Η ισχύς της αποτροπής

Αρθρογραφία Εθνικά

Η ενίσχυση της αμυντικής μας ισχύος συνιστά τη διαρκή προετοιμασία από την περίοδο της ειρήνης, προς αντιμετώπιση των κινδύνων και των απειλών

Άποψη

Το διεθνές σύστημα εδράζεται στην ισχύ. Οι θεωρίες της ισχύος από τον Θουκυδίδη (διάλογος Αθηναίων με Μηλίους, Μάρτιος 416 π.Χ.) μέχρι τον T. Hobbes (1651) και τους μετέπειτα πολιτικούς επιστήμονες και στρατηγιστές M. Weber, H. Morgenthau, G. Kennan κ.ά., αναδεικνύουν τους κεντρικούς συντελεστές της ισχύος. Προεξάρχουσα θέση καταλαμβάνουν η αποτροπή, η άσκηση βίας, η διπλωματία, η επιρροή, η πειθώ, η χειραγώγηση και ο εξαναγκασμός με εκβιαστική διπλωματία και αναγκαστική διαπραγμάτευση με ή χωρίς εφαρμογή της «θεωρίας ανταλλαγής» του G. Homans.

Η πληθώρα διατυπώσεων της αποτροπής καθώς και οι συνεκδοχικές εκφάνσεις της έχουν ως κοινό τόπο το συμπέρασμα ότι: η αποτροπή είναι η ψυχή της αποθάρρυνσης επιθετικών ενεργειών. Εχει χωροχρονική συνέχεια και αποσκοπεί στη διαμόρφωση της επιθυμητής μελλοντικής συμπεριφοράς του αντιπάλου. Ως επιθετικές ενέργειες δεν θεωρούνται μόνον οι πράξεις ένοπλης βίας αλλά και η παραβίαση θεμελιώδους συμφέροντος ή/και κυριαρχικού δικαιώματος.

Σε οιοδήποτε επιχειρησιακό πεδίο, ιδιωτικό ή κρατικό, οι ενδεχόμενες ενέργειες αξιολογούνται με βάση τα κριτήρια «καταλλήλου» – «κατορθωτού» – «παραδεκτού». Η έννοια της αποτροπής εστιάζεται στο να πείσει τον αντίπαλο ότι οιαδήποτε επιθετική ενέργειά του ή παραβίαση θεμελιωδών συμφερόντων ή/και κυριαρχικών δικαιωμάτων, δυνατόν να πληροί τα κριτήρια «κατάλληλου» και «κατορθωτού», αλλά όχι όμως αυτό του «παραδεκτού», διότι θα συνεπιφέρει απαράδεκτο κόστος απωλειών σε σχέση με το προσδοκώμενο όφελος. Τούτο θα οδηγήσει στην αναθεώρηση των στρατηγικών επιδιώξεων ή/και στο σημείο αποκορύφωσης (culminating point) της ισχύος του αντιπάλου.

Η αποτροπή προϋποθέτει ότι ο αντίπαλος γνωρίζει όχι μόνον τη δριμύτητα της ανταπόδοσης, αλλά και τα αντίποινα που θα υποστεί ως πλήγματα κατά των εθνικών του συμφερόντων και των υποστηρικτικών δομών άντλησης ισχύος. Ως εκ τούτου, η αξιόπιστη αποτροπή απαιτεί στο στρατιωτικό πεδίο τις ακόλουθες βασικές συνιστώσες:

• Προωθημένη ανάπτυξη δυνάμεων με κατάλληλη ετοιμότητα, και εκμετάλλευση γεωγραφικού πλεονεκτήματος για ναυτική και αεροπορική υπεροχή. Κλιμάκωση αντιδράσεων εάν κριθεί σκόπιμο και δεν παρερμηνευθεί ως στρατιωτική υστέρηση και κατευνασμός.

• Κατάλληλες δυνάμεις ώστε να επιφέρουν δριμεία ανταπόδοση και το επιθυμητό επιθετικό πλήγμα και αντίποινα σε στρατηγικό βάθος.

• Πρόκληση απωλειών, πέραν αυτών της ανταπόδοσης, εντός και εκτός του θεάτρου επιχειρήσεων. Τούτο θα οδηγήσει στην αναθεώρηση των στρατηγικών επιδιώξεων ή στο σημείο αποκορύφωσης (culminating point) της ισχύος του αντιπάλου.

Η ισχύς και η διπλωματία είναι το υπόβαθρο της αποτροπής. Εάν η αποτροπή τείνει να καταρρεύσει, τότε κυρίαρχο και καθοριστικό ρόλο επέχει η πολιτική βούληση εφαρμογής των ανωτέρω στρατιωτικών ενεργειών. Η κατάλληλα διατυπωμένη ρητή και σαφής πολιτική δήλωση του υπεύθυνου ηγέτη, δεν πρέπει να επιδέχεται αμφισβήτηση ή παρερμηνεία επί των συνεπειών που θα υποστεί ο αντίπαλος σε ενδεχόμενη εκδήλωση επιθετικής ενέργειάς του ή παραβίασης θεμελιώδους συμφέροντος ή/και κυριαρχικού δικαιώματος. Ενα ισχυρό εσωτερικό μέτωπο με πολιτική σύμπνοια ενισχύει και χαλυβδώνει τα μέγιστα την εθνική ισχύ.

Στη δεκαετία του ’50 η Μεσόγειος εθεωρείτο «το βαρόμετρο του παγκόσμιου γεωπολιτικού κλίματος». Στην πρόσφατη δεκαετία, η Μεσόγειος, τμήμα του ζωτικού μας χώρου, ανακτά τον χαρακτηρισμό της λόγω των συγκρούσεων και ενδογενών αιτιών στην ευρύτερη περιοχή της Β. Αφρικής και Μ. Ανατολής με συνέπεια τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό και σύγκρουση συμφερόντων των ενδιαφερομένων τρίτων χωρών.

Το περιβάλλον ασφαλείας επιδεινούται λόγω της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας και της εντατικής προσπάθειάς της να αναδειχθεί ως επικυρίαρχος δύναμη με άσκηση περιφερειακής ισχύος και επιρροής επί μουσουλμανικών κατά βάση χωρών. Η προσπάθεια επικυριαρχίας της συμπεριλαμβάνει και την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος με συναφή επιθετική ρητορική και απειλές κατά της εδαφικής ακεραιότητος της χώρας μας. Η ΑΟΖ, η υφαλοκρηπίδα, η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης αποτελούν, κατά την άποψη μου, την προμετωπίδα της έμμεσης προσέγγισης της μετακεμαλικής Τουρκίας προς τον αντικειμενικό της σκοπό για μία «συμφωνία πακέτο» ή τουλάχιστον μετάπτωση των απορρεόντων δικαιωμάτων μας εκ του Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης, σε κατάσταση υπνώσεως και αποστέρηση της δυνατότητός μας στην ενάσκησή τους. Ο Περικλής έπεισε τους Αθηναίους και απέρριψε την απαίτηση των Λακεδαιμονίων για ανάκληση του Μεγαρικού ψηφίσματος λέγοντας στην Εκκλησία του Δήμου: «Εάν υποχωρήσετε, θα βρεθείτε αμέσως μπροστά σε κάποια άλλη, μεγαλύτερη, απαίτησή τους, διότι θα νομίσουν ότι από φόβο υποκύψατε» (Θουκυδίδη ιστορία, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος).

Η Ελλάδα ενεργεί ως σταθεροποιητικός παράγων σε όλη την περιοχή του ζωτικού της ενδιαφέροντος (Ανατολική Μεσόγειος, ΝΑ Ευρώπη, Μ. Ανατολή και Β. Αφρική) και ασκεί την εξωτερική της πολιτική με αυτοπεποίθηση, σύνεση και αποφασιστικότητα. Επιδιώκει με κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς τη μετάπτωση ορισμένων χωρών από την ευμενή ουδετερότητα σε ανοικτή υποστήριξη. Οταν όμως η Ελλάδα ωθείται στο «όριο των ορίων της», τότε οι σταθερές καθίστανται μεταβλητές και οι βασικές στρατιωτικές συνιστώσες της αποτροπής χρήζουν ετοιμότητος εφαρμογής ώστε να αποτελέσουν ιθυντήρια σημεία των ενεργειών μας. Η ενίσχυση της αμυντικής μας ισχύος συνιστά τη διαρκή προετοιμασία, από την περίοδο της ειρήνης, προς αντιμετώπιση των κινδύνων και απειλών κατά της εθνικής μας ασφάλειας.

Το μέλλον, με βάση τις παρούσες συνθήκες, προδιαγράφεται εξαιρετικά απαιτητικό για την Ελλάδα και τις Ενοπλες Δυνάμεις της. Δεν έχουμε ούτε την πολυτέλεια ούτε την άνεση για πολιτικές που περιπλέκουν και διασπούν το αρραγές του εθνικού μας μετώπου.

Π. Χηνοφώτης
ναύαρχος (ε.α.) Π.Ν., επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ και πρ. υφυπουργός Εσωτερικών.