«Ξυπόλυτος ξεκίνησα, ξυπόλυτος θέλω να πεθάνω», ήταν τα πρώτα λόγια που μου είπε ο 97χρονος Ιάκωβος Τσούνης όταν κάθισα στην πολυθρόνα του γραφείου του την περασμένη Δευτέρα το πρωί. Και μάλλον θα το καταφέρει, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος της περιουσίας του, πάνω από 23 εκατομμύρια ευρώ, έχει δωρίσει κατά τη διάρκεια της ζωής του στις Ενοπλες Δυνάμεις, 60 αποβατικά σκάφη, ενώ μόνο τα τελευταία δύο χρόνια οι δωρεές του αγγίζουν τα 7 εκατομμύρια.
Σε ένα δωμάτιο που ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει, γεμάτο πλακέτες, τιμητικά διπλώματα, όπλα αντίκες και παράσημα, θα νόμιζε κανείς ότι ο κ. Τσούνης ήταν στρατιωτικός και όχι εφοπλιστής.
Ή ταν ή επί τας
Το 13ο παιδί ενός δασάρχη ήταν 16 ετών όταν ο Ιωάννης Μεταξάς είπε «Οχι» στην παράδοση της χώρας στις δυνάμεις του Μουσολίνι. Σύντομα το 12ο Σύνταγμα Πατρών αναγκάζεται και μετακομίσει στο σπίτι του στην Εγλυκάδα της Πάτρας, και ο έφηβος τότε Τσούνης κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει τον συνταγματάρχη, που πλέον ζει με την οικογένειά του, να καταταγεί παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Και το καταφέρνει. Σύντομα βρίσκεται στα Γιάννενα και από εκεί στο Καλπάκι. Ο πατέρας του μαθαίνει ότι έχει πάει εθελοντής στον πόλεμο όταν ήταν ήδη στα βουνά. «Ή θα έρθεις νικητής ή θα πεθάνεις εκεί», του λέει στο πρώτο του γράμμα. Και όντως, ο κ. Τσούνης εθεωρείτο «ζωντανός-νεκρός» μετά δύο χρόνια στο αλβανικό μέτωπο, καθώς το ψύχος, οι κακουχίες και οι ψείρες τον είχαν μετατρέψει από 70 κιλά έφηβο σε ένα σκελετό 29 κιλών.
Αφού τον είχαν κοινωνήσει ως ετοιμοθάνατο τον επέστρεψαν στην Πάτρα, όπου οι γονείς του δεν πίστευαν ότι θα επιβιώσει. Και όμως σε ένα χρόνο είχε πλήρως επανέλθει, σε τέτοιο σημείο που μετακόμισε στην Αθήνα και από εκεί επιστρατεύτηκε δεύτερη φορά και βρέθηκε στον Γράμμο-Βίτσι για τον Εμφύλιο. «Δεν κάναμε το χατίρι του Στάλιν να γίνει η Κόνιτσα πρωτεύουσα συμμοριτών», μου λέει, και παρά τα 97 του έτη η εξιστόρησή του είναι γλαφυρή και η φωνή του με ένταση. Η εμπειρία του στον στρατό τον σημαδεύει για πάντα και ο ίδιος μένει στην ιστορία ως ο νεότερος βετεράνος του αντιναζιστικού και αντιφασιστικού πολέμου.
Το πρώτο κεφάλαιο
Το 1949, όταν πλέον επιστρέφει στην Αθήνα, αποκτά άδεια βοηθού εκτελωνιστή. Με ένα τραπεζάκι και καρέκλες που δανείζεται από τον ιδιοκτήτη καφενείου απέναντι από το Α΄ τελωνείο Πειραιά, ο Τσούνης χρεώνει 10 δραχμές για κάθε αίτηση εκτελωνισμού.
Συγχρόνως ασχολείται και με διάλυση πλοίων πουλώντας κομμάτια τους στη χαλυβουργία, αλλά και με τροφοδοσίες καραβιών. Σε λιγότερο από 10 χρόνια είχε καταφέρει όχι μόνο να αποκτήσει ένα σημαντικό κεφάλαιο, αλλά και να το επενδύσει σε μετοχές και ακίνητα. Στο μυαλό του Τσούνη, όμως, το μέλλον του βρισκόταν στη ναυτιλία. Και αυτήν τη σκέψη την ενίσχυσε και ο ίδιος ο Ωνάσης, τον οποίο γνώρισε τυχαία στον Σκορπιό καθώς τροφοδοτούσε τη θαλαμηγό του «Χριστινα». «Εχεις ενδιαφέρον για τη θάλασσα;» τον είχε ρωτήσει. «Είμαι εκτελωνιστής και διαλύω πλοία, τι άλλο να θέλω από τη θάλασσα», του είχε απαντήσει ο Τσούνης, για να λάβει ένα χτύπημα στην πλάτη από τον Ωνάση και τη φράση: «Θα μπεις στη ναυτιλία, μπάσταρδε!».
Και ο Ωνάσης βγαίνει αληθινός, αφού το 1960 αποκτά το πρώτο του πλοίο, ένα μικρό εμπορικό των 1.000 τόνων για εσωτερικές διαδρομές. Με τις διασυνδέσεις που είχε αποκτήσει με τους υπόλοιπους Ελληνες εφοπλιστές ως εκτελωνιστής, οι πόρτες ανοίγουν. Με τη βοήθεια του εφοπλιστή Παπαλιού αγοράζει τα πρώτα του μεγάλα βαπόρια. Παρόλο που είχε φύγει από την Εγλυκάδα περισσότερο από δέκα χρόνια, οι συμβουλές του πατέρα του παρέμειναν καρφωμένες στο μυαλό του. Ο πατέρας του, άνθρωπος με περιορισμένο εισόδημα, είχε ξεκάθαρη ματιά για τα πλούτη και την ευτυχία. «Να μην ξεχάσεις την προέλευσή σου, να μάθεις να ντρέπεσαι και να θυμάσαι ότι τα λεφτά που έχεις δεν είναι δικά σου. Είναι γι’ αυτούς που δεν έχουν μία ασπιρίνη ή ένα ποτήρι νερό. Να τους βοηθάς αθορύβως και να μην περιμένεις ευχαριστίες αν θες να είσαι χαρούμενος», του είχε πει χαρακτηριστικά.
Γι’ αυτό δεν είναι περίεργο ότι από την αρχή της σταδιοδρομίας του ξεκινάει τη φιλανθρωπική του δράση. Τρία χρόνια από την αγορά του πρώτου μικρού του πλοίου και πριν αποκτήσει τα μεγαλύτερα, δωρίζει το σημαντικό ποσό των 200.000 δολαρίων για την ίδρυση του Λύρειου Ιδρύματος. Και παρά τις προτροπές της οικογένειας Λύρα να ονομαστεί Λύρειο και Τσούνειον Ιδρυμα, ο ίδιος το αρνείται. «Μας εξήγησες ότι τα χρήματα που θα αποκτήσεις θα τα διαθέσεις για τον ανθρώπινο πόνο δίχως κοινωνικές προβολές, αλλά αθόρυβα και σεμνά όπως είπε ο Χριστός», του γράφει σε επιστολή ευχαριστίας τον Ιούλιο του 1963 ο καπετάν Μάρκος Λύρας.
Ο στόλος του
Και οι δωρεές χωρίς προσωπική προβολή συνεχίζονται. Με βοήθεια της τύχης, σωστές επιλογές και καλές σχέσεις με τις τράπεζες, σε λιγότερο από δέκα χρόνια έχει ένα στόλο 13 πλοίων, συμπεριλαμβανομένου και ενός τάνκερ 35.000 τόνων. Συγχρόνως η δράση του επεκτείνεται και σε αγοραπωλησίες ακινήτων, σε Λος Αντζελες, Λονδίνο και Ισπανία μεταξύ άλλων. Ο Τσούνης έχει καταφέρει να φτιάξει μια περιουσία δεκάδων εκατομμυρίων μέσα σε λίγα χρόνια.
Δεν είναι το πρώτιστον και το έσχατον το χρήμα, είναι η πατρίδα
Την περασμένη Τετάρτη, ο Ιάκωβος Τσούνης πέρασε το κατώφλι του Προεδρικού Μεγάρου για να του απονεμηθεί ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Τιμής. «Η κ. Σακελλαροπούλου θέλει να με βραβεύσει και δεν με γνωρίζει», μου είχε πει, με κάποια υπερηφάνεια, κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας, δύο ημέρες πριν από την εκδήλωση. «Ουδέποτε ζήτησα να με παρασημοφορήσουν, ούτε ποτέ ζήτησα αντάλλαγμα για τις προσφορές που έκανα. Συναλλαγή δεν ήθελα ΠΟΤΕ να κάνω», μου λέει – και τονίζει να γράψω το «ποτέ» με κεφαλαία.
Οι διακρίσεις
Και παρόλο που δεν ζήτησε τιμές και βραβεύσεις, ο ίδιος έχει πλέον να επιδείξει έναν κατάλογο εκατοντάδων τιμητικών διακρίσεων στο βιογραφικό του. Από τον Χρυσό Λέοντα του γενικού αρχηγείου του ΝΑΤΟ, τον τίτλο του Μέγα Αρχοντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ώς τον βαθμό υποστρατήγου επί τιμή, το γραφείο του είναι γεμάτο πλακέτες και βραβεία. Καθώς η συζήτησή μας προχωράει, μου δείχνει έναν πίνακα από το Καστελλόριζο, «τους έφτιαξα έναν ραδιοφωνικό σταθμό εκεί και μου χάρισαν αυτόν τον πίνακα» αναφέρει, και είναι μία από τις αμέτρητες προσφορές του που δεν έχουν καν καταγραφεί.
Αυτό όμως που τον κάνει ιδιαίτερα περήφανο είναι το μουσείο που φέρει το όνομά του στην πόλη του Αιγίου, με εθνικά και εκκλησιαστικά κειμήλια, που εγκαινιάστηκε το 2012. «Πρέπει να πάμε να το δεις!» μου λέει με ενθουσιασμό, έχοντας ξεχάσει προς στιγμήν την ηλικία του ή την επιβαρυμένη φυσική του κατάσταση.
Οταν τον ρωτάω γιατί πιστεύει τόσο πολύ στην αξία των Ενόπλων Δυνάμεων, εκείνος τονίζει πως γι’ αυτόν είναι «η ψυχή του έθνους». «Δεν είναι το πρώτιστον και το έσχατον το χρήμα. Αλλά είναι η πατρίδα. Δίχως πατρίδα τι να κάνεις τον πλούτο, τη δόξα ή τις χαρές; Ολα χάνουν την αξία τους. Είναι γνωστό σε όλους», σημειώνει με ένα χαμόγελο διερευνητικό, περιμένοντας να συμφωνήσω μαζί του. Και πώς μπορώ να διαφωνήσω; Αλλωστε, όπως είπε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της παρασημοφόρησής του, «η πράξη του αυτή (να αφήσει και το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του στις Ενοπλες Δυνάμεις όπως αποφάσισε τον περασμένο Ιανουάριο), η οποία αποτελεί το επιστέγασμα της συνολικής του προσφοράς, είναι βαθύτατα πατριωτική και παραδειγματική για όλους τους Ελληνες».
Και όπως τονίζει και ο ίδιος: «Ο πιο σπουδαίος για μένα είναι ο πατριώτης. Οχι εκείνος που έχει λεφτά και τιμητικές διακρίσεις, αλλά αυτός που πραγματικά αγαπάει την πατρίδα του». Και ο Ιάκωβος Τσούνης έδειξε την αγάπη αυτή και με το παραπάνω.
Οι χαμένες επενδύσεις
Οταν καταρρέει η Lehman Brothers και ξεσπάει η οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, ο κ. Τσούνης έχει πουλήσει όλα του τα πλοία και έχει επενδύσει τα χρήματά του στη Citigroup. Μέσα σε τρεις ημέρες του 2008 έχει χάσει πάνω από το 90% της περιουσίας του. Θυμάται ότι στο πρώτο κραχ του 1929 Αμερικανοί επιχειρηματίες αυτοκτονούσαν. «Εγώ αντί να αυτοκτονήσω σκέφτηκα την πρώτη συμβουλή του πατέρα μου: “Μην ξεχάσεις την προέλευσή σου” και έτσι διατήρησα την ψυχραιμία μου». Πολλοί τον ρωτούν γιατί δεν άφησε την περιουσία του στα δύο του παιδιά, Αθηνά και Κώστα, αντί στις Ενοπλες Δυνάμεις. Ο ίδιος θεωρεί ότι τα εξασφάλισε με σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια, με κατοικία και κάποια χρήματα. Εκτός από την προσφορά του στις Ε.Δ., οι δωρεές σε απόρους, εκκλησίες, νοσηλευτικά ιδρύματα και νοσοκομεία είναι αμέτρητες.
Η συνάντηση
Συναντηθήκαμε στο γραφείο του στου Παπάγου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς δίπλα από την πολυκατοικία στην οποία μένει. Τα δύο κτίρια τα χωρίζει ένα μικρό εκκλησάκι του Αη Γιάννη, που έχει φτιάξει ο ίδιος. Το γραφείο είναι σαν ξύλινο σαλέ, στο οποίο δίνεται η αίσθηση πως έχει παγώσει ο χρόνος. Είναι γεμάτο με ενθύμια, φωτογραφίες και βραβεία, που με προτρέπει να τα δω με την ησυχία μου. Με κέρασαν ελληνικό καφέ, μουστοκούλουρο και γλυκό του κουταλιού περγαμόντο, τα οποία –παρόλο που είχα ήδη πάρει πρωινό– έφαγα με μεγάλη χαρά.
Πηγή: Καθημερινή