Ο μαγικός κόσμος της γλώσσας μας

Γλώσσα

Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης στο νέο βιβλίο του, «Η Γλώσσα μας», απευθύνει ένα κάλεσμα για να αγαπήσει ο κόσμος τη γλώσσα, την εύθραυστη μα και τόσο δυνατή οντότητά της. Γιατί η γλώσσα δεν είναι απλό εργαλείο, είναι αξία και θεσμός, ψυχισμός, πολιτισμός, καθολικό γνώρισμα του ανθρώπου, σημειώνει

Της Ελευθερίας Κόλλιας

«Το να κατέχεις τη γλώσσα σου, δεν είναι ούτε απλό, ούτε αυτονόητο. Είναι δύσκολο, λεπτό, σύνθετο, επίπονο και μακροχρόνιο εγχείρημα. Είναι έργο ζωής. Θέλει σύστημα, επιμονή, μέθοδο και μεράκι. Και πολλή δουλειά».

Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος (σ.σ.: αυτή είναι η ιδιότητα που αγαπά να ακούει πλάι στο όνομα του) Γιώργος Μπαμπινιώτης γράφει στο νέο του βιβλίο, «Η Γλώσσα μας» (Κέντρο Λεξικολογίας), για τη χάρη, τη «γλωσσική φώτιση» που μπορεί να αξιωθεί κανείς αν πλησιάσει με αγάπη και σεβασμό τον κόσμο της γλωσσικής επικοινωνίας.

Πεφωτισμένος ο ίδιος, περιηγείται –τέσσερις δεκαετίες τώρα– στο απέραντο δάσος που περιγράφει γλαφυρά ως «δάσος με πανέμορφα δέντρα λέξεων, φράσεων, σημασιών, τρόπων έκφρασης», παίρνοντας από το χέρι τον κόσμο που τον ακολουθεί, με τον πόθο της γνώσης, την αγωνία της έκφρασης.

Η έκδοση απαρτίζεται από 180 κείμενα: πολλά έχουν γίνει γνωστά μέσα από τις επιφυλλίδες του «Βήματος της Κυριακής», αρκετά έχουν σταχυολογηθεί από το βιβλίο του καθηγητή «Διαλογισμοί για τη γλώσσα και τη γλώσσα μας» (εκδ. Καστανιώτης, 2010), άλλα από το Protagon.gr, λιγότερα εντοπίζονται σε δύσβατους χώρους.

«Τα κείμενά μας είναι ο κόσμος μας, που σημαίνει ότι η ζωή μας, η ίδια μας η ύπαρξη, συμπίπτει με τον λόγο μας, τον προφορικό και τον γραπτό, και αυτό γιατί ο λόγος μας εντάσσεται στην τριπλή σχέση κόσμου – νου – γλώσσας», γράφει ο καθηγητής στο βιβλίο, το οποίο χαρακτηρίζει «γλωσσική παρακαταθήκη» για όσους αγαπούν τη γλώσσα.

Δύο τινά χαρακτηρίζουν το βιβλίο: πρώτον, ο πλούτος των προσεγγίσεων. Δεκατρείς θεματικές ενότητες, από τις οποίες δεν λείπει καμία πλευρά της γλώσσας. Ο αριθμός «180» ηχεί ίσως εντυπωσιακός, αντιστοιχεί όμως σε απλά και εύληπτα κείμενα που απευθύνονται στον μέσο ανήσυχο αναγνώστη, χωρίς να στερεί από το βιβλίο τη σαγήνη του.

Δεύτερον, η έκδηλη αγάπη για τη γλώσσα, η απουσία υπεροψίας, η κατανόηση της δυσκολίας που συναντά ο ευαίσθητος, και πάντως υποψιασμένος, χρήστης της γλώσσας. Ο καθηγητής δεν κουνάει το δάχτυλο. Αντιθέτως, υπογραμμίζει πολλές φορές μέσα στο πόνημα του πόση ταπεινοσύνη χρειάζεται, και ποια αίσθηση ορίων απαιτείται, για να «νογάει» –όπως χαρακτηριστικά γράφει– ο ομιλητής.

«Βγήκα από το γραφείο, το εργαστήρι, και συνάντησα τον κόσμο», λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος στο Protagon, αναφερόμενος όχι μόνο στα αμφιθέατρα, αλλά και τις εκπομπές του για τη γλώσσα, από την εποχή του «Ομιλείτε Ελληνικά», με τη Λιάνα Κανέλλη, ως τις σημερινές τηλεοπτικές συναντήσεις του με τη Βίκυ Φλέσσα, στο Κανάλι της Βουλής.

Το δηλώνει ξεκάθαρα: θέλησε καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστημονικής του ζωής να φέρει τη γλώσσα κοντά στους πολλούς, εκκινώντας από τη θέση ότι η γλώσσα είναι κτήμα όλων. Και όλοι πρέπει να έχουν ενδιαφέρον για την ύπαρξη και την εξέλιξή της.

«Το λογισμικό του νου και της γλώσσας»

Δεν είναι εύκολο για τον ίδιο να ξεχωρίσει μόνο μία από τις ενότητες του βιβλίου – ομολογεί σε σχετική ερώτηση. Η ιδιότητα του γλωσσολόγου, ωστόσο, του «υπαγορεύει» μια διακριτική αδυναμία στις βασικές έννοιες κατανόησης της γλώσσας, τα θεμέλια της προσέγγισής της, στο κεφάλαιο που επιγράφεται «Το λογισμικό του νου και της γλώσσας». Η σκέψη του πετάει γρήγορα στην ενότητα «Γλώσσα και Λογοτεχνία». Εκείνος έχει μπολιάσει προ πολλού τη διδασκαλία του με ψήγματά της.

Στο βασίλειο των λέξεων έχουν τον θρόνο τους ο Γιώργος Σεφέρης, «ο άρχοντας της γλώσσας», και «ο ποιητής της γλώσσας», με τον «αποφθεγματικό λόγο», Οδυσσέας Ελύτης. Οι συναντήσεις με πρόσωπα σημαντικά για τον κόσμο της γλώσσας δεν σταματούν εδώ. Υποδεχθείτε τον ιδρυτή της σύγχρονης γλωσσολογίας Φερντινάν ντε Σωσύρ και τον πρωτοπόρο δημοτικιστή Γιάννη Ψυχάρη, τον γλωσσολόγο – κοινωνικό αγωνιστή Νόαμ Τσόμσκι και την ελληνίστρια Μαριάννα Μακ Ντόναλντ. Τον πατέρα της ελληνικής γλωσσολογίας Γεώργιο Χατζιδάκι. Τις θεωρίες και τα επιτεύγματά τους.

Ο καθηγητής δεν διστάζει να χαράξει σύγχρονες συντεταγμένες

Κάνει ειδική αναφορά στους γραμματισμένους – αγράμματους, σημείο των καιρών, αλλά και τις γλωσσικές πλάνες. Θυμίζει ότι η Νέα Ελληνική δεν είναι καθόλου νέα, μετρώντας βίο δύο χιλιάδων ετών σε διαρκή εξέλιξη. Δεν παραλείπει τον φόβο που διακατέχει πολλούς απέναντι στη Γραμματική και τον μηχανισμό της, τον «μπαμπούλα» της γλώσσας. Γράφει για τη διδασκαλία της γλώσσας στα σχολεία και την παντελή απουσία χρήσης λεξικών εντός και εκτός τάξης.

Αναλύει τα της Ρητορικής, την τέχνη της ομιλίας. Αποκρίνεται στο ερώτημα «Γλώσσα: Τάξις ή Χάος;», επισημαίνοντας τον τρόπο αποθήκευσης του γλωσσικού θησαυρού στο κεφάλι μας. Περιγράφει πώς οι «βελούδινες λέξεις» έχουν τη δύναμη να καταστήσουν ένα κείμενο γοητευτικό, εκτοξεύοντας την απόλαυσή του. Φτιάχνει δεκάλογο με τις πιο ενοχλητικές χρήσεις στη γλώσσα.

Και, ασφαλώς, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην αισθητική της γλώσσας, σε ό, τι προσκρούει στο γλωσσικό μας αίσθημα, αλλά και την έννοια της κακοποίησης στη γλώσσα. Τα παραδείγματα πολλά – ρίξτε μια ματιά στο timeline σας, τα social media είναι εδώ.

Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης αναδεικνύει επίσης τους δεσμούς της γλώσσας με τη θρησκευτική παράδοση, αφιερώνει χώρο στην «Ποίηση της Μεγάλης Εβδομάδας», φωτίζει τα κεφάλαια «Ορθογραφική συνέπεια», αλλά και «Προκλητικές ορθογραφίες λέξεων. «Μιλάει» για την Ετυμολογία, ως αλήθεια των λέξεων, ως περιπλάνηση στην ιστορία των λέξεων και γλωσσική περιπέτεια.

Η ενότητα «Γλώσσα και Πολιτική» έχει περίοπτη θέση στο γλωσσικό αυτό «πάνθεον», με τις παραχαράξεις (Η «Μακεδονική» των Σκοπίων και τα περί σλαβομακεδονικής μειονότητας), τη «σπουδαιότητα της Ελληνικής στην ενωμένη Ευρώπη» αλλά και τις «Ντιμπεϊτολογίες».

Αντωνυμίες, πρόσωπα, ουσιαστικά κι επίθετα παρελαύνουν στις σελίδες – Γραμματική και Σύνταξη θα έλειπαν από το βιβλίο Μπαμπινιώτη; Και τα τρία επίπεδα της γλώσσας, μαζί (με τη Γραμματική και τη Σύνταξη) και αυτό του Λεξιλογίου, έχουν την τιμητική τους, στο εγχείρημα ανάδειξης του μορφολογικού πλούτου, της διανοητικής φινέτσας της γλώσσας. Κι όχι μόνον της ελληνικής. Τα κείμενα αναφορικά με τα αγγλικά, είτε ως κλασική γλώσσα, με δάνεια από την ελληνική και τη λατινική, είτε ως δηλωτικά της ανάγκης γλωσσικής πολυμορφίας («Οχι άλλα Αγγλικά!») κεντρίζουν το ενδιαφέρον.

«Εδώ στον αγώνα!»

Σε κάθε περίπτωση, μια δημοσιογραφική ματιά δεν είναι δυνατόν να μη ξεχωρίσει από το μωσαϊκό αυτό, ως λίαν ιδιαίτερη την ενότητα «Η ποιότητα στη γλώσσα», με κείμενα που επιγράφονται «Τα ελληνικά της πίκρας» (τη γλώσσα της οικονομικής κρίσης), «Οχι και κούπα!» (παραπέμποντας στο έπαθλο – κύπελλο), «Απεύθυνση» –τον περίφημο όρο που εκπορεύθηκε από πολιτικά χείλη («Είναι ευρύτερα αποδεκτός ο νεολογισμός αυτός; Οχι»), καθώς και –το εντελώς απροσδόκητο– «Τι κάνετε; Εδώ, στον αγώνα!».

Στο τελευταίο, ο κ. Μπαμπινιώτης φωτίζει την αφετηρία της επικοινωνιακής επαφής των ανθρώπων, λέξεις και φράσεις που συντελούν στη δημιουργία επικοινωνιακής ατμόσφαιρας, ένα τρόπον τινά κοινωνικοψυχολογικό προκαταρκτικό στάδιο –η επαφική επικοινωνία–, απαραίτητο για να ακολουθήσει το επικοινωνιακό γεγονός.

«Ατομα μεγαλύτερης ηλικίας –με πικρά βιώματα από τη γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο– χρησιμοποιούν ένα άλλο φάσμα επαφικών απαντήσεων, οι οποίες κλιμακώνονται από τη συγκρατημένη αισιοδοξία και τους χαμηλούς τόνους, μέχρι την επιφύλαξη, το άγχος και την ανασφάλεια, που επιτρέπουν ακόμη και αναφορές στα θεία!

Τέτοιες είναι απαντήσεις του τύπου: Τι κάνεις; / κάνετε; Καλούτσικα – ας τα λέμε καλά – έτσι κι έτσι – και μη χειρότερα – τα φέρνουμε βόλτα – δόξα να ‘χει ο Θεός – δόξα τω Θεώ να λέμε», αναφέρει ο καθηγητής. «Το αποκορύφωμα αυτού του τύπου απαντήσεων είναι η (άγνωστη και αμετάφραστη σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες) φράση: Εδώ, στον αγώνα! (–Τι κάνεις; –Εδώ, στον αγώνα!). (…)

Σε ανάλογη κατεύθυνση κινούνται και μεταγλωσσικού τύπου απαντήσεις, όπως : –Τι κάνεις; Μη τα ρωτάς! –Τι να σου λέω! –Μην τα συζητάς! Τέλος, ενδιαφέρον (κοινωνιογλωσσικό και εθνογλωσσικό) έχουν υπαρξιακού – οντολογικού τύπου απαντήσεις, όπως: –Πώς τα πάμε; –Υπάρχουμε! –Ζούμε! –Ψευτοζούμε! – Επιβιώνουμε! –Κυλάμε την παλιοζωή!».

Και προσθέτει ο ίδιος, προτείνοντας ερμηνευτικό πλαίσιο: «Αξίζει να μελετηθεί –και ιστορικά– πώς έφτασαν οι Ελληνες, σε τέτοιες μορφές επαφικής επικοινωνίας. Εχει λ.χ. παίξει ρόλο στη διαμόρφωση και παγίωση τέτοιων απαντήσεων κάποια στρατηγική επικοινωνίας του Ελληνα της Τουρκοκρατίας να «κλαυτεί», να υποβαθμίσει την κατάστασή του, ώστε να μην προκαλέσει τον φθόνο, ή την μήνιν του κατακτητή, ή και να αποφύγει απλώς το κακό μάτι; Μήπως πρόκειται για παράδοση επαφικής επικοινωνίας των Ελλήνων, που έχει κωδικοποιηθεί στη γλώσσα μας και ενεργοποιείται συχνά από ορισμένης ηλικίας, κοινωνικής ευαισθησίας, και κάποιων ανάλογων τραυματικών εμπειριών άτομα;».

Στην παρουσίαση μιας έκδοσης 669 σελίδων, πολλά επιμέρους σημεία μπορεί να απουσιάζουν. Κρατήστε όμως την ουσία της: το βιβλίο συνιστά κάλεσμα, ιδιότυπο προσκλητήριο για να αγαπήσει ο κόσμος τη γλώσσα, την εύθραυστη μα και τόσο δυνατή οντότητά της. Να τη γνωρίσει καλύτερα, να της αναγνωρίσει τη μεγάλη της αξία (γιατί η γλώσσα δεν είναι απλό εργαλείο, είναι αξία και θεσμός, ψυχισμός, πολιτισμός, καθολικό γνώρισμα του ανθρώπου – τονίζει ο καθηγητής), να τη σεβαστεί, να την προστατεύσει.

Το «είδος» άλλωστε δοκιμάζεται, ακριβέστερα απειλείται: «Από τις περίπου 140.000 γλώσσες, που υπολογίζεται ότι μιλήθηκαν στον κόσμο, σήμερα σώζονται εν χρήσει περίπου 6.000. Από αυτές, περίπου 3.000 γλώσσες βρίσκονται καθ’ οδόν προς εξαφάνιση, έτσι που στο τέλος του 21ου αιώνα υπολογίζεται ότι θα έχουν μείνει συγκριτικά ασφαλείς μόνο περί τις 600».