«Πάνω απ’ όλα είναι το καθήκον μας προς την πατρίδα», είπε ο Γρηγόρης Αυξεντίου
Σοφοκλής Κωνσταντίνου
Τούτη η θυσία μένει από τότε σύμβολο Αγώνα. Μένει εκεί να μας θυμίζει την ηρωική απόφαση ενός ανθρώπου που άδραξε το χρέος απέναντι στους προγόνους και το έκανε πράξη
Τρεις Μαρτίου 1957, εξήντα τέσσερα χρόνια από τη μάχη των μαχών. Ο Σταυραετός της Λευτεριάς, ο Υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, αναμετρήθηκε με την Ιστορία. Και έγραψε Ιστορία. Εδώ, στις βουνοκορφές του Μαχαιρά, ένα κυριακάτικο πρωινό, αναγεννήθηκε η Ελληνική μεγαλοσύνη. Δέκα ολάκερες ώρες πάλεψε το παλληκάρι της Λύσης απέναντι στους σιδηρόφρακτους Άγγλους κατακτητές. Αυτός που δίδαξε στα νέα παιδιά την τέχνη του πολέμου, τους δίδαξε με τη θυσία του πώς να πεθαίνουν για τη Λευτεριά της πατρίδας.
Ο Ζήδρος συνέχισε τον Αγώνα. Κατάφερε μέσα από τις ομάδες του καίρια πλήγματα στους Άγγλους αποικιοκράτες. Οι Άγγλοι τον προκήρυξαν με 5.000 λίρες. Τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη. Όμως, παρά τις συχνές προδοσίες, παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο Αυξεντίου, ως την ύστατη πνοή του, μπόλιαζε τους συναγωνιστές του με πίστη, ιδανικά, αξίες, υπερηφάνεια. Στο τελευταίο του γράμμα, τον Φεβρουάριο του 1957 προς τη γυναίκα του, τονίζει μεταξύ άλλων: «Στην εσχάτη ανάγκη θα αγωνισθώ και θα πεθάνω σαν Έλληνας, αλλά ζωντανό δεν θα με πιάσουν».
Στις 3 Μαρτίου 1957, έφθασε τούτη η Άγια Ώρα. Η ώρα της προσταγής, η ώρα της ευθύνης, η ώρα της μετάβασης στον τόπο της Αθανασίας. Τούτη η μέρα έμελλε να μείνει ως Πανελλήνια ιστορική μνήμη. Η ομάδα του Αυξεντίου, με τον Αντώνη Παπαδόπουλο, τον Φειδία Συμεωνίδη, τον Ανδρέα Στυλιανού και τον Αυγουστή Ευσταθίου, στάθηκαν άξιοι αντάρτες δίπλα στον αρχηγό τους. Υπάκουοι και θαρραλέοι, έγραψαν το όνομά τους στις Δέλτους της Ιστορίας.
Μέσα στο κρησφύγετο, πέρα από τις στερήσεις και το κρύο, οι συνομιλίες για το δίκαιο του αγώνα τροφοδοτούσαν τις σκέψεις και τα όνειρα. Ξαφνικά, ακούστηκε ήχος από ελικόπτερο. Δεν ήταν καλό σημάδι. Στη συνέχεια ακούστηκαν τα βήματα των Άγγλων στρατιωτικών πάνω από το στόμιο του κρησφυγέτου. Τότε κατάλαβαν ότι προδόθηκαν. Ο Αυξεντίου διέταξε απόλυτη ησυχία. Σε λίγο, ένας Άγγλος φώναξε: «Here, here!». Τους ανακάλυψαν. Με ένα διερμηνέα που ήξερε Ελληνικά, τους κάλεσαν να παραδοθούν διαφορετικά θα έριχναν βόμβες. «Μάστρε, είμαι έτοιμος για μάχη, περιμένω διαταγή», είπε αποφασισμένος ο Αυγουστής Ευσταθίου.
Ο Ζήδρος είχε πάρει την απόφασή του: «Εβγάτε έξω». «Και εσύ τι θα κάμεις;», ρώτησε ο Αντώνης Παπαδόπουλος. «Εγώ θα πολεμήσω και θα πεθάνω. Πρέπει να πεθάνω», απάντησε με αυστηρότητα ο Αυξεντίου. Αυτήν τη φράση την επανέλαβε τρεις φορές. Οι συναγωνιστές του ήθελαν να πολεμήσουν μαζί του, αλλά δεν είχαν επιλογή. Δεν μπορούσαν να αρνηθούν τη διαταγή του αρχηγού τους. Έτσι, ένας-ένας βγήκαν έξω. Οι Άγγλοι, όμως, περίμεναν και τον Σταυραετό να παραδοθεί. Στο κάλεσμά τους να βγει έξω, η απάντηση ήρθε από την πανάρχαια φωνή της Σπάρτης: «Μολών Λαβέ!».
Η μάχη των μαχών άρχισε. Οι Άγγλοι δεν περίμεναν τέτοια ανδρειοσύνη. Ο Αυξεντίου, από το στόμιο του κρησφυγέτου, σκορπούσε τον θάνατο και έσπερνε τον πανικό και την ταπείνωση απέναντι σε μια ολόκληρη βρετανική ταξιαρχία. Οι απώλειές τους ήταν τεράστιες. Δεν τολμούσαν να πλησιάσουν.
Δέκα ολόκληρες ώρες κράτησε η αναμέτρηση. Λίγο πριν το τέλος, οι Άγγλοι διέταξαν τον Αυγουστή να μπει στο κρησφύγετο για να βγάλει έξω τον αρχηγό του. Ο Ματρόζος, αφού μπήκε στο κρησφύγετο, φώναξε δυνατά: «Τώρα είμαστε δύο!» και άρχισαν να πυροβολούν. Οι Άγγλοι έχασαν την ψυχραιμία τους. Βρήκαν, όμως, την τελευταία λύση. Να κάψουν τον κρυψώνα. Αργά, αργά η βενζίνη έσταζε από τις δοκούς του κρησφυγέτου. «Μάστρε, θα μας κάψουν ζωντανούς», φώναξε ο Ματρόζος. Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο και αμέσως έσκασαν τρεις εμπρηστικές βόμβες.
Η φωτιά έζωσε τα πάντα. Ο Αυγουστής φώναξε: «Παναγία μου!», ενώ ο Αυξεντίου τού είπε: «Μη φοβάσαι, Ματρόζο, μη φοβάσαι…». Γύρισε ο Αυγουστής, κοίταξε τον Μάστρο του που τον τύλιξαν οι φλόγες. Δεν άντεξε. Σύρθηκε έξω γεμάτος χώματα, αποκαΐδια και δάκρυα. Τον άρπαξαν ξανά οι Άγγλοι κτυπώντας τον με τα κοντάκια των όπλων τους… Τον Αυγουστή δεν τον ένοιαζαν τα κτυπήματα του δυνάστη. Δεν υπολόγιζε ούτε πόνο, ούτε φοβέρες. Μονάχα στο μυαλό του ήταν ο αγαπημένος του Μάστρος…
Σε λίγο, όλα τελείωσαν. Ό,τι απέμεινε από τον ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου ήταν λίγη στάχτη και λίγα καπνισμένα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΟΚΚΑΛΑ να ζωγραφίζουν τη Λευτεριά. Αυτήν τη Λευτεριά που υπέγραψε με το αίμα και την καρδιά του. Τούτη η θυσία μένει από τότε σύμβολο Αγώνα. Μένει εκεί να μας θυμίζει την ηρωική απόφαση ενός ανθρώπου που άδραξε το χρέος απέναντι στους προγόνους και το έκανε πράξη. Ο Κώστας Μόντης αφιέρωσε τέσσερεις διαχρονικούς στίχους για τον Σταυραετό της Κύπρου:
Σαράντα χρόνια οι χαράδρες του Μαχαιρά
αντιλαλούν τ’ «όχι» του.
Σαράντα χρόνια η ηχώ δεν δέχεται να μεταφέρει τίποτε άλλο…
Σαράντα χρόνια δεν καταδέχεται να μεταφέρει τίποτε άλλο.
Εξήντα τέσσερα χρόνια στεκόμαστε με ένα αίσθημα υπερηφάνειας για ό,τι έπραξες για τον τόπο που σε γέννησε. Αρπάζουμε την ασπίδα της διαθήκης σου και την καρφώνουμε στα στήθια μας, στη συνείδησή μας, για να πάρουμε λίγη μονάχα δύναμη. Να πάρουμε τον ήλιο, τον ουρανό, τα τραγούδια της Ρωμιοσύνης και να τα κομματιάσουμε ένα ένα στον αγιασμένο τόπο της θυσίας σου.
Από τον «Αποχαιρετισμό» του Γιάννη Ρίτσου, το κορυφαίο συγκινητικό ποίημα για τον Σταυραετό του Μαχαιρά, παραθέτω λίγους στίχους που καθρεφτίζουν την ψυχή της ελληνικής μεγαλοσύνης:
«Θυμάμαι, καλοκαιριάτικο σούρουπο ήταν – σταμάτησα το αμάξι μπροστά σε μια καλύβα. Διψούσα. Μια μαυροφορεμένη γριά με φίλεψε με το κανάτι δροσερό νερό. ‘‘Φχαριστώ γιαγιά’’, της είπα. ‘‘Καλή λευτεριά, γιε μου’’ αποκρίθηκε. ‘‘Καλή λευτεριά, γιαγιά’’, της ξανάπα – κι ένιωσα πως της την χρωστάω…».
Ο Στρατής Μυριβήλης έγραψε μεταξύ άλλων για το ηρωικό παλληκάρι της Λύσης: «Ο Αυξεντίου είχε πάρει την απόφασή του. Ήταν η ίδια η φωνή από τους 300 του Λεωνίδα…».