Η αντίδραση της Αθήνας
Σοβαρό προβληματισμό προκαλεί στην Αθήνα η δημοσίευση της νομικής θέσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το καθεστώς όχι μόνο του εναέριου χώρου αλλά και των χωρικών υδάτων της χώρας μας στο Αιγαίο, καθώς σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη συγκυρία δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις περί μη ύπαρξης (συμφωνημένων) συνόρων στο Αιγαίο.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε αναλάβει την υποχρέωση βάσει της νομοθεσίας που είχε εγκριθεί πέρυσι με πρωτοβουλία και του φιλέλληνα γερουσιαστή Μ. Μενέντεζ, East Med Act, να υποβάλει τακτικές εκθέσεις στο Κογκρέσο σχετικά με τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Όμως στην έκθεση που υπέβαλε τον Μάρτιο δεν δηλώνει απλώς ότι «αδυνατεί να διαμορφώσει λίστα με επιβεβαιωμένες παραβιάσεις του Ελληνικού Εναέριου χώρου» αλλά ανοίγει και ένα πολύ επικίνδυνο αλλά μη υπαρκτό ζήτημα σχετικά με τα θαλάσσια σύνορα στο Αιγαίο.
Η αμερικανική θέση, που δεν αναγνωρίζει τον ελληνικό εναέριο χώρο των 10 ν.μ. αλλά μόνο τα 6 ν.μ. που αντανακλούν τα χωρικά ύδατα είναι γνωστή και έχει διατυπωθεί δημόσια εδώ και τουλάχιστον τρείς δεκαετίες. Αποτέλεσμα αυτού είναι φυσικά το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να μην θεωρεί ως παραβιάσεις εκείνες που συμβαίνουν στην περιοχή μεταξύ των 6 ν.μ. και των 10 ν.μ..
Η έκθεση αναφέρει συγκεκριμένα :
«Η Ελλάδα διεκδικεί εναέριο χώρο που επεκτείνεται έως και 10 ναυτικά μίλια και χωρικά ύδατα μέχρι και έξι ν.μ. Με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ο εναέριος χώρος μίας χώρας συμπίπτει με τα χωρικά της ύδατα. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν εναέριο χώρο μέχρι και 6 ν.μ. σύμφωνα με τα χωρικά ύδατα. Η Ελλάδα και οι ΗΠΑ δεν έχουν την ίδια άποψη για την έκταση του ελληνικού εναερίου χώρου».
Όμως η Έκθεση προκειμένου να μην αναφερθεί καθόλου στις παραβιάσεις προβαίνει στην διατύπωση μιας εξαιρετικά επικίνδυνης θέσης η οποία ουσιαστικά ταυτίζεται με ισχυρισμούς της Τουρκίας περί μη ύπαρξης συνόρων στο Αιγαίο.
Η έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Παρόλο που η Ελλάδα διεκδικεί μέχρι και 6 ν.μ. χωρικά ύδατα στο Αιγαίο, η χώρα και οι γείτονές της δεν έχουν συμφωνήσει σε συνοριακή οριοθέτηση σε εκείνες τις περιοχές όπου αλληλεπικαλύπτονται τα νόμιμα θαλάσσια δικαιώματά τους. Η απουσία μιας τέτοιας οριοθέτησης σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη εικόνα σε ό,τι αφορά την έκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας και τον αντίστοιχο εναέριο χώρο στις περιοχές αυτές, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε αξιολόγηση των συνολικών παραβιάσεων. Οι ΗΠΑ παροτρύνουν την Ελλάδα και την Τουρκία να επιλύσουν τα εκκρεμή διμερή ζητήματα σε ό,τι αφορά τα θαλάσσια σύνορά τους με ειρηνικό τρόπο και με βάση το Διεθνές Δίκαιο».
Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εμφανίζονται να αμφισβητούν την ύπαρξη ξεκάθαρων θαλάσσιων συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε περιοχές που η απόσταση είναι μικρότερη των 12 μιλίων (6+6) και σε άλλες περιπτώσεις, όπου υπάρχει αλληλοεπικάλυψη. ΄Ομως προχωρούν ένα ακόμη βήμα, καθώς οι Αμερικανοί δηλώνουν ότι εφόσον δεν υπάρχει Συμφωνία οριοθέτησης «δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα σε ό,τι αφορά την έκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας και τον αντίστοιχο εναέριο χώρο στις περιοχές αυτές».
Με τις αναφορές της «Έκθεσης» οι Αμερικανοί δείχνουν να αμφισβητούν όχι μόνο την θέση της Ελλάδας ότι όπου υπάρχει στενότητα, ισχύει η μέση γραμμή, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη συμφωνίας (που πράγματι από τον Έβρο μέχρι την Δωδεκάνησο δεν έχει υπάρξει Συμφωνία) αλλά διαγράφουν την Ιταλοτουρκική Συμφωνία παραχώρησης της Δωδεκανήσου στην Ιταλία (Άγκυρα στις 4 Ιανουαρίου 1932 ), βάσει της οποίας με την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947) παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Οι Αμερικανοί «ξεχνώντας» αυτή την Συμφωνία καλύπτουν την τουρκική θεωρία ότι δεν υπάρχουν καθόλου συμφωνημένα σύνορα στο Αιγαίο και την αμφισβήτηση «εγκυρότητας» της Ιταλοτουρκικής συμφωνίας, την οποία είχε επικαλεσθεί η Άγκυρα στο επεισόδιο των Ιμίων για να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία σε νησιά και βραχονησίδες του Αιγαίου.
Η αντίδραση της Αθήνας ήταν άμεση, αλλά «διακριτική» μέσω διπλωματικών πηγών, καθώς ειδικά αυτή την περίοδο με την ρευστότητα που υπάρχει στην Ουάσιγκτον δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ανοίξει ένα τέτοιο ζήτημα δημοσίως σε επίσημη βάση. Οι «διπλωματικές πηγές» επεσήμαναν ότι τα «όρια των Ελληνικών χωρικών υδάτων, όπως και τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι ξεκάθαρα καθορισμένα εδώ και χρόνια στη βάση του συμβατικού και του εθιμικού διεθνούς δικαίου και δεν τυγχάνουν ουδεμίας αμφισβήτησης».
Η Αθήνα έδωσε αναλυτική απάντηση στους αμερικανικούς ισχυρισμούς:
«..Όσον αφορά το Νότιο-Ανατολικό Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, τα θαλάσσια σύνορα έχουν καθορισθεί από τη συμφωνία Ιταλίας-Τουρκίας που υπογράφηκε στην Άγκυρα στις 4 Ιανουαρίου 1932, καθώς και το πρακτικό που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω συμφωνίας και υπεγράφη στην Άγκυρα στις 28 Δεκεμβρίου 1932. Η Ελλάδα, ως διάδοχο κράτος, βάσει της συνθήκης των Παρισίων του 1947, απέκτησε την κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων χωρίς καμία αλλαγή στα θαλάσσια σύνορα, όπως αυτά είχαν συμφωνηθεί μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας.
Αναφορικά με τα θαλάσσια σύνορα στη Θράκη (μέχρι το σημείο σε απόσταση τριών ναυτικών μιλίων από το Δέλτα του Έβρου), αυτά ορίσθηκαν από τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και το Πρωτόκολλο των Αθηνών του 1926.
Τέλος, αναφορικά με τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των ανωτέρω δύο περιοχών (από Θράκη έως Δωδεκάνησα), όπου τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας και της Τουρκίας τέμνονται, τα θαλάσσια σύνορα ακολουθούν τη μέση γραμμή μεταξύ των ελληνικών νήσων και νησίδων και των απέναντι τουρκικών ακτών».
Η Αθήνα φρόντισε επίσης να υπενθυμίσει ότι τα «εξωτερικά σύνορα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών της υδάτων, τα οποία έχουν αποτυπωθεί επανειλημμένως, αποτελούν ταυτόχρονα και εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Είναι προφανές ότι με διακριτικές κινήσεις η Αθήνα θα πρέπει να εξηγήσει στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ την λανθασμένη προσέγγιση σε ότι αφορά την ύπαρξη ή μη συνόρων στο Αιγαίο, γιατί τα έγγραφα των αρμόδιων Διευθύνσεων μένουν και βαραίνουν και καθορίζουν πολύ συχνά την διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ανεξαρτήτως των επιλογών της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.