Δεν ζητιανεύουν τη λευτεριά ρε, πολεμούν για τη χάρη της

Αρθρογραφία Κύπρος

Στο πρώτο πλάνο των τηλεοπτικών εικόνων της 9ης Οκτωβρίου 2020, με τις 5 Βαρωσιωτοπούλες που χαμογελούσαν σε πόζα πίσω από το μήνυμα με την παράκληση της ζητιανιάς, δεν μεταδιδόταν η απαίτηση της λευτεριάς της σκλάβας πόλης, αλλά η άκρα απογοήτευση, για την κατάπτωση ενός τμήματος του κόσμου που άλλοτε χτυπούσε με τη γροθιά του τα καρφιά της αγγλοκρατίας και με οργή κι αποφασιστικότητα ζητούσε να φύγουν οι Άγγλοι από την πατρίδα μας, αφήνοντας ελεύθερη ν’ ανεμίζει στον αγέρα τη σημαία της ελευθερίας στην Κύπρο, που η καρδιά της παλλόταν στους παλμούς του εθνικού πόθου.

Οι λίγοι Βαρωσιώτες που συνάχτηκαν στα κράσπεδα της τουρκοκρατούμενης πόλης δεν αξίωναν να μπουν σε ελεύθερο Βαρώσι, ύστερα από 46 χρόνια σκλαβιάς, αλλά ζητιάνευαν τον τόπο που γεννήθηκαν. Ικέτευαν αξιοθρήνητοι. «Δώστε μας την πόλη μας»! Πάθος κρυφόπαιζε στα γερασμένα βλέφαρα των Βαρωσιωτών που σέρνονταν στα αμαξάκια. Εκείνοι ήθελαν μα δεν μπορούσαν να εγερθούν και να κυνηγήσουν τον εισβολέα. Στα Οκτωβριανά του 1931 έδωσαν ομηρικές μάχες με τους Εγγλέζους που τόλμησαν να μπουν στην πόλη. Τους έδιωξαν με κεραμίδια, με ξύλα, με πέτρες, τους κυνήγησαν στο πλοίο τους. Τώρα από το αμαξάκι της τετραπληγίας δεν μετακινιόνταν.

Το 1955 κρατούσαν τα πιστόλια τους κι έδιναν μάχη με τους Εγγλέζους μπροστά στα μάτια του κόσμου που τους θαύμαζε. Τώρα οι γεροήρωες ήταν πια ανήμποροι. Τα γηρατειά τους τσάκισαν τα πόδια. Κι αναγκασμένοι καθηλώνονταν στα αμαξάκια τους άπραγοι μπροστά στους πολιτικούς που πριν λίγο καιρό κρατούσαν άγνωστες παντιέρες για άλλα μέρη, ξεχνώντας Βαρώσι, Καρπασία, Κερύνεια, Μεσαορία και τώρα, «ευκαιρίας δοθείσης», τουλουπιάστηκαν σε χάρτινες πανοπλίες αρένας. Τα άλογα τους έλειπαν!

Αν το πνεύμα του Γρηγόρη ξεπετιόταν από τον Άδη και συναρμολογούσε τα άκαυτα κόκκαλά του, θα στεκόταν στις αιματοβαμμένες επάλξεις των τειχών της Αμμοχώστου και με κραυγή κεραυνό θα φώναζε: Δεν ζητιανεύουν τη λευτεριά ρε. Πολεμούν για τη χάρη της. Ακόμα και με τις γροθιές γυμνές. Ζητιανεύουν οι ζητιάνοι. Όχι οι Βαρωσιώτες. Κι αν δεν έχετε ντουφέκια απαιτήστε τα. Ελάτε στον Μαχαιρά. Μαζέψετε τα κόκκαλά μου, πουρναρόξυλα και λυγαρόβεργες που δεν κάηκαν στις 3 τους Μάρτη το ’57. Και κυνηγήστε τους ληστές.. Μα μην ζητιανεύετε τη λευτεριά. Σας κοροϊδεύουν. Καταντάτε ρεντίκολο.

Ύστερα, ο ξένος κόσμος διαπορεί: Καλά, αυτοί ζητούν βοήθεια. Να τους στείλουμε τα παιδιά μας να σκοτωθούν κι αυτοί να επιθεωρούν από τους καναπέδες; Μισό σχεδόν αιώνα τι έκαναν; Άλλοι ξεσηκώνουν καταιγίδες. Συγκεντρώνονται στον Λευκό Οίκο, στο Χουάιτ Χωλ, στο Κρεμλίνο, στην Καγκελλαρία και φωνάζουν, βρίζουν, πετούν ντομάτες, αυτοί τι κάνουν; Οι σκλάβοι μαζεύουν δεκάρα- δεκάρα, κόβουν το ψωμί κι αγοράζουν όπλα! Αυτοί μαζεύουν φορολογίες και κάνουν δρόμους στ’ απάτητα, λεωφόρους σε λαγκαδιές. Αλλάζουν λιμουζίνες κάθε καινούργιο φεγγάρι. Μας δουλεύουν για καλά. Και ζητιανεύουν τη λευτεριά τους από τον επιδρομέα; Ζητούν τα παιδιά μας ομήρους στον λαβύρινθο της ανοχής τους; Είναι άνω ποταμών.

Κοιτάζει ο άνθρωπος στις θάλασσες και βλέπει τις τούρκικες φρεγάτες έτοιμες να ξαναρχίσουν τους κανονιοβολισμούς. Ο τούρκικος στόλος περιπλέει το νησί σαν τα Καλυμνιώτικα καϊκια που σαλπάρουν στην μπουνάτσα για μένουλλες. Κοιτούν στον ουρανό τα σμήνη των τούρκικων αεροπλάνων που καρτερούν διαταγή για βυθίσεις βομβαρδισμών. Κλείνουν τ’ αυτιά να μην τρελαθούν από τους πολεμοχαρείς αλαλαγμούς των όχλων για σφαγές και λεηλασίες. Και οι ζητιάνοι της λευτεριάς τι κάνουν;

Διαβάστε την πρώτη οικονομική σελίδα του «Φιλελευθέρου» της 11ης Οκτωβρίου και αισθανθείτε τη φρικίαση της αγανάκτησης. Διαθέτουν μυθώδη ποσά για δρόμους, σοκάκια, λεωφόρους. Αν μετρήσεις τα εκατομμύρια που θα δαπανήσουν για να ασφαλτοστρώσουν την Κύπρο θα σου έλθει τρέλα. Δεν αγοράζουν πυραύλους σωτηρίας. Ανοίγουν οδικές αρτηρίες στα όρη και στα παραρά για να πηγαίνουν μια φορά τον χρόνο για γλεντοκόπι στις σκιές των πλατανιών! Και ποδηλατόδρομους για να μη δυσκολεύονται τα παιδιά τους να διασχίζουν ρεματιές! Και σταυροκοπιέσαι παρακαλώντας τον Παντοδύναμο να φωτίσει τα σκοτάδια της απρονοησίας. Και να διαλύσει την αφροσύνη όσων μετατρέπονται σε ευτελείς ικέτες, αντί σε πολεμιστές μιας πατρίδας που ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί, πάνω από το χάος της τουρκοκρατίας που ξεθεμελιώνει την ανθρωπιά μας.

Πήγα σ’ ένα παράμερο κεντράκι όπου καταλήγουν παλιόφιλοι του ’55 για να δουν το Βαρώσι όπως κατάντησε στα χρόνια της ντροπής. Βρήκα πιο λίγους από άλλες φορές. Εκείνοι οι άντρες πεθαίνουν συχνά. Λιγόστεψαν. Μου φώναξαν κάποιες γέρικες φωνές. Δυο-τρεις ογδοντάρηδες, ενενηντάρηδες που σαν περνούσαν με τα πιστόλια στην κόξα από το «Εντελβάϊς» ανατρίχιαζαν οι κοπελούδες και τους θαύμαζαν. Η μυστική φωνή του αγώνα τους ψιθύριζε πως τα κοπέλια τραβούσαν για τη μάχη!

Κάτσαμε, ψιθυρίζαμε κι αναστενάζαμε. Ξέραμε πως ο επόμενος πελάτης ίσως νάταν ο Χάρος που θα γύρευε κάποιο από την παρέα ή όλους μαζί. Θά ‘ταν χρήσιμο αν οι νέοι Τειρεσίες της πολιτικής μαντικής πήγαιναν κι έβλεπαν εκείνους τους γέρους. Και να τους άκουαν πριν πεθάνουν. Έχουν τόσα να μάθουν για το πώς σκέφτονται και ενεργούν οι δοξασμένοι όταν η πατρίδα κινδυνεύει…