Κήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου στις 2 Οκτωβρίου 1914

Ιστορία

Ο Αξιωματικός της Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος γεννήθηκε το 1864 στην Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου και πέθανε στις 19 Μαΐου 1930, στο σπίτι του στην οδό Ραβινέ στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με πρόθεση να εισαχθεί στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, όμως δεν τα κατάφερε λόγω υπερβάσεως του ορίου της ηλικίας και με την προτροπή του θείου του Ιωάννη Σπυρομήλιου που ήταν Μέραρχος του Σώματος, κατατάχθηκε στη Βασιλική Χωροφυλακή και εξελίχθηκε σε αξιωματικό.

Συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως επικεφαλής δυνάμεως χωροφυλάκων και πήρε μέρος στην απόβαση της Ηπειρωτικής Φάλαγγας στη Νικόπολη της Πρέβεζας και πολέμησε στις μάχες στην περιοχή.

Κατόπιν συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα, ενώ το 1906 ίδρυσε την “Ηπειρωτική Εταιρεία”. Στις 5 Νοεμβρίου 1912, του δόθηκε εντολή να αποβιβαστεί στην Χιμάρα, με συνολικά 2.000 εθελοντές, κυρίως Χειμαρριώτες και Κρητικούς. Η απόβαση, έγινε χωρίς δυσκολία, στις 7:30 το πρωί στα Σπήλια της Χιμάρας με την υποστήριξη του ατμόπλοιου «Αχελώος» και είχε πλήρη επιτυχία.

Οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν στο Λονδίνο την δημιουργία Αλβανικού Κράτους στις 29 Ιουλίου 1913, χωρίς όμως να καθορίσουν τα σύνορά του, ώστε να μετριάσουν, να περιορίσουν και να απορροφήσουν την ελληνική αντίδραση. Στις 17 Μαΐου του 1914 υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας μεταξύ της αλβανικής κυβέρνησης, που επικεφαλής της ήταν ο πρίγκιπας Βηντ και του προέδρου της «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου» Γεωργίου Χρηστάκη-Ζωγράφου.

Με αυτο τερματίστηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ αλβανικής χωροφυλακής-ατάκτων και Βορειοηπειρωτών (Ιερών Λόχων) και αναγνωρίστηκε η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου μαζί με μια σειρά δικαιωμάτων για τον τοπικό πληθυσμό. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος απέτρεψε την εφαρμογή του αλλά είναι εντυπωσιακό οτι το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας δεν αναιρέθηκε ποτέ από κάποια μεταγενέστερη συνθήκη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εμείς ως λαός πάντα θεωρούσαμε τους Ιταλούς φίλους καμιά φορά και συγγενείς επαναλαμβάνοντας συχνά το una faccia una razza για να δηλώσουμε την ομοιότητα μας στο ταπεραμέντο σε αντιδιαστολή συνήθως με τους “ψυχρους” και πειθαρχημενους Βορειοευρωπαιους.

Η αγάπη του Ελληνικού Λαού προς τον Ιταλικό πάει πίσω πριν το 1821 με την επανάσταση των Καρμποναρων, όταν πολλοί Έλληνες, μεταξύ αυτών και ο ποιητης Ανδρέας Κάλβος, πολέμησαν στην Ιταλία. Αργότερα η προσπάθεια των Ιταλών για ενοποίηση σε ένα κράτος και οι πόλεμοι του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι εναντίον των Αυστριακών θα προκαλέσουν τριγμούς στην κοινή γνώμη του ελληνικού Βασιλείου: Οι Έλληνες θεωρούσαν ότι ο βασιλιάς Οθων δεν παίρνει σαφή θέση κατά των Αυστριακών και δεν αποστέλλει βοήθεια στους Ιταλούς.

Η Ιταλία όμως πολύ σύντομα μετά την ενοποίηση της επιζητεί να δημιουργήσει ζώνη επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο πόλεμος εναντίον της οθωμανικής Λιβύης το 1911 θα μεταφερθεί στα Δωδεκάνησα (επίσης οθωμανικά την εποχή εκείνη) και αφού τα καταλάβει θα προσπαθήσει να ιταλοποιησει τον ελληνικό πληθυσμό τους.

Η δημιουργία του αλβανικού κράτους καθώς και η προστασία του καθορίζεται από τις ιταλικές επιδιώξεις δημιουργίας προτεκτοράτου στα Δυτικά Βαλκάνια. Δεν θα διστάσει ο Μουσολίνι το 1923 να στείλει τον Ιταλικό Στόλο να κανονιοβολησει και να καταλάβει την Κέρκυρα. Λίγο πριν την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα θα ανακινηθει το ζήτημα των Τσάμηδων, ενώ το 1941 – 2 θα γίνει απόπειρα δημιουργίας κουτσοβλαχικου κρατιδίου στην Ήπειρο, το λεγόμενο “Πριγκιπάτο της Πίνδου”. Όλα αυτά ανατραπηκαν μετά το τέλος του Β’Παγκοσμίου Πολέμου. Τα σχέδια αυτά των Ιταλών κατέρρευσαν και λόγω της ήττας τους αλλά και λόγω της μη ανταπόκρισης των εντόπιων πληθυσμών.

Είχε προηγηθεί τον Νοέμβριο του 1940 η απελευθέρωση της Βόρειας Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό. Στις 22 Νοεμβρίου 1940 τμήματα του Ελληνικού Στρατού εισέρχονται απελευθερωτές του βορειοηπειρωτικού διαμερίσματος της Κορυτσάς. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και ζητωκραύγαζε: “Πήραμε την Κορυτσά”. Η απελευθέρωση της Κορυτσάς ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία του Ελληνικού Στρατού στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο. Στην πόλη βρίσκονταν και την υποστήριζαν ισχυρές ιταλικές δυνάμεις (μεραρχία Τριέστι – Πιεμόντε – Βενέτσια – Αρέστο με δύο τάγματα μεγαλοχιτώνων – με το τάγμα των Βερσαλιών και ένα τάγμα Αλβανών). Ο αγώνας για την κατάληψή της κράτησε οχτώ μέρες και κόστισε πολλές απώλειες.

Η Χειμάρρα επεπρωτο να απελευθερωθεί εκ νέου από έναν Σπυρομήλιο και μάλιστα Αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού, τον Πύρρο Σπυρομήλιο. Πατέρας του ήταν ο Στρατηγός Νικόλαος Σπυρομήλιος, ο θρυλικός Καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα. Γόνος της ηρωικής οικογένειας των Σπυρομήλιων, εισήλθε στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στις 13 Σεπτεμβρίου του 1929 για να αποφοιτήσει τέσσερα χρόνια αργότερα στις 30 Σεπτεμβρίου 1933 σαν μάχιμος Σημαιοφόρος.

Ενώ ο Ελληνικός Στρατός, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, προέλαυνε στην Βόρεια Ήπειρο και οι Άγιοι Σαράντα είχαν απελευθερωθεί, ο Σημαιοφόρος Π. Σπυρομήλιος ΒΝ, ο οποίος υπηρετούσε στην Ναυτική Διοίκηση Βορείου Ηπείρου ζήτησε από τον διοικητή του να τεθεί επικεφαλής του αποσπάσματος που θα κατελάμβανε την πόλη της Χειμάρρας, διότι ήθελε να είναι αυτός πρώτος που θα έμπαινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η άδεια δόθηκε και ετέθη επικεφαλής αποσπάσματος από 25 χωροφύλακες και ένα ναύτη εθελοντή. Ο ίδιος ο Σπυρομήλιος θα περιγράψει την συγκινητική στιγμή:

«Πεζοπορούντες επί δεκάωρον περίπου εισήλθομεν εις την Χειμάρρα άνευ αντιστάσεως γενόμενοι δεκτοί υπό των κατοίκων με έξαλλον ενθουσιασμόν και ύψωσα την Ελληνικήν Σημαίαν εγκαταστήσας τας πρώτας Ελληνικάς Αρχάς. Ουδεμία μάχη συνήφθη και η ως άνω ενέργειά μου δεν δύναται να χαρακτηρισθή ως επιχείρησις.» (Έγγραφο Κυβερνήτη αντιτορπιλικού Δόξα, Αντιπλοιάρχου Σπυρομήλιου υπ’ αριθ. 235, 18/2/1952 προς την Σύνταξιν της Πολεμικής Εκθέσεως, Αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού).

Ο ηρωισμός του όμως ήταν αστείρευτος. Την 1η Μαρτίου του 1941 ο Σημαιοφόρος Σπυρομήλιος έδειξε απαράμιλλο θάρρος. Λόγω διαταγής του Υπουργείου Ναυτικών για χρησιμοποιήση του όρμου Πανόρμου της Χειμάρρας για ανεφοδιασμό, διετάχθη από τον Διοικητή της Ναυτικής Διοίκησης Βορείου Ηπείρου να διενεργήσει γρίπιση ναρκών. Για τον σκοπό αυτόν διετέθησαν δύο μικρά επίτακτα πετρελαιοκίνητα πλοία. Στο πρώτο επέβη ο Σπυρομήλιος με έναν Υπαξιωματικό και ένα Ναύτη και στο δεύτερο ο Αρχικελευστής Καλαμποκίδης. Το πρώτο για οπλισμό είχε ένα φορητό πολυβόλο, ενώ το δεύτερο για άμυνα δεν είχε παρά το περίστροφο του Αρχικελευστή Καλαμποκίδη.

Κατά τα μεσάνυκτα δίπλα τους ανεδύθη ιταλικό υποβρύχιο. Ο Σημαιοφόρος Σπυρομήλιος διέταξε να ποντιστεί το σύρμα της γρύπισης και ταχύτατα με το πλοίο του κινήθηκε ανάμεσα στο υποβρύχιο και τον ανυπεράσπιστο Καλαμποκίδη βάλλοντας παράλληλα με το φορητό πολυβόλο εναντίον του υποβρυχίου. Το ιταλικό υποβρύχιο απάντησε με το πολυβόλο του και τα δύο αντιαεροπορικά πολυβόλα του. Η μάχη κράτησε 10 λεπτά, οπότε και το ιταλικό υποβρύχιο κατεδύθη (Αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού).