Υπάρχουν (τουλάχιστον) δύο είδη λογοκρισίας. Η ετερολογοκρισία παραπέμπει σε κάποιον εξωγενή σε σχέση με τον παραγωγό λόγου παράγοντα που διαθέτει την ισχύ να επιβάλει κανόνες χρήσης της γλώσσας στη δημόσια (ενίοτε και στην ιδιωτική) σφαίρα και να παρακολουθεί την εφαρμογή τους.
Εκφράζεται είτε προληπτικά, ως απαγόρευση αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας, είτε κατασταλτικά, ως επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση που δεν λειτουργήσει το πρώτο. Η αυτολογοκρισία δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην κάποια υπερκείμενη εξουσία που ρυθμίζει και ελέγχει τη γλωσσική χρήση του υποκειμένου. Όταν την προϋποθέτει, έχουμε την περίπτωση εσωτερίκευσης εκ μέρους του υποκειμένου των κανόνων που έχει θεσπίσει η υπερκείμενη εξουσία για τη χρήση της γλώσσας.
Η οπτική του φορέα της εξουσίας για το τι είναι αποκλίνουσα γλωσσική χρήση συμπίπτει με την οπτική του υποκειμένου. Στη συνείδηση του υποκειμένου, του παραγωγού λόγου, η απαγόρευση του αποκλίνοντος λόγου εμφανίζεται ως απολύτως νομιμοποιημένη, κανονική και επιβεβλημένη. Όταν δεν υφίσταται κρατική αρχή που να ρυθμίζει τη χρήση της γλώσσας, η αυτολογοκρισία παίρνει τη μορφή συμμόρφωσης του ομιλητή σε άτυπους κανόνες λόγου που οφείλουν να ρυθμίζουν τη γλώσσα των ατόμων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ομάδα: μέλη του κόμματος, μέλη μιας οργάνωσης, πιστοί μιας θρησκείας, άτομα που επιθυμούν να εμφανίζονται ως «προοδευτικοί» κλπ.
Στην τελευταία περίπτωση δεν είναι κάποια επίσημη διάταξη που ορίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται, πότε, από ποιον, σε ποιον και γιατί, αλλά είναι η γλωσσική κουλτούρα της ομάδας που ρυθμίζει τη χρήση της γλώσσας. Τα μέλη της ομάδας, και γενικά όσοι επιθυμούν να λογίζονται ως τέτοια, προσαρμόζουν τη χρήση της γλώσσας στις προσδοκίες της (πραγματικής ή φαντασιακής) ομάδας στην οποία ανήκουν.
Η αποκλίνουσα χρήση της γλώσσας εδώ δεν επισύρει επίσημες κυρώσεις, αλλά θολώνει την εικόνα του ομιλητή σε σχέση με την ιδανική εικόνα του μέλους της ομάδας ή ομίλου όπου ανήκει ή επιθυμεί να λογίζεται ότι ανήκει. Τα παραδείγματα αυτολογοκρισίας λόγω προσαρμογής του ομιλητή στους άτυπους κανόνες χρήσης της γλώσσας της ομάδας είναι άπειρα. Θα ασχοληθούμε μόνο με ένα, καθώς η εσωτερική λογική αυτού του φαινομένου είναι η ίδια.
Πώς θα σας φαινόταν η φράση «Ο τουρκικής καταγωγής φυλακισμένος ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν Αμπντουλάχ Οτσαλάν απηύθυνε έκκληση στους τουρκικής καταγωγής φυλακισμένους βουλευτές να σταματήσουν την απεργία πείνας».
Θα μπορούσε να την είχε εκδώσει το γραφείο Τύπου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, με την προσθήκη «τρομοκρατικής οργάνωσης» μπροστά από το όνομα του κόμματος. Θα μπορούσε, επίσης, να την είχε συντάξει κάποιος που υιοθετεί την οπτική του τουρκικού κράτους σε σχέση με την ύπαρξη κουρδικού έθνους και προσώπων που ανήκουν στο έθνος αυτό στην τουρκική επικράτεια.
Δεν θα μπορούσε να την είχε εκστομίσει χρήστης της γλώσσας που αναγνωρίζει ότι στην Τουρκία υπάρχουν πρόσωπα που αυτοπροσδιορίζονται ως Κούρδοι και σ’ αυτούς ανήκει ο Οτσαλάν καθώς και οι φυλακισμένοι ομοεθνείς βουλευτές του τουρκικού κοινοβουλίου. Το τουρκικό κράτος δεν ρυθμίζει μόνο τη γλώσσα αναφορικά με το αν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν είναι τρομοκρατική οργάνωση, αλλά και την ίδια τη γλωσσική κατηγορία μέσω της οποίας αυτοπροσδιορίζεται και ετεροπροσδιορίζεται (με εξαίρεση τις τουρκικές κρατικές αρχές) ο πληθυσμός των Κούρδων στη γειτονική χώρα.
Ποιο είναι το «κώλυμα» του τουρκικού κράτους εν προκειμένω; Είναι απλό. Δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει κουρδικό έθνος εντός της τουρκικής επικράτειας. Οι επίσημες απαγορεύσεις της γλωσσικής χρήσης στον δημόσιο λόγο σχετικά με τους Τούρκους πολίτες κουρδικής εθνότητας υπηρετούν αυτόν ακριβώς τον πολιτικό στόχο: να καταστεί ανύπαρκτο στον δημόσιο λόγο κάτι που είναι υπαρκτό στην καθημερινή ζωή, στην πράξη: μια μη-τουρκική εθνότητα μέσα στην Τουρκία.
Κώλυμα όμως με την εθνότητα, ειδικότερα με την ελληνική, έχουν και μερικοί Έλληνες διανοούμενοι και δημοσιολόγοι. Υπάρχουν π.χ. κύκλοι στην ελληνική κοινωνία που δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ τον όρο «Βορειοηπειρώτης» για τους Βορειοηπειρώτες, για τους ελληνικής εθνότητας πολίτες της Αλβανίας ή για όσους από αυτούς έχουν μεταναστεύσει και ζουν στην Ελλάδα και είτε διατηρούν ακόμη, είτε έχουν αποποιηθεί την αλβανική υπηκοότητα. Και εδώ τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται περίεργα – εκ πρώτης όψεως. Διότι αν το τουρκικό κράτος έχει τους λόγους του που δεν επιθυμεί να αναγνωρίζεται – έστω μέσω της απλής χρήσης της γλώσσας – κουρδικό έθνος στην επικράτειά του, τι εμποδίζει τους «πολιτικά ορθώς» σκεπτόμενους Έλληνες να αποφεύγουν τη χρήση του όρου «Βορειοηπειρώτης»;
Η απάντηση είναι, οι συνδηλώσεις του. Όσοι αποφεύγουν τη χρήση της συγκεκριμένης λέξης αυτολογοκρίνονται, προσαρμοζόμενοι – κάποιοι ασμένως, κάποιοι άλλοι βαρυγκομώντας εσωτερικά – στην επιταγή της «προόδου», σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί να είσαι, αλλά και να φαίνεσαι «προοδευτικός». Κυρίως να φαίνεσαι.
Δεν πρόκειται απλώς για κάποια αποϊδεολογικοποιημένη γλωσσική μόδα, αλλά για μια νομιμοποιημένη στον κύκλο των «προοδευτικών» όλου του φάσματος – από τον νεοφιλελευθερισμό μέχρι την άκρα αριστερά – γλωσσική πρακτική με την οποία υποδηλώνουν την απέχθειά τους για τον «εθνικισμό», έτσι όπως αυτοί τον ορίζουν, και για τη «συντήρηση», δηλαδή για ό,τι δεν συνάδει με την ιδεολογία τους. Έτσι θεωρούν ότι ο όρος «Βορειοηπειρώτης» παραπέμπει σε άλλες εποχές, σε πολιτικές προσάρτησης αλβανικών εδαφών στην ελληνική επικράτεια, σε μεγαλοϊδεατισμούς και σε «Ελληναράδες».
Η απόρριψη του όρου «Βορειοηπειρώτης» ως ιδεολογικά ύποπτη από συγκεκριμένους παραγωγούς δημόσιου λόγου στην ελληνική κοινωνία δεν παραπέμπει μόνον στην αυθόρμητη συμμόρφωση στους γλωσσικούς κανόνες του καθωσπρεπισμού της «προόδου». Την ίδια στιγμή αποτελεί και δείκτη άγνοιας στοιχειωδών πραγμάτων αναφορικά με τις έννοιες (και τις πραγματικότητες) του κράτους, του έθνους και της ταυτότητας.
Ένα κράτος έχει πολίτες, ανεξάρτητα από το πόσες εθνότητες συγκατοικούν στην επικράτειά του. Είναι πιθανόν να έχει και αλλοδαπούς, π.χ. μετανάστες, πρόσφυγες, και άλλους – αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση. Ο πολίτης δεν έχει καταγωγική σχέση με το κράτος στο οποίο ανήκει, αλλά νομική. Η ιδιότητα που αποκτά το άτομο μέσα από τον πολιτικό δεσμό με το κράτος του οποίου είναι πολίτης, η ιδιότητα του πολίτη, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά ένταξη σε κάποιο έθνος, με την έννοια της εθνότητας.
Η σύγχυση προκύπτει από το διπλό σημασιολογικό φορτίο της λέξης «έθνος»στην ελληνική γλώσσα (και αντιστοίχως της λέξης nation) ως ενιαίου σημαίνοντος για δύο διακριτά σημαινόμενα: κράτος και έθνος. Το έθνος, αντιθέτως, παραπέμπει σε μια διαχρονική πολιτισμική (για ορισμένους ακόμη και καταγωγική) κοινότητα.
Από την αίσθηση συμμετοχής σε αυτήν την κοινότητα πηγάζει η εθνική (ή εθνοτική για ορισμένους) ταυτότητα. Σε αυτό το δεύτερο παραπέμπει η λέξη «Βορειοηπειρώτης»: στην αίσθηση του υποκειμένου ότι ανήκει σε μια ευρύτερη διαχρονική κοινότητα, στην κοινότητα των Ελλήνων, και ειδικότερα εκείνων των Ελλήνων που ζουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή της σημερινής Αλβανίας, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η επικράτεια του αλβανικού κράτους τα τελευταία εκατό χρόνια περίπου.
Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και η γερμανική κατοχική δύναμη στην Αλβανία χρησιμοποιούσε τον όρο «Έλληνες της Αλβανίας» – και όχι αλβανικής καταγωγής αντάρτες – για τους Βορειοηπειρώτες αντιστασιακούς, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων αγωνίστηκε στο πλευρό του αλβανικού εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου.
Τώρα γιατί στη σημερινή Ελλάδα ορισμένοι προτιμούν αντ’ αυτού τον πολιτικά ορθό όρο «αλβανικής καταγωγής» είναι αξιοπρόσεκτο φαινόμενο. Δείχνει ότι οι φορείς της ιδεολογίας της πολιτικής ορθότητας είναι έτοιμοι για νοητικές ακροβασίες, αρκεί να σταλεί το μήνυμα της συμμόρφωσης σε όσα κελεύει η ιδέα της «προόδου».
Αθανάσιος Γκότοβος
τ. Καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Πηγή: huffingtonpost.gr