Η ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ δεν τηρεί ούτε καν τις ίσες αποστάσεις και επιχειρεί εμμέσως να δικαιολογήσει τις παρανομίες της κατοχικής Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει καταθέσει έκθεση για «τις «παρεμβολές στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας» από τις 19 Απριλίου 2017 μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 2020, στις Επιτροπές Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής και της Γερουσίας. Παράλληλα, υπέβαλε και έκθεση αναφορικά με τις τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από την Τουρκία.
ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ είναι η εξής αναφορά στην έκθεση: «…Ορισμένες από τις τουρκικές δραστηριότητες πραγματοποιήθηκαν σε τμήματα της ΑΟΖ που διεκδικεί η Κυπριακή Δημοκρατία, για τα οποία η Τουρκία προβάλλει επίσης θαλάσσιες αξιώσεις». Δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία διεκδικεί την ΑΟΖ της; Δεν της ανήκει; Να υπενθυμίσουμε τους συντάκτες της εκθέσεως ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει καθορίσει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη με τις περισσότερες γειτονικές της χώρες. Έχει ζητήσει να γίνει τούτο και με την κατοχική Τουρκία, η οποία αρνείται επειδή δεν αναγνωρίζει το κράτος της Κύπρου.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρει πως «όταν οι νόμιμες θαλάσσιες αξιώσεις δύο ή περισσότερων χωρών αλληλεπικαλύπτονται, εναπόκειται σε αυτές τις χώρες να επιλύσουν τα θαλάσσια σύνορά τους με συμφωνία βάσει του διεθνούς δικαίου προκειμένου να επιτευχθεί ακριβοδίκαιη λύση». Στην προκειμένη περίπτωση, η Τουρκία δεν έχει νόμιμες αξιώσεις αλλά παράνομες και παράλογες. Οι θαλάσσιες περιοχές δεν αλληλεπικαλύπτονται καθώς η Άγκυρα επιχειρεί να «αρπάξει» θαλάσσια περιοχή της Κύπρου και νοτίως του νησιού.
ΘΑ συμφωνούσαμε με την έκθεση για τις περιοχές βορείως της Κύπρου. Αλλά η Κυπριακή Δημοκρατία έχει προτείνει προς την Τουρκία να αρχίσουν διάλογο για τον καθορισμό θαλάσσιων συνόρων. Είναι η Άγκυρα, η οποία έχει απορρίψει την πρόταση αυτή, επειδή όπως εξηγεί δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Και επειδή, όπως αναφέρει, την θεωρεί «εκλιπούσα», προχωρεί διά της ισχύος και της αμφισβήτησης να «κατακτά» τις θαλάσσιες περιοχές.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επισημαίνει ότι παρόλο που δεν αποτελούν όλα τα παραδείγματα που παρατίθενται παρεμβολή στις προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας να διερευνήσει και να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους, «όλα μαζί, απεικονίζουν αυξανόμενες εντάσεις στην περιοχή». Την οποία ένταση, όμως, δεν την προκαλεί η Κύπρος αλλά η κατοχική Τουρκία.
Την ίδια ώρα, οφείλουμε να αναφέρουμε και την επισήμανση που γίνεται στην έκθεση ότι οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» και ως εκ τούτου δεν αναγνωρίζουν τυχόν θαλάσσιες διεκδικήσεις που έχει ισχυριστεί ή οποιουσδήποτε ισχυρισμούς από την Τουρκία για λογαριασμό της.
ΤΕΛΟΣ, πρέπει να αναφερθεί πως το θέμα των υδρογονανθράκων δεν είναι δικοινοτικό ζήτημα, αλλά υπόθεση του κράτους. Κι αυτό έχει ξεκαθαρίσει και στις συνομιλίες. Γι αυτό και δεν συμφωνούμε με τη διατύπωση στην έκθεση ότι «ενθαρρύνει τη συζήτηση μεταξύ της τουρκοκυπριακής και της ελληνοκυπριακής κοινότητας για θέματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη υδρογονανθράκων, συμπεριλαμβανομένης της ακριβοδίκαιης κατανομής εσόδων». Αυτή είναι η θέση της Τουρκίας.
ΣΕ ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι ΗΠΑ καλύπτουν πλήρως την τουρκική επιθετικότητα. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δηλώνει αδυναμία να προσκομίσει πλήρη κατάλογο με επιβεβαιωμένες τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, επειδή, όπως αναφέρεται, η Ελλάδα και οι ΗΠΑ δεν μοιράζονται την ίδια άποψη ως προς το εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου! Καλύτερη κάλυψη δεν μπορούσε να δοθεί στην Τουρκία.
Πηγή: ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ