Κρινιώ Καλογερίδου
Η ιστορία μας όχι μόνο ως διδακτικό αγαθό, αλλά και ως συνδετικός κρίκος εμπέδωσης της ελληνικότητάς μας και καλός αγωγός διαπαιδαγώγησης της νεολαίας μας, δεν εκτιμάται εδώ και χρόνια στον βαθμό που θα έπρεπε.
Αυτός είναι ο λόγος, άλλωστε, που βαίνει συνεχώς συρρικνούμενη και υποτιμημένη ως εκπαιδευτικό αντικείμενο και ως πολιτικό και διπλωματικό μας εφόδιο απ’ την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία στον τομέα ευθύνης των υπουργείων Παιδείας και Εξωτερικών.
Η δικαιολογία (”αποσυναισθηματοποίηση” της ιστορίας ίσον απελευθέρωσή μας απ’ την ”βαριά” σκιά των προγόνων μας) είναι επώδυνη, σχεδόν ανατριχιαστική, γιατί αποδεικνύει πως μόνο τυχαία δεν ήταν η συστηματική υποβάθμισή της απ’ τους εκάστοτε κυβερνώντες, οι οποίοι – υπό την οπτική του εκσυγχρονισμού της πολιτικής μας ζωής – έκριναν αναγκαίο να αναμορφώσουν εκ βάθρων την σχολική ιστορία ψαλιδίζοντας τις δάφνες των πρωταγωνιστών της επί τω… ρεαλιστικότερο.
Έτσι που ‟να μην παραπέμπει αυτή πλέον στην… εθνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα που είχε σκοπό την εθνική διαπαιδαγώγηση, την πολιτική κοινωνικοποίηση και την κοινωνική νομιμοφροσύνη, για να αποσυνδεθεί απ’ την ”εθνικιστική” ιδεολογία, να αυτονομηθεί και να αντιμετωπίζει τα ιστορικά δρώμενα υπό το πρίσμα της διαλεκτικής σχέσης του εθνικού με το παγκόσμιο…”
Δεν ξέρω, στ’ αλήθεια, πώς θα ονομάζατε εσείς αυτό το εγχείρημα των πολιτικών μας στην Εκπαίδευση, αλλά εγώ το ονομάζω πλύση εγκεφάλου στους μαθητές που στόχο τον αφελληνισμό τους προϊόντος του χρόνου και τη διαμόρφωση κατάλληλου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος για γονιμοποίηση – αντί του εθνικού ιδεώδους (υπό την έννοια του πατριωτικού κι όχι του δόλια ταυτισμένου με τον φασισμό ιδεολογήματος) – του πολυπολιτισμικού!!!..
Αυτού που πρώτος ο ΓΑΠ εισήγαγε στα σχολεία μας – στο πλαίσιο της ”διαπολιτισμικής εκπαίδευσης” – για να αποκτήσουν ”διαπολιτισμική επικοινωνία” οι μαθητές μας, να κατανοήσουν την πολιτισμική διαφορά με τα μεταναστόπουλα του πρώτου κύματος μετανάστευσης και να αφομοιώσουν καλύτερα και γρηγορότερα το μήνυμα περί ”ελληνοτουρκικής φιλίας” που εξέπεμπαν από κοινού η νέα εκπαιδευτική πολιτική και η Εξωτερική πολιτική μας.
Μια πολιτική που, σε κάθε περίπτωση, είχε κοινωνικομορφωτικό και πολιτιστικό χαρακτήρα και ήταν απαλλαγμένη απ’ τις ”εθνικιστικές” (πατριωτικές) εξάρσεις του παρελθόντος οι οποίες ”σκίαζαν για χρόνια τις διακρατικές σχέσεις μας με όμορες χώρες και, προπάντων, με την Τουρκία” …
Την Τουρκία που, όχι μόνο δεν νοιάστηκε για την φιλία μας, αλλά κοίταζε πώς θα επωφεληθεί απ’ την αφέλεια ή την ενδοτικότητα που κρύβει συνειδητά ή ασυνείδητα ο ραγιαδίστικος εαυτός μας.
Αυτό το αποδεικνύει άλλωστε το γεγονός ότι, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα το 2017 απ’ τον Ταγίπ Ερντογάν, η ιστορική πορεία της χώρας του έδειξε και εξακολουθεί να δείχνει (με επίταση επί των ημερών του) πως εποφθαλμιά μονίμως τα κεκτημένα των άλλων και, προπάντων, τα ελληνικά.
Υπό το πνεύμα αυτό, η Τουρκία ξεκίνησε μεθοδικά και αποφασιστικά – απ’ τη δεκαετία του ’30 ακόμα – την αναθεωρητική πολιτική της σε βάρος μας. Την πολιτική αμφισβήτησης, δηλαδή, των ελληνοτουρκικών συνόρων τα οποία είχαν χαράξει η Συνθήκη της Λωζάνης (1923) και η μετέπειτα Συνθήκη των Παρισίων (1947).
Πρώτο δείγμα της διεκδικητικότητας που επώαζε επίμονα επί 44 ολόκληρα χρόνια ήταν η εισβολή της στην Κύπρο το ’74 για την οποία τιμωρήθηκε μερικώς με το αμερικανικό εμπάργκο όπλων που τη στρίμωξε αποφασιστικά τότε, χωρίς όμως να τη λυγίσει.
Και δεν τη λύγισε γιατί δε συνοδεύτηκε από εξίσου σκληρό εμπάργκο των Ευρωπαίων, οι οποίοι αρνήθηκαν να της επιβάλλουν κυρώσεις – όπως και τώρα – παρά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και το Ναγκόρνο Καραμπάχ στο πλευρό των Αζέρων.
Ειδικά οι Γερμανοί, μάλιστα – στη δεκαετία του ’70 (επί Χέλμουτ Σμιτ) κι ενώ είχε προηγηθεί η εισβολή στην Κύπρο – πήραν πίσω τις περιορισμένες κυρώσεις που της είχαν επιβληθεί και ενίσχυσαν τις τουρκικές ΕΔ με άρματα μάχης Μ-48 και μαχητικά F-104…
Κι αυτά ενώ είχαμε ”αγαστές” προσωπικές σχέσεις σε επίπεδο ηγεσιών Γερμανίας-Ελλάδας (φιλία Σμιτ-Καραμανλή, που απέδειξε για πολλοστή φορά ότι ”δεν υπάρχουν φιλίες μεταξύ των κρατών, παρά μόνο συμφέροντα”). Κάτι που εκφράστηκε τελευταία και δημόσια δια στόματος Πούτιν, όταν ζήτησαν οι Αρμένιοι απ’ την ορθόδοξη Ρωσία να τους βοηθήσει στον αγώνα τους κατά των Αζέρων και των Τούρκων.
Με τις πλάτες των Ευρωπαίων, λοιπόν, η Τουρκία ξεπέρασε τους σκοπέλους οδύνης που προκάλεσε, αφού οι τιμωρητικές αποφάσεις τους [απ’ το ’80 που ανέστειλαν την οικονομική βοήθεια προς αυτήν σαν μέτρο πίεσης (δήθεν) για επαναφορά της δημοκρατίας ως τη δεκαετία του ’90, οπότε μετέτρεψαν τις κυρώσεις που είχαν αποφασίσει να της επιβάλλουν για παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων σε προνομιακή Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας] αποδείχθηκαν προπέτασμα καπνού για την συνέχιση της στήριξής της…
Κι αυτό τη στιγμή που η Τουρκία έκανε ό,τι μπορούσε απ’ το ’50 ως σήμερα για να αποδείξει στην παγκόσμια κοινή γνώμη και τους Μεγάλους αυτής της Γης ότι… πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις για να προκαλέσει την μεγαλύτερη τιμωρία σε βάρος της…
Όπως αποδείχθηκε, όμως, τίποτα και κανείς δεν μπορεί να της επιβάλλει την αλλαγή πολιτικής της. Την αλλαγή πολιτικής σε τέσσερα θέματα: 1. Στην ανάσχεση των επεκτατικών της σχεδίων στο όνομα του μεγαλοϊδεατικού της ονείρου 2. Στην εμπέδωση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον τόπο της 3. Στην… πατροπαράδοτη συνήθειά της να υποδαυλίζει εντάσεις (εν προκειμένω στην Ανατολική Μεσόγειο) ή να αποσταθεροποιεί καθεστώτα διπλωματικά και στρατιωτικά και 4. Στην χορηγία τρομοκρατικών οργανώσεων (Χαμάς. ISIS, Μουσουλμανική Αδελφότητα), που της είναι πολλαπλά ωφέλιμες γιατί τις χρησιμοποιεί σαν εκτελεστικούς βραχίονες προώθησης των γεωπολιτικών σχεδιασμών της.
”Ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του”, έλεγε ο ο Θουκυδίδης, αλλά εμείς φαίνεται πως ξεχάσαμε και τον ίδιο (σαν ανέξοδο σύμβουλο της Εξωτερικής μας πολιτικής) και τα λόγια του, αφού – βολεμένοι στον αυτοπροσδιορισμό του αδύναμου μέρους – επιλέξαμε να φιλάμε μονίμως το χέρι της Τουρκίας γιατί αδυνατούμε να το δαγκώσουμε.
Είναι η περίφημη θεωρία περί κατευνασμού που ακολουθούμε στην Εξωτερική πολιτική μας. Η πολιτική που πρωτοεφάρμοσε απέναντι στον Χίτλερ ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν ανεπιτυχώς, γιατί έκανε δυο σοβαρά λάθη: 1. Δεν υπολόγισε τις φιλοδοξίες του και 2. Νόμισε πως με επαρκείς υποχωρήσεις θα διασφάλιζε την ευρωπαϊκή ειρήνη.
Την ίδια πολιτική εφαρμόζει η Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία απ’ το 1996 (Ίμια) και το ’97 (Συμφωνία Μαδρίτης: συναπόφαση Ντεμιρέλ – Σημίτη για διμερή συζήτηση Ελλάδας – Τουρκίας όχι μόνο ως προς το ζήτημα της κυριαρχίας επί των Ιμίων, αλλά επί του συνόλου των νησίδων, νησιών και βραχονησίδων που διεκδικούσε αυτή) έως σήμερα.
Τα αποτελέσματα σε κάθε περίπτωση είναι αποκαρδιωτικά, γιατί – αντί να εξευμενίσουμε την ”νευρικότητά” της δηλώνοντας την αδυναμία μας με τις συνεχείς υποχωρήσεις μας – την αποθρασύναμε εντελώς και της δώσαμε το δικαίωμα να αμφισβητεί Διεθνείς Συνθήκες.
Της δώσαμε το δικαίωμα να γίνεται συν τω χρόνω ακόμα προκλητικότερη και επιθετικότερη εναντίον μας (Έβρος-Αιγαίο-Μεταναστευτικό) νομιμοποιώντας τη συμμετοχή ακραίων εθνικιστών στις τουρκικές κυβερνήσεις.
Δεν μας ωφέλησαν, δυστυχώς, ούτε οι ζεϊμπεκιές ούτε οι κουμπαριές των πολιτικών μας με τους Τούρκους ομολόγους τους. Αντίθετα μας έκαναν να ξεχάσουμε το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεών μας και να κάνουμε απαράδεκτες υποχωρήσεις.
Υποχωρήσεις με τάση να μετατραπούν σε αυτοκτονικές λόγω επιλογής της Χάγης (δεδομένων των διεκδικήσεων της Τουρκίας εφ’ όλης της ύλης μετά την υπογραφή προσυμφώνου για την έναρξη των συνομιλιών) και της απάρνησης εκ μέρους μας του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 νμ λόγω του casus belli της Τουρκίας, για να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά πως τα παθήματα του παρελθόντος δεν γίνονται μαθήματα στην Εξωτερική πολιτική μας.
Έτσι, με δεδομένο αυτό, δεν προοιωνίζεται τίποτε θετικό υπέρ μας και στις επόμενες Συνόδους Κορυφής, αφού δεν εκμεταλλευτήκαμε τις τελευταίες δύο ως τώρα δείχνοντας την αδυναμία μας να περάσουμε – από κοινού με την Κύπρο – δυο βασικά θέματα που μας καίνε και είναι το… casus belli για την εθνική μας επιβίωση: το πρώτο της αναστολής της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας και το δεύτερο της διακοπής πώλησης όπλων απ’ την Ευρώπη (πρωτίστως απ’ την Γερμανία) σ’ αυτήν…
Με δεδομένο τα παραπάνω, δε βλέπω φως στην άκρη του τούνελ των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όπερ σημαίνει ότι θα πηγαίνουμε απ’ το κακό στο χειρότερο και το χειρότερο είναι να περάσει η επιθυμία της Άγκυρας για αποστρατικοποίηση των νησιών μας (την οποία υιοθέτησαν, ήδη, ΗΠΑ και Γερμανία) και, μετά από σωρεία εκδόσεων navtex και anti-navtex, να έχουμε σοβαρή στρατιωτική πρόκληση εκ μέρους της με στόχο την πλήρη αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων.
Ήδη το τελευταίο μάς το εξέπεμψε μόλις χθες (28/09/’20), απροκάλυπτα και επίσημα, ο υπουργός Ενέργειας της Τουρκίας Φατίχ Ντονμέζ θέτοντας ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία χάραξε δια των αποφάσεών της τα σύνορά μας με τη χώρα του.
Κι αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία – μετά τις προειδοποιητικές βολές των αυθαιρεσιών, παρανομιών, υπερπτήσεων και παραβιάσεων των χωρικών μας υδάτων σε γη, αέρα και θάλασσα – είναι αποφασισμένη να μπει στην ουσία των διεκδικήσεών της διακηρύσσοντας ευθαρσώς τις προθέσεις της, όπως το συνηθίζει:
Και οι προθέσεις της είναι, ας μη γελιόμαστε, ο έλεγχος όλης της Κύπρου υπέργεια και υποθαλάσσια, η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου (άρα μοιρασιά των νησιών και του φυσικού πλούτου του) και η αυτονομία της Δυτικής Θράκης (με πρώτο βήμα την αναγνώριση ”τουρκικής” μειονότητας και τελευταίο την προσάρτησή της στην τουρκική κυριαρχία, αφού προηγηθεί η αυτονομία και η ανεξαρτησία της).
Ως εκ τούτου στο χέρι μας είναι να υψώσουμε το ελληνικό μας ανάστημα απέναντι στην Τουρκία ή να αυτοκαταστραφούμε ποδηγετούμενοι… κατευναστικά απ’ τους ξένους προστάτες ΤΗΣ, για να αμβλύνουμε την επιθετικότητά της.
Στο χέρι μας είναι να ματαιώσουμε την ”επί του εδάφους” εφαρμοσμένη πολιτική της, που έχει σαν πρώτο (ευτελιστικό για μας) στόχο την ”φιλανδοποίησή” της πατρίδας μας [δέσμευση της Εξωτερικής μας πολιτικής στο άρμα της Τουρκίας – οπότε Αιγαίο και ΑΟΖ πάνε χαμένα από χέρι, αφού θα μετατραπούμε σε δορυφόρο της – με αντάλλαγμα την (τύποις) διατήρηση της εδαφικής κυριαρχίας μας] και τελευταίο στόχο τον πλήρη διαμελισμό και την κατάκτηση της Ελλάδας.
Στο χέρι μας είναι να κλείσουμε τα στόματα εκείνων που μας θεωρούν και μας συμπεριφέρονται σαν μεταλλαγμένους Έλληνες προσαρμοσμένους στα συμφέροντα άλλων. Κι αυτό δε θα το κάνουμε κομπορρημονώντας επικοινωνιακά και βάζοντας την ουρά στα σκέλια στην πρώτη πρόκληση της Τουρκίας επί των εδαφών μας.
Θα το κάνουμε ψύχραιμα και μεθοδικά, όπως αυτή, χτίζοντας την Εξωτερική μας πολιτική από την αρχή πάνω σε γερές, ακλόνητες βάσεις. Βάσεις που θα διαμορφώσουν την Ελλάδα της Δύναμης. Την Ελλάδα του Μέλλοντος που θα επενδύσει στην προοπτική της στηριγμένη σε τρεις κυρίως άξονες Εξωτερικής πολιτικής:
Στην στρατιωτική της ισχύ, την Οικονομική διασφάλιση των εξοπλισμών της (με κάλυψη μέρους των στρατιωτικών δαπανών απ’ την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας της) και τη δημιουργία ενός πλέγματος φερέγγυων συμμαχιών πολλαπλών δυνατοτήτων…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)