του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Μιλούσα πριν λίγο καιρό με κάποιον νέο λογοτέχνη και διαπίστωσα ότι η πλούσια αναγνωστική του βεντάλια δεν περιλάμβανε ελληνική λογοτεχνία. Τα πλούσια διαβάσματα του μάλιστα αφορούσαν μυθιστορήματα στο πρωτότυπο.
Αναρωτιέμαι ποια είναι τα εφόδια του για να γράψει ελληνική πεζογραφία; Πώς ανακαλεί λέξεις και με ποια σημασία; Τις ορίζει πρώτα στην ξένη γλώσσα και τις μεταφράζει από μέσα του; Γνωρίζει για κάθε έννοια ή πράγμα που έχει στο μυαλό του ποια είναι η κατάλληλη λέξη που να αποδίδει σωστά τη σημασία της στην ελληνική γλώσσα; Ένα άλλο παράδειγμα πολύ χαρακτηριστικό: σπάνια ακούς κάποιον να περηφανεύεται ότι ξέρει καλά την ελληνική γλώσσα ενώ πολύ συχνά ο ίδιος περηφανεύεται για την καλή γνώσης μιας άλλης γλώσσας.
Αυτά είναι δύο μόνον παραδείγματα από δεκάδες καθημερινά που αφορούν στο πώς αντιλαμβανόμαστε, χρησιμοποιούμε και αξιολογούμε την ελληνική γλώσσα. Ο Γ. Μπαμπινιώτης έχει αναλώσει τον βίο του στην υποστήριξη της γλώσσας μας ως καθηγητής, δάσκαλος, οργανωτής, λεξικογράφος και αρθρογράφος. Ένα συνεκτικό σώμα των κυριότερων κειμένων του δημοσιεύονται στο προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του «Η γλώσσα μας» (εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας). Είναι κείμενα που γράφτηκαν με σκοπό να διασαφηνίσουν έννοιες και σημασίες και κάποια επικαιρικά, τα οποία σχολιάζουν γλωσσικά φαινόμενα που έτυχαν ευρείας συζήτησης.
Η συλλογή αρχίζει με τις βασικές θέσεις που ο Γ.Μ. έχει πολλές φορές αναφέρει: την «τριαδικότητα» της ανθρώπινης ύπαρξης όπως εκφράζεται στην τριπλή σχέση κόσμου – νου – γλώσσας , η οποία δημιουργεί μια δυναμική σχέση ανάμεσα στα όντα, τις έννοιες και τις σημασίες. Ο άνθρωπος είναι , όπως τονίζει ο Γ.Μ., ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής με δύο εσωτερικά συστήματα: το υλισμικό (ο εγκέφαλος- hardware) και το λογισμικό (οι σκέψεις -software). Πάνω σε αυτό το απλό σχήμα εδράζεται η ανθρώπινη λειτουργία της γλώσσας και της σκέψης. Όμως ο καθηγητής προχωράει παραπέρα καθώς δίνει έμφαση στη γλώσσα ως ηθική αξία και όχι ως ένα απλό εργαλείο της ανθρώπινης αντίληψης.
Η γλώσσα είναι αξία όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, , η μόρφωση, η ίδια η ζωή. Χωρίς τη γλώσσα η σκέψη μας είναι ένα απλό νεφέλωμα. Κάθε λέξη είναι όχι μόνον ένα γλωσσικό σημείο αλλά και μία έννοια, μία οπτική και μία «ακουστική εικόνα». Ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο θα ασχοληθεί με τη γλώσσα ως θεσμό, ως μηχανισμό εκφραστικής εξειδίκευσης, ως πρότυπο οικονομίας ενώ αναλυτικά θα σταθεί στη σχέση σημαινόμενου και σημαίνοντος (περιεχομένου και μορφής) όπως την παρέδωσαν οι στωικοί στον Αυγουστίνο και αυτός στους γάλλους γλωσσολόγους, τον Σωσσύρ, τον Μπαρτ, τον Λέβι Στρως, τον Λακάν, τον Ντεριντά κ.ά.
Ένα κεφάλαιο θα αφιερωθεί στη διδασκαλία της γλώσσας στο σχολείο επισημαίνοντας πως σωστές αποφάσεις σκόνταψαν κυρίως στην αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να εκπαιδεύσει τους εκπαιδευτές/καθηγητές και δασκάλους. Σίγουρα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια είναι αυτό που αναφέρεται στον κόσμο των λέξεων του εικοστού αιώνα. Αφού καταλογογραφήσει εκατοντάδες νέες λέξεις που επιβλήθηκαν μέσα από την καθημερινή χρήση και οφείλονται κυρίως στην ταχύτατη ανάπτυξη των τεχνολογιών θα προτείνει λέξεις και εκφράσεις που θα μπορούσαν να καθιερωθούν στη θέση πρόχειρων μεταφράσεων τους από άλλες γλώσσες. Ο Γ.Μ. πιστεύει, και αυτό διακηρύσσει και το έργο του, ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα φυτό που πρέπει να φροντίζεις για να αναπτύσσεται.
Πολλές φορές ο Γ.Μ. έχει επικριθεί γιατί στα λεξικά του έχει χρησιμοποιήσει λέξεις και φράσεις που παραπέμπουν στην καθημερινή «λαϊκή» χρήση της γλώσσας. Ανταπαντά ότι ο επιστήμονας, στο προκείμενο ο γλωσσολόγος, δεν υπακούει σε κανόνες πολιτικής ορθότητας παρά μόνον στην επιστήμη του. Γιατί η γνώση και η επιστήμη υπάρχει για τον εαυτόν της και δεν ενέχεται σε πολιτικές ή άλλες χρησιμοθηρικές οπτικές. Ή όπως έλεγε ο Αριστοτέλης τη γνώση δεν την επιζητούμε για να καλύψει άλλη ανάγκη πέρα από το να εξασφαλίσει την ελευθερία για τον εαυτό της.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα κεφάλαια που αφιερώνει ο καθηγητής στους δύο αγαπημένους του λογοτέχνες, τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Και οι δύο συνεχίζουν την μεγάλη παράδοση αυτών που έσκυψαν πάνω στη γλώσσα (Κοραής, Ψυχάρης, Χατζηδάκις, Κουρμούλης κ.ά.) προσθέτοντας τη δική τους αγάπη, φροντίδα και παρακαταθήκη προς τους νεότερους. Τον συγκινεί και τον παρακινεί το παράδειγμα των δύο τιμημένων με Νομπέλ Λογοτεχνίας, οι οποίοι έδωσαν σημασία στη δημιουργική συνέχεια της τόσο με τα δοκίμια τους όσο και με το ποιητικό τους έργο. Και για τους δύο η ελληνική γλώσσα έρχεται από το μάκρος των αιώνων, αποτελεί εργαλείο μαγείας και φορέας ηθικών αξιών (Ελύτης) γι αυτό και έχουμε καθήκον να την ζωντανέψουμε καθώς υπάρχουν ακόμα νεκρές εκτάσεις σε αυτήν (Σεφέρης).
Το ενδιαφέρον του Γ.Μ. επεκτείνεται σε όλα τα πεδία όπου η γλώσσα υπάρχει ως εργαλείο και έννοια, στο χρηματιστήριο, στα greeklish, στα της επιδημίας του κορονοϊού, στην πολιτική, τον πόλεμο ή τα κοινωνικά δίκτυα. Τέλος ορισμένα κεφάλαια απαντούν σε θέματα γλωσσικής παθογένειας, συχνά ορθογραφικά, συντακτικά, γραμματικά , εννοιολογικά λάθη.
Το «Η Γλώσσα Μας» διαβάζεται σε συνέχειες ή αποσπασματικά, αποτελεί βιβλίο αναφοράς αν κάτι ψάχνεις να βρεις αλλά κι ένα ψυχαγωγικό τεστ γνώσεων. Παραμένει ένα συμπληρωματικό βιβλίο των λεξικών του Γεωργίου Μπαμπινιώτη και εδραιώνει ακόμα μια φορά αυτό που ο δάσκαλος Γ.Μ. κατάφερε στην εποχή μας: Να γίνει κανόνας. «Το είπε ο Μπαμπινιώτης»!, η πιο συχνή αναφορά στις μέρες μας όταν μιλάμε για λέξεις και έννοιες.