του Γιάννη Κ. Λάμπρου, φιλόλογου-ιστορικού, συγγραφέως
Στις 15/11/1967 η Εθνική Φρουρά υπό τις διαταγές του στρατηγού Γρίβα επιτέθηκε εναντίον του τουρκοκυπριακού χωριού Κοφίνου και του τουρκικού τομέα του μεικτού χωριού Άγιος Θεόδωρος, που μαζί με το τουρκοκυπριακό χωριό Μαρί σχημάτιζαν θύλακο, πρόξενο μεγάλων προβλημάτων στην περιοχή.
Ο Γρίβας ενήργησε με εντολή της κυπριακής Κυβέρνησης και με την ανεπιφύλακτη έγκριση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης της Ελλάδας και του υπουργού Άμυνας, Γρηγορίου Σπαντιδάκη. Η στρατιωτική επιχείρηση στην Κοφίνου, κατά την οποία σκοτώθηκαν 22 Τούρκοι, προκάλεσε τη θυελλώδη αντίδραση της Τουρκίας, η οποία μεταξύ άλλων απαίτησε την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας και του Γρίβα από την Κύπρο και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Σε περίπτωση άρνησης της Ελλάδας να συμμορφωθεί, η Τουρκία απειλούσε με εισβολή στην Κύπρο και επίθεση στον Έβρο.
Για να αποσοβήσει πόλεμο μεταξύ δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον έστειλε στην περιοχή τον Αμερικανό αξιωματούχο Σάιρους Βανς. Αυτός στις 23/11/1967 εγκαινίασε σειρά επαφών με την τουρκική και την ελληνική Κυβέρνηση κάνοντας αρχή από την Άγκυρα. Η Κυβέρνηση που σχηματίστηκε αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Κόλια που διόρισε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, με υπουργό Προεδρίας τον ηγέτη του πραξικοπήματος Γεώργιο Παπαδόπουλο, και με τους επίσης στρατιωτικούς πραξικοπηματίες Γρηγόριο Σπαντιδάκη, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο σε τρία άλλα νευραλγικά υπουργεία, ανέθεσε τη διαπραγμάτευση με τον Βανς στον Παναγιώτη Πιπινέλη, διαπρεπή διπλωμάτη, έμπιστο του ΝΑΤΟ, που είχε διατελέσει και υπηρεσιακός πρωθυπουργός το 1963.Ο Πιπινέλης, στον οποίο η χούντα στήριξε πολλές ελπίδες ότι θα μπορούσε να τη βγάλει από τη διεθνή απομόνωση και από την εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει εξαιτίας της κρίσης της Κοφίνου, είχε διοριστεί υπουργός Εξωτερικών στις 20.11.1967.
Στο μυαλό του είχε πρυτανεύσει η σκέψη ότι έπρεπε να αποφευχθεί οπωσδήποτε ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος και η διάλυση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό, όταν ο Σάιρους Βανς εκόμισε από την Άγκυρα ένα σχέδιο το οποίο είχε επεξεργαστεί ο εκεί Αμερικανός πρέσβης Πάρκερ Χαρτ με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Ιχσάν Τσαγκλαγιαγκίλ και στο οποίο υιοθετούνταν όλες οι τουρκικές απαιτήσεις με ασήμαντα ανταλλάγματα προς την Ελλάδα, ο Πιπινέλης το δέχτηκε.
Στις 29/11/1967 το σχέδιο εγκρίθηκε και από την ελληνική Κυβέρνηση με τη σύμφωνη γνώμη και των τεσσάρων χουντικών στρατιωτικών που μετείχαν σ’ αυτήν. Μόνο ο Σπαντιδάκης πρόβαλε στην αρχή ισχυρές αντιρρήσεις αλλά δεν επέμεινε ώς το τέλος. Αμερικανικά απόρρητα έγγραφα αποκαλύπτουν ότι στην αποδοχή του σχεδίου αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν επίσης ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο εγκέφαλος του πραξικοπήματος συνταγματάρχης Παπαδόπουλος.
Σ’ όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεων με τον Βανς η ελληνική Κυβέρνηση δεν είχε την παραμικρή διαβούλευση με τον Μακάριο, ούτε ο Μακάριος είχε οποιαδήποτε συνεργασία με την ελληνική Κυβέρνηση. Σύμφωνα μάλιστα με αμερικανικά απόρρητα έγγραφα ο Μακάριος αρνήθηκε να δεχτεί υποδείξεις του Μπέλτσιερ, Αμερικανού πρέσβη στην Κύπρο, να διευκολύνει την ελληνική Κυβέρνηση να αποσύρει τη Μεραρχία ζητώντας ο ίδιος από αυτή να το πράξει, για να αποφευχθεί εισβολή στην Κύπρο και γενικότερος ελληνοτουρκικός πόλεμος. (Βλέπε: αντιστράτηγος Πανουργιάς Πανουργιάς, «Κύπρος: Η Αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας – Εθνική Μειοδοσία», σ.54, 57). Επομένως για την απόφαση της απόσυρσης της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο αποκλειστική ευθύνη φέρει η ελληνική Κυβέρνηση και η χούντα, η οποία την ήλεγχε.
Τι είπαν στην επιτροπή Κόλιας-Παπαδόπουλος
Έχοντας πετύχει συμφωνία με την ελληνική Κυβέρνηση ο Βανς έσπευσε να συναντήσει την ίδια μέρα (29/11/1967) τον Πρόεδρο Μακάριο στη Λευκωσία. Ο Βανς παρουσίασε τη συμφωνία Ελλάδας – Τουρκίας ως κάτι τετελεσμένο, το οποίο έπρεπε να δεχτεί και η κυπριακή Κυβέρνηση. Ο Μακάριος παρατήρησε ότι η απόσυρση της Μεραρχίας αφορούσε αποκλειστικά την ελληνική Κυβέρνηση. Όμως ούτε οι φορτικές πιέσεις του Βανς ούτε οι απειλές της Τουρκίας ούτε τα επανειλημμένα τηλεφωνήματα του Έλληνα πρωθυπουργού Κόλια στάθηκαν ικανά να κάμψουν την άρνηση του Μακαρίου να δεχτεί διάλυση της Εθνικής Φρουράς.
Καταθέτοντας ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για τον «Φάκελο της Κύπρου» ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλιας και ο ισχυρός άνδρας της χούντας Γεώργιος Παπαδόπουλος υποστήριξαν ότι η απόφαση για απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας λήφθηκε για να αποτραπεί ελληνοτουρκικός πόλεμος και υπό την πίεση των Αμερικανών. Ο Κόλιας μάλιστα υπέδειξε ότι η παρουσία της στην Κύπρο ήταν παράνομη (οι Συμφωνίες Ζυρίχης προνοούσαν την παρουσία μόνο 950 ανδρών της ΕΛΔΥΚ).
Τόσο ο Κόλιας όσο και ο Παπαδόπουλος αμφισβήτησαν την ικανότητα της Μεραρχίας να αποκρούσει ενδεχόμενη τουρκική εισβολή. Σε άλλη περίπτωση ο Πιπινέλης ανάμεσα στις άλλες δικαιολογίες επικαλέστηκε και το δυσβάστακτο οικονομικό βάρος από την παρουσία της Μεραρχίας στην Κύπρο. Ούτε αυτοί ούτε κανείς άλλος από τους υπευθύνους για την ανάκληση της μεραρχίας ισχυρίστηκε ποτέ ότι ο Μακάριος το ζήτησε πριν ή κατά την κρίση της Κοφίνου.
Πληρέστερη ενημέρωση μπορεί να πάρει κάποιος από το βιβλίο μου «Ιστορία του Κυπριακού: Τα Χρόνια μετά την Ανεξαρτησία, 1960 – 2008», σελ. 189 – 201.
philenews