Τα Χριστούγεννα δεν ήταν πάντα γιορτές χαράς και ξεγνοιασιάς. Συνδέονταν αναπόσπαστα με τους πόθους και τους αγώνες του Λαού μας. Κι η παλιά ευχή ήταν «καλά Χριστούγεννα, καλή λευτεριά». Πίστη στον Παντοδύναμο και προσδοκία για το εθνικό αύριο.
Τα Χριστούγεννα ήταν για μας μέρα του Χριστού και της Πατρίδας. Σταθμός και αφετηρία νέων αγώνων αδελφωμένων με τον θάνατο. Τον ακοίμητο συνοδό των ονείρων και των ελπίδων. Κι ο ουρανός των πρώτων Χριστουγέννων του Αγώνα ξημέρωσε μουντός με την καρδιά σφιγμένη από το χέρι του πένθους.
Δέκα μέρες πριν, 15 Δεκεμβρίου, το 1955, το μήνυμα του θανάτου απλώθηκε σ’ όλο το νησί από τους πένθιμους ήχους των καμπάνων και το βαρύ μήνυμα πως έπεσε ο πρώτος ήρωας της ΕΟΚΑ στη μάχη με τους Εγγλέζους. Στους αρχαίους Σόλους. Ήταν ο Χαράλαμπος Μούσκος. Δίπλα του τραυματισμένος ο Ανδρέας Ζάκος κι ο φίλος που αρνήθηκε να φύγει, ο Θεοδόσης Μιχαήλ.
Τους συνέλαβαν και τους κρέμασαν τον Αύγουστο, 9 του μηνός, τον επόμενο χρόνο. Κι άφησαν στη νιότη τον νεκρό. Άρπαξαν τα γερά μπράτσα το φέρετρο, έκαναν από τη Φανερωμένη την εξόδιο ακολουθία ιερουργούντος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ξάδερφου του ήρωα κι ύστερα σε μια νεκρική πομπή χιλιάδων κόσμου που έκλαιγε με τις γροθιές σφιγμένες και τραγουδούσε τον Εθνικό μας Ύμνο, προχωρήσαμε στην Πλατεία Μεταξά. Εκεί που ξέραμε πως μας περίμεναν πάνοπλοι οι Εγγλέζοι.
Ο νεκρός άγγελος πρωτοστάτης σε μια γαλανόλευκη θύελλα που συγκρούστηκε με τον εχθρό με όπλα τις γροθιές και τους ιστούς των σημαιών. Κι όταν ο παρατεταγμένος στρατός είδε πως δεν τα έβγαζε πέρα, άρχισε ένα ανηλεή βομβαρδισμό με δακρυγόνες βόμβες τοξικών αερίων που έκαιγαν τα μάτια. Μια βόμβα έσκασε στο φέρετρο με τις δάφνες. Έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια μα η νιότη δεν εγκατέλειπε τη σορό. Έδερνε και δερνόταν σε ομηρική σύγκρουση.
Έστριψε καταδιωκόμενη στην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και βάδισε στο νεκροταφείο όπου έστησε κάστρο άπαρτο το μνήμα του Χαράλαμπου, για να γονατίζουν οι γενιές και να ορκίζονται για την Ένωση. Ο αγώνας ξεθηκαρώθηκε εκείνα τα Χριστούγεννα παρέα με τον θάνατο, όρο του ιερού σκοπού. Κι ακολούθησαν τα Χριστούγεννα το 1957, ’58, ’59. Και το αίμα έβαφε τις μέρες και τις νύχτες με τη λευτεριά.
Εκείνα τα χρόνια τα δικά μας Χριστούγεννα ήταν σιδηροδέσμια. Θάλαμοι βασανιστηρίων, Φυλακές, Κρατητήρια. Στο Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Κοκκινοτριμιθιάς ακούονται ακόμα κάθε χρόνο, σαν απόηχοι μακρινών στεναγμών, οι πόθοι της εγκαρτέρησης και της αντοχής στα πάθη για την Πατρίδα. Και τα στιχουργήματα που γράφτηκαν στις τσίγκινες παράγκες όπου ψήνονταν τα καλοκαίρια και πάγωναν στους χειμώνες τα νιάτα.
Κι οι εσπερινές απολυτρωτικές κραυγές των μαρτύρων, παρακλητικοί ύμνοι προς τον Θεό, να μην ξεχνά εκείνους που αγωνίζονταν για το φιλότιμο και την ανθρωπιά τους. Εκεί βλέπει ο επισκέπτης τα λόγια του Διγενή: «Οι πολιτικοί Κρατούμενοι το άνθος του Λαού μας»!
Τα ρεμπέτικα για την «ανεξαρτησία» κι η μέθη των επιτηδείων για εξουσία δεν αποκοίμησαν τις συνειδήσεις. Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, οι μυημένοι στον αγώνα φοιτητές διαισθάνονταν την καταιγίδα που κατάφθανε, οργανώνονταν, μάζευαν όπλα, εκπαιδεύονταν. Και τα Χριστούγεννα του 1963, οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαναν το κάλεσμα της αντίστασης στους κινδύνους του Γραφείου Ειδικού Πολέμου της Τουρκίας.
Η Τουρκία κι οι φίλοι της ετοίμαζαν σφαγές. Κουβαλούσαν οπλισμό («Ντενίς» Οκτώβριος 1959), «γουρρούκηδες», «ΒΟΛΚΑΝ», «ΚΙΤΕΜΠ», «ΤΜΤ», απόσχιση, ψευδοκράτος. Κι οι αγωνιστές , φοιτητές πια, εγκαταλείπουν τα Πανεπιστήμια και επανέρχονται πολεμιστές στην Πατρίδα για την παρατεινόμενη αιματοχυσία των ημερονυκτίων εκείνων του 1963 στις πόλεις, στα χωριά, στα βουνά. Όπου ο Λαός με τα λιανοτούφεκα τα φυλαγμένα στις ξερολιθιές, και τις σημαίες από τα σεντούκια, αρπάζει κυνηγετικά και δυναμίτες κι ακάλυπτος, παρατάσσεται στα πεδία της αντίστασης.
Ο Κωνσταντίνος Μπαντουβάς, τότε Υπουργός Μεταφορών, που εκπαίδευε τους εθελοντές, παραδίδει κατάλογο 480 φοιτητών που ετοιμάζονταν για την αντίσταση, αποκαλύπτοντας τους δυο οργανωτές των εθελοντών, κυρίως από τα μέλη του «Πανσπουδαστικού Συνδέσμου Αγωνιστών Κύπρου». ( Καπετάν Μπαντουβά Απομνημονεύματα και (Γιάννη Σπανού ΕΟΚΑ τ.2, σελ. 102)). Μνημονεύω τη διμοιρία Καρπασίας που λημέριαζε στον Άγιο Ηλία με το ραντάρ.
Από τις ομάδες των φοιτητών εκείνων αγωνιστές έδρασαν παντού, όπου η μαυρίλα του θανάτου σκέπαζε σαν σάβανο τη ζωή όπως στο Κιόνελι, στις 12 Ιουλίου το ’58. Εκπαιδεύτηκαν στο Χαϊδάρι, στο Μεγάλο Πεύκο, στον Αγάθωνα, στη Ρεντίνα και αλλού. Επίμονη εκπαίδευση έγινε στο στρατόπεδο Πυροβολικού στο Γουδί, με διοικητή τον ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό. Οι φοιτητές έχασαν τις επί πτυχίω εξετάσεις των Πανεπιστημίων. Κάποιοι παρέμειναν στην Κύπρο το 1964 και ’65.
Έχασαν δυο χρόνια που η εξουσία, που λατρεύει τους πολυσυνταξιούχους, δεν σκέφτηκε να τους αναγνωρίσει, αν μη τι άλλο για λόγους συντάξεως. Βέβαια οι φοιτητές δεν σκέφτονταν αμοιβές για τις αυτοθυσίες τους. Αυτό ήταν οφειλή της Πολιτείας που την αρνήθηκε. Ευτυχώς ο Διγενής δεν το ξέχασε. Και οι εθελοντές δείχνουν στα παιδιά τους το έγγραφο της ηθικής αναγνώρισης από τον Αρχηγό ως «άξιοι της Πατρίδος» και τους διηγούνται τα δοξασμένα εκείνα χρόνια…
Γιάννης Σπανός
Πρόεδρος του Συνδέσμου Πολιτικών Κρατουμένων της ΕΟΚΑ