Διαχρονικό θύμα της βρετανικής δολιότητας

Αρθρογραφία Κύπρος

Ο΄Υπατος Αρμοστής της Βρετανίας στην Κύπρο κ. Λίλι έχει αποδυθεί το τελευταίο διάστημα σε μπαράζ συνεντεύξεων σε κυπριακά μέσα ενημέρωσης με δύο βασικά στόχους. Πρώτον, για να υποδείξει προς την κυπριακή Κυβέρνηση και την ελληνική κυπριακή πλευρά ότι πρέπει να αποκρυσταλλώσει, διευκρινίσει, επαναβεβαιώσει την προσήλωσή της στη Δ.Δ.Ο. και, δεύτερον, ότι, εάν οι δύο πλευρές διαφωνούν στην ομοσπονδία, τότε μπορούν να συζητήσουν και άλλες μορφές λύσης.

Προφανής αλλά όχι πρωτοφανής η βρετανική δολιότητα. Από την εποχή της «πράσινης γραμμής» τη δεκαετία του 1960, στην ανοχή και ενθάρρυνση, ακόμα, προς την τουρκική εισβολή του 1974 και στην άρνησή της να αναλάβει τις εγγυητικές της υποχρεώσεις έναντι της παράνομης ανακήρυξης του ψευδοκράτους το 1983. Τώρα, συντασσόμενη ευσχήμως με τους τουρκικούς ισχυρισμούς για ευθύνη της ε/κ πλευράς σε ό,τι αφορά τη μορφή λύσης αλλά και την προοπτική συζήτησης άλλων μορφών λύσης, δηλαδή δύο κράτη και συνομοσπονδία.

Δυστυχώς, η αβρότητα και η αιδήμων στάση που επιδείχθηκε από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας, εξαιρουμένης της διακυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου, είχε ως αποτέλεσμα την αποθράσυνση της βρετανικής συμπεριφοράς έναντι της Κύπρου. Ας υπενθυμίσουμε μια σειρά από ενέργειες της Βρετανίας απροκάλυπτα εχθρικές προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

Κατά σαφή παραβίαση των υποχρεώσεών της δυνάμει της Συνθήκης Εγγυήσεως και Συμμαχίας αρνήθηκε να παρεμποδίσει την τουρκική εισβολή το 1974. Αντίθετα διά πράξεων και παραλείψεων υπήρξε συνένοχος στο δίδυμο έγκλημα εις βάρος της πατρίδας μας. Στη συνέχεια αρνείται συστηματικά να ενεργήσει για τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής και την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρέλειψε να λάβει, ως όφειλε, οποιοδήποτε μέτρο για την αποτροπή και ανατροπή της παράνομης ανακήρυξης του ψευδοκράτους.

Με βάση όλα αυτά είναι φανερόν ότι η Βρετανία, ακόμα και αν γινόταν αποδεκτό οποιοδήποτε ψήγμα διεθνούς νομιμότητας στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, έχει υποπέσει στο αδίκημα της κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν μονομερούς παραβίασης της Συνθήκης.

Ορισμένες πράξεις και ενέργειες των Βρετανών στην Κύπρο εκφεύγουν των ορίων των «στρατιωτικών απαιτήσεων και αναγκών ασφαλείας» των Βάσεων, όπως προβλέπεται στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης. Αυτή η πρόνοια δεν παρέχει την ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη εξουσία των Αρχών των Βάσεων στο να αναστέλλουν π.χ. ή να διακόπτουν την κυκλοφορία και διακίνηση των Κυπρίων πολιτών μέσα στα όρια των Βρετανικών Βάσεων. Κατά την άσκηση αυτών των εξουσιών ή δικαιωμάτων τους οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν ορισμένες υποχρεώσεις που έχουν επί του προκειμένου αναλάβει, αλλά και τις συναφείς γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Τέτοιες είναι η πλήρης συνεργασία με την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, η μη δημιουργία ουσιαστικών συνοριακών φραγμών μεταξύ των Βάσεων και της Κυπριακής Δημοκρατίας και η καλή τη πίστει ερμηνεία του κειμένου της Συνθήκης έτσι που να μην οδηγούνται σε παράλογα αποτελέσματα.

Όμως, πέραν των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας καθώς και της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, υπάρχει μια σημαντική ανεξάρτητη συμφωνία μεταξύ Κύπρου και Αγγλίας, η οποία συνοδεύει τα άλλα έγγραφα και συνθήκες που ρυθμίζουν το καθεστώς της Κύπρου και η οποία προβλέπει την καταβολή χρηματικών ποσών προς την Κυπριακή Δημοκρατία ανά πενταετία. Το 1965 κατέβαλαν το ποσό των 12 εκατομμυρίων αγγλικών λιρών. Έκτοτε αρνούνται πεισμόνως να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό.

Η άρνηση της αγγλικής κυβέρνησης να εκπληρώσει αυτήν τη ρητή νομική της υποχρέωση, καταβάλλοντας ανά πενταετία οικονομική βοήθεια προς την Κυπριακή Δημοκρατία για κάθε πενταετία μετά το 1965, συνιστά παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης, για την οποία η κυπριακή Κυβέρνηση όφειλε να κινηθεί με όλα τα προσφερόμενα νομικά μέσα.

Η Κυβέρνηση κατέχει τις γνωμοδοτήσεις της Νομικής Υπηρεσίας πάνω στο θέμα της νομικής δυνατότητας διεκδίκησης των πιο πάνω ποσών. Ουδέποτε οι κυπριακές Κυβερνήσεις αξιοποίησαν αυτές τις γνωμοδοτήσεις, που είναι απόλυτα θετικές ως προς το βάσιμο και δικαιολογημένο της διεκδίκησης από Βρετανούς καταβολής προς την Κυπριακή Δημοκρατία αυτών των ποσών.

Όταν η αλαζονεία της ισχύος και η συνεχής άρνηση εκπλήρωσης στοιχειωδών συμβατικών υποχρεώσεων είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Βρετανικής συμπεριφοράς, το καθήκον μας δεν είναι ούτε η αβροφροσύνη ούτε η αιδήμων σιωπή. Λόγοι στοιχειώδους κρατικής αυτοάμυνας επιβάλλουν την ανάλογη αντίδραση.

Υπάρχει όμως και το θέμα της λεγόμενης κυριαρχίας των Βρετανικών Βάσεων. Οι Βάσεις δεν είναι κυρίαρχες και όχι μόνο για κατάδηλα και αυτόδηλα πολιτικούς λόγους.

Οι ίδιοι οι Βρετανοί μέσα από επίσημα έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας και του Γραφείου Αποικιών και τα οποία έχουν αποδεσμευθεί από χρόνια, ουσιαστικά παραδέχονται ότι δεν τίθεται θέμα κυριαρχίας παρά το ότι δεν αναμένεται ότι θα δηλώσουν δημοσίως κάτι τέτοιο.

Αλλά και στις 25.2.2019, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στη γνωστή προσφυγή του κράτους του Μαυρικίου εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου, γνωμοδότησε ότι οι Βρετανοί έχουν υποχρέωση να τερματίσουν τη διοίκηση του αρχιπελάγους «Τσάγκος», επειδή δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία αποαποικιοποίησης και επειδή η αποικιοκρατία συνιστά παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου. Μια γνωμοδότηση που ισχύει erga omnes (έναντι πάντων). Η Κυπριακή Δημοκρατία, που παρευρέθη στην επί δικαστηρίω διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος, ουδέν έπραξε για να αξιοποιήσει την γνωμοδότηση της Χάγης.

Η Κυβέρνηση της Βρετανίας θα πρέπει να πάρει το μήνυμα ότι δεν μπορεί να συμπεριφέρεται με την αυθαιρεσία και την υπεροψία της ισχύος απέναντι σε έναν τόπο που είχε χρέος να προστατεύει. Ούτε ότι μπορεί να εφαρμόζει αντιλήψεις παρωχημένες και νοοτροπίες σκουριασμένες, στις οποίες παρέμεινε δογματικά προσκολλημένη από την εποχή της αγγλικής παντοκρατορίας. Θα αποτολμήσουμε όμως έμπρακτα να δώσουμε αυτό το μήνυμα;

Γιαννάκης Ομήρου
Πρώην Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων

Σημερινή