Δεν υπάρχει υποκατάστατο της νίκης

Αμυντικά Αρθρογραφία Εθνικά

Αφού ξεκαθαρίσω εξαρχής ότι δεν πείθομαι καθόλου από τις διαβεβαιώσεις των κυβερνητικών ιθυνόντων ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη και αποφασισμένη να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα ακόμη και με τη χρήση στρατιωτικής βίας αν χρειαστεί, θα εκθέσω στη συνέχεια μερικές σκέψεις μου σχετικά με αυτό ακριβώς το τελευταίο ενδεχόμενο.

Η αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης απόπειρας των Τούρκων να στείλουν ερευνητικό σκάφος ή πλωτό γεωτρύπανο εντός της υφαλοκρηπίδας που η Ελλάδα θεωρεί δική της, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση υπό τις παρούσες συνθήκες και περικλείει τεράστιους κινδύνους για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς η Τουρκία θα έχει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων, δηλαδή θα επιλέξει τον χρόνο, τον τρόπο και τον χώρο που θα μας προκαλέσει, έτσι ώστε να έχει η ίδια τα μέγιστα τακτικά πλεονεκτήματα απέναντί μας.

Θεωρώ κάτι παραπάνω από βέβαιο πως το τουρκικό ερευνητικό σκάφος θα συνοδεύεται από ισχυρότατη τουρκική ναυτική μοίρα, και θα καλύπτεται από μεγάλο αριθμό μαχητικών αεροσκαφών τα οποία θα επιχειρούν από αρκετά κοντινές βάσεις. Επειδή σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν η Ελλάδα περιορίστηκε να στείλει μόνο μία δική της φρεγάτα για να επιτηρεί απλώς το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, οι Τούρκοι επιτελείς θα εκτιμήσουν ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν περισσότερες από 3 ελληνικές φρεγάτες – επομένως θα αναπτύξουν 6-7 δικές τους φρεγάτες ή κορβέτες καθώς και 2-3 υποβρύχια πλάι στο ερευνητικό πλοίο ώστε να έχουν συντριπτική τακτική υπεροχή, ενώ στον αέρα θα περιπολούν αρκετά μαχητικά αεροσκάφη τους έτοιμα να αποτρέψουν την επέμβαση της δικής μας πολεμικής αεροπορίας.

Αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα είναι όντως αποφασισμένη να μην επιτρέψει την παραβίαση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων (κάτι που επαναλαμβάνω ότι δεν πιστεύω πως ισχύει πραγματικά) θα πρέπει κατ’ αρχάς να εξασφαλίσει ότι το πολεμικό της ναυτικό θα εμπλακεί σ’ αυτή την επιχείρηση με επαρκείς δυνάμεις.

Είναι κοινό μυστικό ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις αντιμετωπίζουν γενικά σοβαρά προβλήματα διαθεσιμότητας του υλικού τους, ενώ ακόμη και τα 4 υπερσύγχρονα υποβρύχια Τύπου 214 που διαθέτουμε είναι εξοπλισμένα με παλιές τορπίλες 40 ετών που είναι πολύ αργές και με μικρό βεληνεκές, και συνεπώς αφαιρούν μεγάλο μέρος των πραγματικά εκπληκτικών δυνατοτήτων που έχουν αυτά τα σκάφη.

Για να έχουμε έστω και ελάχιστες πιθανότητες να υπερισχύσουμε σε ένα θερμό επεισόδιο, θα πρέπει να διαθέτουμε στο κρίσιμο σημείο όχι λιγότερες από 4 φρεγάτες. Οι Τούρκοι σίγουρα έχουν τις πληροφορίες τους για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι κύριες μονάδες επιφανείας του ελληνικού στόλου, και θα προγραμματίσουν την αποστολή του ερευνητικού σκάφους τους στην ελληνική υφαλοκρηπίδα όταν θα κρίνουν ότι το ελληνικό πολεμικό ναυτικό δεν έχει αρκετές φρεγάτες έτοιμες για να αντιπαρατάξει.

Αν υποθέσουμε ότι η ελληνική πλευρά πάρει την εντολή να αντιδράσει στρατιωτικά στην τουρκική πρόκληση, η μόνη επιλογή που θα έχει θα είναι να προσβάλει όχι μόνο το τουρκικό ερευνητικό σκάφος αλλά και τις τουρκικές φρεγάτες που θα το συνοδεύουν, και μάλιστα ΟΛΕΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, με σκοπό να τις βυθίσει ή να τις θέσει εκτός μάχης. Σε διαφορετική περίπτωση η δυναμική απάντηση των Τούρκων θα είναι τέτοια ώστε τα ελληνικά πολεμικά πλοία θα είναι ξεγραμμένα.

Μία τέτοια ενέργεια από δικής μας πλευράς δεν μπορεί να έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας αν η αριθμητική αναλογία πολεμικών επιφανείας θα είναι 3:1 ή 2:1 σε βάρος μας, επομένως θα πρέπει είτε να έχουμε τουλάχιστον 4 φρεγάτες μας και ένα ή 2 υποβρύχια επί τόπου, είτε να εμπλακεί πολύ δυναμικά και πολύ άμεσα η ελληνική πολεμική αεροπορία – για να το κάνει όμως θα πρέπει πρώτα να εξουδετερώσει την τουρκική αεροπορία η οποία είναι πολύ πιθανό ότι θα υπερέχει επίσης αριθμητικά και θα επιχειρεί πολύ κοντά στις βάσεις της. Για την ποιοτική ανωτερότητα της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας δεν νομίζω να έχουν καμία αμφιβολία ούτε οι ίδιοι οι Τούρκοι.

Παρά τον περιορισμό των ωρών πτήσης που έχει επιβάλει η κακή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας τα τελευταία 10 χρόνια, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας των χειριστών μας, όπως μαρτυρούν και οι συχνές πρωτιές που αποσπούν Έλληνες πιλότοι στις πιο απαιτητικές ασκήσεις του ΝΑΤΟ. Ωστόσο οι Τούρκοι κυριαρχούν σχεδόν απόλυτα στον κρίσιμο τομέα των drones (οπλισμένων και μη) ο οποίος μπορεί να αποδειχθεί τελικά καθοριστικός για την έκβαση ενός αεροναυτικού επεισοδίου αφού είμαστε εντελώς απροετοίμαστοι απέναντι σε μια τέτοια απειλή και προς το παρόν δεν έχουμε ούτε τα μέσα ούτε την εκπαίδευση για να την αντιμετωπίσουμε.

Σε κάθε περίπτωση, αν από ελληνικής πλευράς σταλούν μόνο μία ή 2 φρεγάτες η αντιμετώπιση των Τούρκων καθίσταται από αδύνατη έως αυτοκτονική. Αλλά ακόμη κι αν στείλουμε 4 ή περισσότερες φρεγάτες μας, στην έκβαση της μάχης υπεισέρχεται ένας μεγάλος άγνωστος. Ανταλλαγή πληγμάτων με πυραύλους επιφανείας-επιφανείας μεταξύ τόσων ναυτικών μονάδων σε περιορισμένο χώρο δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι τώρα στα ιστορικά χρονικά, και επομένως δεν ξέρουμε πώς θα αποδώσουν τα οπλικά συστήματα και ποια πλευρά θα αποδειχθεί ότι έχει αναπτύξει τις καλύτερες επιθετικές και αμυντικές τακτικές.

Άρα θα είναι θετικό για εμάς ότι η πλούσια πολεμική πείρα που έχουν αποκτήσει οι Τούρκοι στο Κουρδιστάν, στη Συρία και στη Λιβύη δεν θα τους χρησιμεύσει σε κάτι. Δεν ξέρουμε επίσης πόσα πλήγματα πυραύλων αντέχει μία φρεγάτα σαν αυτές που διαθέτουν η Ελλάδα και η Τουρκία ώστε να συνεχίσει να θεωρείται αξιόμαχη, και αν θα καταφέρει να μείνει σώο έστω και ένα πλοίο έπειτα από τις μαζικές εκτοξεύσεις πυραύλων και τορπιλών που θα γίνουν. Το πιθανότερο είναι ακόμη κι αν προλάβουν οι φρεγάτες μας να πλήξουν κάποια από τα τουρκικά σκάφη, να πληγούν σοβαρά και οι ίδιες με τη σειρά τους.

Το θερμό επεισόδιο θα λήξει με νίκη εκείνης της πλευράς που θα έχει μείνει «κύριος του πεδίου της μάχης» μετά τον τερματισμό της ανταλλαγής πυρών είτε έχει επιβιώσει στο μεταξύ το τουρκικό ερευνητικό σκάφος είτε όχι – και ευνοείται η πλευρά που θα έχει τη σαφή αριθμητική υπεροχή. Έτσι ερμηνεύεται η πρόσφατη δήλωση του Τούρκου υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ ότι δεν νομίζει «πως η Ελλάδα θα θελήσει να πολεμήσει με την Τουρκία. Από μαθηματικής άποψης δεν είναι κατάλληλο αυτό, και το τονίζω».

Συνεπώς η ελληνική στρατιωτική διοίκηση θα πρέπει να είναι αποφασισμένη να εμπλακεί σε μία σοβαρή αεροναυτική μάχη που όμοιά της δεν θα έχει ξανασυμβεί παγκοσμίως από το 1982 και τον πόλεμο των Φώκλαντς, και να υποστεί μεγάλες απώλειες σε προσωπικό και υλικό. Δεν είναι σίγουρο αν η Τουρκία θα επιχειρήσει να κλιμακώσει τη σύρραξη προχωρώντας π.χ. σε μία απόβαση στο Καστελόριζο, οπότε το πρόβλημα που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τότε θα είναι ακόμη πιο πολύπλοκο και δυσεπίλυτο.

Ακόμη όμως κι αν η συμπλοκή περιοριστεί στο αεροναυτικο πεδίο, είναι φανερό ότι τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουμε θα είναι τεράστια, και οι πιθανότητες νίκης για εμάς πολύ μικρές. Είναι πρακτικά έτοιμη η ελληνική πλευρά για μία τέτοια αναμέτρηση; Θεωρώ πως όχι, διότι οι ένοπλες δυνάμεις μας ταλανίζονται επί σειρά ετών από χαμηλές διαθεσιμότητες υλικού αλλά και από απόλυτη ακαμψία στο επιχειρησιακό τους δόγμα που δεν τους επιτρέπει να διαχειριστούν επιτυχώς μία τόσο ρευστή μάχη που θα διεξαχθεί σε ελάχιστο χρόνο.

Θεωρώ ότι το μείζον πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουμε σε περίπτωση που η κατάσταση με την Τουρκία φτάσει στα άκρα, θα είναι το ΠΟΙΟΣ θα διαχειριστεί την αεροναυτική μάχη, ποιος θα είναι δηλαδή ο διοικητής από δικής μας πλευράς. Στην Ελλάδα η διακλαδικότητα υπάρχει μόνο στα χαρτιά και στις εκ των προτέρων σκηνοθετημένες ασκήσεις όπου όλοι ξέρουν από μέρες πριν τι πρέπει να πράξουν, πού και πότε.

Σε ένα ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο με τους Τούρκους όμως ποιος θα έχει το γενικό πρόσταγμα; Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ; Δεν είναι αυτή η δουλειά του. Ο Αρχηγός ΓΕΝ; Θα πρέπει να συνεννοείται διαρκώς και να συντονίζεται με την αεροπορία και κάθε λεπτό που θα χάνεται στη μεταξύ τους επικοινωνία θα μας στοιχίζει τρομερές απώλειες. Ο Αρχηγός Στόλου; Μα τότε εκτός από την αεροπορία που δεν θα υπάγεται στις άμεσες διαταγές του, θα πρέπει να συντονίζει και άλλα τρία άμεσα υφιστάμενα κλιμάκια, τη Διοίκηση Φρεγατών, τη Διοίκηση Ταχέων Σκαφών και τη Διοίκηση Υποβρυχίων και τα προβλήματα συνεννόησης και επικοινωνίας μεταξύ όλων αυτών θα είναι σχεδόν αξεπέραστα. Αποτελεί μεγάλο λάθος της ελληνικής αμυντικής αρχιτεκτονικής το ότι δεν υπάρχει ένας διακλαδικός διοικητής που να είναι επικεφαλής μιας Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης στον οποίο το ΓΕΕΘΑ και η χώρα μας να μπορούν να εμπιστευτούν απολύτως και χωρίς επιφυλάξεις τη διαχείριση μιας έστω και τοπικής στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία.

Επιπλέον, η ίδια η νοοτροπία των Αρχηγών ΓΕΕΘΑ και Κλάδων δεν τους επιτρέπει να δεχτούν πως κάποιος υφιστάμενός τους είναι δυνατόν να διεξάγει μία αεροναυτική μάχη χωρίς τη δική τους παρέμβαση. Το πρόβλημα αυτό μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ήσσονος σημασίας, αλλά οι Αμερικανοί που κάτι περισσότερο ξέρουν από εμάς πάνω στον σύγχρονο πόλεμο φρόντισαν να το λύσουν αποτελεσματικά από το 1986 δημιουργώντας τις διάφορες γεωγραφικές διακλαδικές Διοικήσεις.

Θεωρώ επίσης μεγάλο λάθος να βασίζουμε την αποτρεπτική μας στρατηγική στην απειλή ότι η Τουρκία θα πληρώσει ακριβό τίμημα αν επιχειρήσει κάτι εναντίον μας. Τον Ερντογάν δεν τον ενδιαφέρει αν θα χάσει μερικά αεροσκάφη ή φρεγάτες ή στρατιώτες αρκεί να πετύχει τον στρατηγικό του σκοπό.

Έχει αποδειχτεί επανειλημμένα ότι οι Τούρκοι δεν υπολογίζουν τις απώλειες προκειμένου να πετύχουν αυτό που επιδιώκουν. Άρα σκοπός της ελληνικής πλευράς θα πρέπει να είναι η ΝΙΚΗ και όχι το να επιβάλει απλώς ακριβό τίμημα στους Τούρκους. Όπως έλεγε παλιά και ο Αμερικανός στρατηγός ΜακΆρθουρ, «δεν υπάρχει υποκατάστατο της νίκης».

Για όλους τους παραπάνω λόγους αμφιβάλλω πολύ ότι οι Έλληνες αρμόδιοι σκοπεύουν πραγματικά να ρισκάρουν να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική βία κατά των Τούρκων – και πιθανότατα την ίδια εκτίμηση έχουν κάνει και οι Τούρκοι, γι’ αυτό και έχουν αποθρασυνθεί. Είχαμε άλλωστε πρόσφατα το παράδειγμα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στα ανοιχτά της Λιβύης όταν ελικόπτερο της ελληνικής φρεγάτας «Σπέτσαι» επιχείρησε να κάνει νηοψία σε εμπορικό πλοίο που μετέφερε τουρκικά όπλα ατο καθεστώς Σάρατζ, αλλά απειλήθηκε από τις 3 τουρκικές φρεγάτες που το συνόδευαν, και φυσικά υποχώρησε.

Πραγματικά απορώ με την επιχειρησιακή μυωπία των Ελλήνων επιτελών που αποφάσισαν και σχεδίασαν τη συμμετοχή μας στην επιχείρηση «Ειρήνη» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι πίστευαν αυτοί οι άνθρωποι; Ότι αν έστελναν μία φρεγάτα στα ανοιχτά της Λιβύης θα εμπόδιζαν τους Τούρκους να συνεχίσουν να εφοδιάζουν το καθεστώς Σάρατζ; Δεν ήξεραν ότι οι Τούρκοι θα λάμβαναν τα μέτρα τους και δεν θα έστελναν ποτέ ασυνόδευτο φορτηγό πλοίο;

Δεν ήξεραν ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι δεν έχουν καμία όρεξη να εμπλακούν στρατιωτικά με την Τουρκία και ότι η έρμη και μοναχή ελληνική φρεγάτα ευρισκόμενη σε αριθμητικά μειονεκτική θέση θα ήταν αναγκασμένη να υποχωρήσει απέναντι στο τουρκικό ναυτικό; Γιατί έφεραν το ελληνικό πολεμικό ναυτικό σε αυτή τη ντροπιαστική θέση η οποία έπληξε το ηθικό του και το κύρος του;

Όλα αυτά φανερώνουν ότι δυστυχώς είμαστε απροετοίμαστοι για ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία, παρά τις περί του αντιθέτου ηχηρές διαβεβαιώσεις των ιθυνόντων. Ωστόσο θέλω να ξεκαθαρίσω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο πως το γεγονός ότι οι ένοπλες δυνάμεις μας πάσχουν από χρόνιες αδυναμίες που άλλες οφείλονται στη δημοσιονομική κρίση και άλλες στο παρωχημένο επιχειρησιακό δόγμα τους, ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ κατά καμία έννοια ότι θα πρέπει να παραδοθούμε αμαχητί στις ορέξεις των Τούρκων.

ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να αντιδράσουμε στρατιωτικά αν εξαντληθούν όλοι οι άλλοι τρόποι (διπλωματικοί, οικονομικοί κ.λπ) και να υπερασπιστούμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα με κάθε θυσία και όσο καλύτερα μπορούμε, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ αν νικήσουμε ή όχι. Σε όσους αναμασούν τη γνωστή μπούρδα ότι ο πόλεμος δεν λύνει κανένα πρόβλημα ή θεωρούν ότι είμαστε χαμένοι από χέρι σε μία στρατιωτική αναμέτρηση με την Τουρκία και επομένως θα ήταν τρέλα να της αντιταχθούμε δυναμικά, θέλω να τους θέσω δύο πολύ απλά ερωτήματα για να τα απαντήσουν οι ίδιοι στον εαυτό τους.

1) Έχουμε κάποια υποχρέωση έναντι όλων των προηγούμενων γενεών Ελλήνων, και αν ναι, ποια;

2) Έχουμε κάποια υποχρέωση έναντι των μελλοντικών γενεών που θα ζήσουν σ’ αυτόν τον τόπο που λέγεται Ελλάδα, και αν ναι, ποια;

Ας απαντήσουν μέσα τους σε αυτά τα ερωτήματα, και ίσως τότε αντιληφθούν για ποιον λόγο η Ελλάδα είναι ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΗ να αντιδράσει απέναντι στην επιθετικότητα και τον στρατηγικό μαξιμαλισμό της Τουρκίας.

Stirlitz