H πρόσφατη δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας «Εάν θεωρήσουμε ότι μπορούμε στρατιωτικά να δώσουμε μάλλον λύση μέσα από την στρατιωτικοποίηση, αυτό θα είναι το τέλος του Κυπριακού Ελληνισμού» αποτελεί την πλέον κατηγορηματική επιβεβαίωση της χρεοκοπίας της μέχρι σήμερα στρατηγικής επίλυσης του εθνικού μας θέματος.
Με τις δηλώσεις του προέδρου Αναστασιάδη στέλνεται το μήνυμα ότι σήμερα το Κυπριακό απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων και των παραστάσεων της λύσεως, όπως η ελληνική πλευρά τους διαμόρφωσε αμέσως μετά την εισβολή, και ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος διολισθαίνουν βαθμιαία και σταθερά προς τις τουρκικές θέσεις.
Αυτή η αντίληψη εκπέμπει διεθνώς την εικόνα που θέλει να επιβάλει η Τουρκία, ότι δηλαδή από την μια υπάρχει η απειλή της τελευταίας ευκαιρίας και από την άλλη η απειλή της νομιμοποίησης της διχοτόμησης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι επιλογές που υπάρχουν για την Ελληνοκυπριακή πλευρά είναι τραγικές. Στην ουσία, ποια επιλογή προδιαγράφεται για την ελληνική πλευρά;
Αποδεχθείτε όσο το ταχύτερον μία ολιγότερο επώδυνη λύση. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες Κύπριοι δεν έχουν πολλά περιθώρια ελιγμών και αυτό οφείλεται στα αδιέξοδα στρατηγικής, άρα οι προσπάθειές τους, αναγκαστικά, θα πρέπει να κατευθύνονται σύμφωνα με την πορεία που θέλει η Τουρκία. Η διαπίστωση αυτής της πραγματικότητας, σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, είναι τραγική.
Δυστυχώς, η μέχρι τώρα στρατηγική μας έχει εναποθέσει τις ελπίδες επίλυσης του προβλήματος σχεδόν αποκλειστικά στην ψευδαίσθηση πως τόσο ο εμπλεκόμενος διεθνής παράγοντας όσο και ο ΟΗΕ θα ερμηνεύσουν το διεθνές δίκαιο όχι με κριτήριο τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες αλλά στην λογική αντικειμενικών αρχών «διεθνούς νομιμότητας» και στην «καλή διάθεση» της Τουρκίας.
Με αυτό τον τρόπο, αντί το διεθνές δίκαιο να ενισχύει την ελληνική πλευρά, οι λανθασμένες εκτιμήσεις για τον ρόλο του στις διακρατικές σχέσεις προκάλεσαν σταδιακά την αποδυνάμωσή της, την εγκατάλειψη πιο αποτελεσματικών προσεγγίσεων, όπως την αποτρεπτική στρατηγική, και τη σταδιακή επικράτηση των πολιτικών θέσεων της Τουρκίας.
Για να μπορέσει η Κύπρος να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της μακράς αντιπαράθεσης με την Τουρκία πρέπει να δημιουργήσει ένα σύστημα παραγωγής μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής και αυτή η στρατηγική θα πρέπει να σχεδιαστεί από κοινού με την Ελλάδα, διαφορετικά παύει να είναι εθνική.
Η Τουρκία, στην ιστορική εξέλιξη του Κυπριακού, εφήρμοσε μία συγκεκριμένη στρατηγική, λόγω της ύπαρξης μηχανισμού λήψης αποφάσεων (Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας) που της επέτρεψε να επιτυγχάνει στην πολιτική της: α) συνέχεια, β) συνοχή, γ) μακροπρόθεσμη βάση και δ) αποτελεσματικότητα.
Επιπλέον, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην περιοχή, κατά τα τελευταία χρόνια, είναι αναθεωρητική με ηγεμονικές αξιώσεις και με ευδιάκριτους στρατηγικούς στόχους, τους οποίους σε μερικές περιπτώσεις συνοδεύει με καταναγκαστική διπλωματία, δηλαδή με απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας (π.χ. Συρία και casus belli κατά της Ελλάδος για τα θέματα του Αιγαίου, αμφισβήτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Συνεπώς, σε επίπεδο εθνικής υψηλής στρατηγικής θα πρέπει να υιοθετηθούν:
α) στρατηγική ανάσχεσης της Τουρκίας,
β) αποφυγή κατευνασμού της Τουρκίας, διότι εκλαμβάνεται ως αδυναμία και αυξάνει τις τουρκικές αξιώσεις,
γ) υιοθέτηση ισορροπημένης στρατηγικής που να μεγιστοποιεί το κόστος για την Τουρκία σε περίπτωση χρήσης βίας, προκειμένου να παύσει να προκαλεί με την καταναγκαστική διπλωματία,
δ) εκμετάλλευση των αδυναμιών της (π.χ. αντιπαραθέσεις με τους γείτονες, Κουρδικό, ευρωπαϊκή πορεία, υπερεξάπλωση),
ε) στήριξη του αμυντικού μας σχεδιασμού στις δικές μας δυνάμεις,
στ) ανάπτυξη περιφερειακών στρατηγικών συνεργασιών (π.χ. Ισραήλ και Αίγυπτο), και τέλος
ζ) έμφαση στη γεωοικονομική διπλωματία, με σωστό στρατηγικό σχεδιασμό στην εκμετάλλευση του υποθαλασσίου φυσικού πλούτου.
Το κυρίαρχο πρόβλημα στο Κυπριακό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η εξισορρόπηση της Τουρκίας για να αντιμετωπιστεί ο ηγεμονικός της αναθεωρητισμός, διαφορετικά υπάρχει έντονα ο κίνδυνος δορυφοροποίησης της Ελλάδος και της Κύπρου.
Το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν είναι ψυχολογικό, είναι πρωτίστως θέμα ασφάλειας. «Ο ισχυρός επιβάλλει όσα του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του» (Θουκιδίδης).
Χρήστος Ιακώβου