Η πατριωτική παράδοση της Μάνης και η γραμμή της Ιστορίας

Ιστορία

Με αφορμή την στάση ενός κομματιού της κοινωνίας μας στα όσα συμβαίνουν γύρω μας, κυρίως στα εθνικά μας θέματα, τόσο της αυξανόμενης Τουρκικής επιθετικότητας όσο και στο Σκοπιανό, θα ήθελα να σας διηγηθώ μια μικρή αληθινή ιστορία που ξεκινά 100 περίπου χρόνια πριν και συνδέει το τότε και το σήμερα.

Μερικά χρόνια μετά την πτώχευση του κράτους (1893) και την ταπεινωτική ήτα του 1897, η πάμπτωχη Ελλάδα με τα σύνορά της στην Θεσσαλία (για αυτούς που το ξεχνούν), το 1912, με την καθοδήγηση του Βενιζέλου, η χώρα μας εισέρχεται στους Βαλκανικούς πολέμους και καταφέρνει να διπλασιάσει την Ελλάδα, φτάνοντάς την σχεδόν στα σημερινά της σύνορα.

Κάποιος πιθανόν να αναρωτηθεί θαύμα έγινε; Πώς διπλασιάσθηκε αυτή η πάμπτωχη, μισή από ό,τι είναι σήμερα χώρα; Είναι, προφανές ότι θαύματα δεν γίνονται, εκείνη την εποχή η χώρα είχε ικανούς ηγέτες που οργάνωσαν την χώρα, προετοίμασαν την κοινωνία, της έδωσαν στόχους και όραμα έτσι ώστε οι πολίτες της να αισθάνονται ότι ανήκουν σε ένα συμπαγές σύνολο με ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των μελών της και οι ηγέτες της απολάμβαναν την εμπιστοσύνη της.

Κανένας ηγέτης όσο ικανός και αν ήταν δεν θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα αν δεν είχε την στήριξη και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.

Η πάμπτωχη Ελλάδα στηρίχτηκε στο σθένος και την θέληση του Ελληνικού λαού που όχι μόνο έδινε τα παιδιά του στα πεδία των μαχών, άλλα δώριζε από το υστέρημα του για τον εξοπλισμό ενόπλων δυνάμεων.

Το χωριό Μεγάλη Καστάνια της Μάνης

Αυτά τα χρόνια λοιπόν ζούσε μια γιαγιά σε ένα ημιορεινό και πάμφτωχο χωριό της Μάνης, στις πλαγιές του Ταϋγέτου, αποκλεισμένο από τον έξω κόσμο. Η επικοινωνία εκείνη την εποχή γινόταν με μουλάρια μέχρι τα παραθαλάσσια χωριά και στην συνέχεια με βάρκες (βενζινακάτους μέχρι την δεκαετία του 50) μέχρι την κοντινότερη μεγάλη πόλη.

Κάθε πιθαμή γης στην περιοχή αυτή, την γεμάτη πέτρες, είχε τεράστια αξία για την αυτάρκη οικονομία του τόπου. Κάθε οικογένεια επιβίωνε με ό,τι αυτή παρήγαγε, λίγο λάδι, λίγο σιτάρι και λούπινα.

Η γιαγιά αυτή, σ’ αυτό το απομονωμένο χωριό, θεώρησε ότι ήταν χρέος της να βοηθήσει την εθνική προσπάθεια, δωρίζοντας ένα κτήμα με ελαιόδεντρα στο Ταμείο Εθνικού Στόλου που είχε δημιουργηθεί για την υποστήριξη των αναγκών του Στόλου μας που απελευθέρωνε τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και της παράκτιες πόλεις της Μακεδονίας.

Το ίδιο έκαναν και πολλοί Έλληνες εκείνης της εποχής, πλούσιοι ή φτωχοί, δώριζαν από το υστέρημα ή το περίσσευμά τους ό,τι είχαν τη δυνατότητα για να βοηθήσουν ο καθένας όπως μπορούσε την προσπάθεια για την απελευθέρωση των Ελληνικών περιοχών, ώστε το Ελληνικό κράτος να συμπεριλάβει στους κόλπους του τους Ελληνικούς πληθυσμούς που είχαν μείνει έξω από αυτό.

Η μικρή και ασήμαντη αυτή ιστορία δείχνει ότι η πληγωμένη εθνική αξιοπρέπεια μετά τον «πόλεμο της ντροπής» (1897), έγινε η αφορμή για την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης. Ο λαός ήταν έτοιμος να προσφέρει, ο φτωχός τον οβολό του και οι πλούσιοι μέρος από την μεγάλη τους περιουσία.

Η κοινωνία ήταν συμπαγής χωρίς καχυποψία και ταξικά πρόσημα, οι μεγάλοι ευεργέτες, οι ευπατρίδες και ο απλός πάμπτωχος λαός συντάσσονταν πίσω από τους ηγέτες της Πατρίδας με ένα όραμα. Τίποτα δεν μπορούσε να αποσπάσει τους Έλληνες από τον στόχο τους, ούτε οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, ακόμα και οι σφόδρα αντιβενιζελικοί και φιλοβασιλικοί Μανιάτες δεν δίσταζαν να ακολουθήσουν τον ηγέτη της χώρας Βενιζέλο που την οδήγησε στον διπλασιασμό της.

Η σύγκριση με το σήμερα είναι αναπόφευκτη. Εθνικές ταπεινώσεις, οικονομική κρίση, εθνική υποχώρηση σε όλα τα μέτωπα, όλοι οι γείτονες διεκδικούν κάτι από εμάς και η κοινωνία κατακερματισμένη και βυθισμένη στην μιζέρια της, με κάποια πολιτικά κόμματα να επιδιώκουν τον διχασμό βάζοντας ψεύτικα διλήμματα και ταξικά πρόσημα .

Πραγματικά, τα τελευταία χρόνια έχει καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια για να αποκοιμηθεί πλήρως η Ελληνική κοινωνία και να εξουδετερωθεί κάθε διάθεσή της για αντίσταση σε ό,τι αφορά στα εθνικά θέματα και κυρίως έναντι της «μεγάλης Τουρκίας» έτσι ώστε ένα υπολογίσιμο μέρος των Ελλήνων να θεωρούν ότι μέσα στην οικονομική κρίση που ζούμε (που στην ουσία είναι κρίση αξιών και παρακμής) είναι μάταιο να αντιστεκόμαστε στις ορέξεις του γείτονα.

Δυστυχώς, δεν είναι λίγοι εκείνοι που λένε ότι “δεν χρειάζεται να έχουμε ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και να ξοδεύουμε χρήματα για τον εξοπλισμό τους, ας δώσουμε κάτι και στους Τούρκους να ησυχάσουμε και να συνεχίσουμε τον ύπνο μας”. Αυτή είναι διαχρονικά η λογική κάποιων που αν επικρατούσε άλλες εποχές, ούτε θα είχαμε απελευθερωθεί ούτε τα σύνορά μας θα ήταν εκεί που είναι σήμερα.

Τι άλλο πρέπει να γίνει ακόμη; Πρέπει να ταπεινωθούμε πάλι όπως το 1897, για να ξυπνήσουν οι ηγέτες της χώρας αυτής, οι διανοούμενοι, οι δημοσιογράφοι, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και αυτή η ίδια η κοινωνία ώστε κάτι να αρχίζει να αλλάζει και να αναζητηθεί η αποκατάσταση της εθνική μας αξιοπρέπειας;

Όμως ας επανέλθουμε στην συνέχεια της μικρής μας ιστορίας.

Τα χρόνια πέρασαν κανένας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την δωρεά της γιαγιάς, αφού το πολύτιμο κτήμα για την επιβίωση της οικογένειάς της δεν είχε καμίαν αξία για τον έξω κόσμο και το Ταμείο Εθνικού Στόλου στην απομονωμένη αυτή περιοχή.

Το έτος 2000, το Ταμείο, σε μια προσπάθεια αξιοποίησης της περιουσίας του και επανεξέτασης των δωρεών ανά την Ελλάδα, εντόπισε στα έγγραφά του και την δωρεά της γιαγιάς από το απομονωμένο χωριό της Μάνης που είχε μείνει ανεκμετάλλευτη για πάνω από 90 χρόνια. Ο Διευθυντής του Ταμείου άρχισε να ερευνά την υπόθεση τηλεφωνώντας και ζητώντας πληροφορίες από αξιωματικούς του Ναυτικού που είχαν την καταγωγή τους από την περιοχή.

Στη αναζήτησή του αυτή, ο Διευθυντής του Ταμείου ρώτησε έναν αξιωματικό που το επώνυμο του έμοιαζε με το επώνυμο της γιαγιάς, αν ήξερε κάτι για την υπόθεση και αυτός με την σειρά του ρώτησε τον πατέρα του, που ήξερε καλύτερα τα πράγματα της περιοχής.

Μετά από κάποιες μέρες αναμονής ο πατέρας του αξιωματικού του απάντησε «αγόρι μου, το επώνυμο της γιαγιάς που έκανε τότε την δωρεά δεν ήταν εκείνο που γράφουν τα χαρτιά αλλά το δικό μας (το επώνυμο του αξιωματικού) και ήταν η προγιαγιά σου».

Αυτά τα αναφέρουμε όχι μόνο για να δείξουμε τις διαφορές της σημερινής με την κοινωνία εκείνης της εποχής και των ηγετών της, αλλά κυρίως θέλουμε να επισημαίνουμε ότι ο τότε λαός δεν ήταν ένας λαός μιας άλλης χώρας ή άλλου πλανήτη.

Οι σημερινοί και όχι τόσο μακρινοί απόγονοι των Ελλήνων εκείνης της ένδοξης εποχής, ας ψάξουν λίγο το οικογενειακό τους παρελθόν και εύκολα θα ανακαλύψουν με έκπληξη κάποια συγκινητική ιστορία προσφοράς των παππούδων και των γιαγιάδων τους, που συμμετείχαν στους αγώνες του Έθνους, για να τους παραδώσουν αυτή την χώρα στα σημερινά της σύνορα.

Και τότε κάποιοι που ξέχασαν, ίσως καταλάβουν τι σημαίνει Εθνική Αξιοπρέπεια.

Η γραμμή της ιστορίας δεν πρέπει να σπάσει.

ΥΓ: Η γιαγιά αυτή όταν δώριζε το πολύτιμο για την επιβίωση της οικογένειάς της κτήμα, δεν θα μπορούσε να φαντασθεί ποτέ, ούτε στα πιο τρελά της όνειρα, ότι 100 χρόνια μετά 3 δισέγγονά της θα γίνονταν αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού.

Καστανιώτης

*Καστανιώτης: ο έλκων την καταγωγή από την Καστάνια