι. Αραδιάζουν τέτοιο και στα κόλλυβα».

Σε άλλες περιοχές ιδιαίτερα της Θράκης, «πρέπει να σκύψουν με κλεισμένα μάτια, στα οποία βάζουν φύλλα ή τριαντάφυλλα, για να μη βλέπουν καθόλου, επειδή, αν την ώρα που περνούν οι πεθαμένοι έχουν ανοικτά τα μάτια τους, γνωρίζουν, κλαίνε και λυπούνται και δε θέλουν να πάνε με τους άλλους στη σειρά».

Στη Μάνη την παραμονή του Ψυχοσάββατου χύνουν έξω από το σπίτι κρασί και νερό ή παραθέτουν ψωμί, κερί και «σπερνά».

Μερικές ενέργειες δεν έχουν σχέση με τους νεκρούς και αποβλέπουν στην επίτευξη της υγείας, της ευφορίας της γης και της καρποφορίας των δέντρων.

Στην Κάρπαθο «παίρνουν το κλειδί του σπιτιού στην εκκλησία και την ώρα που διαβάζει ο παπάς τις ευχές, το βάζουν στο κεφάλι τους, για να μην πονεί ή δαγκάνουν το κλειδί με τα δόντια τους, να μην πονούν. Πηγαίνουν ακόμη στην εκκλησία «παίρνουν μια χούφτα χώμα, το δένουν στο μαντηλάκι τους και το βάζουν μπροστά στις εικόνες να φχολογηθεί. Κατόπιν το ρίχνουν στη ρίζα των δέντρων, που δεν καρποφορούν και διορθώνονται».

Οι Βλάχοι της Πίνδου συνηθίζουν την ημέρα της Πεντηκοστής να πηγαίνουν στο βουνό και να συντρώγουν κατά παρέες. Το φαγοπότι συνοδεύει χορός με τραγούδια, όπου προεξάρχουσα είναι ηλικιωμένη γυναίκα μεταμφιεσμένη με φύλλα και κλαδιά και σκεπασμένο το πρόσωπό της.

Βιβλιογραφία: Γ.Α. Μέγα: Ελληνικαί Εορταί και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας

Θεόδωρος Λ. Αντωνιάδης
Φιλόλογος