Ευαγόρας Παλληκαρίδης: 64 χρόνια από την θυσία του

Κύπρος Πατριδογνωσία

ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ:
Μαθητής – Ποιητής – Αντάρτης Ε.Ο.Κ.Α.
9ος και τελευταίος στην Αγχόνη των Εγγλέζων


Όταν του λαού μας κάποιοι στο μέλλον ηγέτες
αποφασίσουν, οψέποτε, ν’ ανακρούσουν πρύμναν και να στρατηγήσουν πανεθνική αγωνιστική πολιτική απελευθέρωσης, είναι βέβαιο ότι,
τότε, οι νέοι αυτού του τόπου θα στραφούν ξανά στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Για να κάνουν ξανά την έπαρση των ποιημάτων του στους ψηλότερους ιστούς του εθνικού φρονήματος. Συνέβη και στο παρελθόν.


Όσοι λησμόνησαν μπορούν να το βρούνε στους τόμους των εφημερίδων, αρχές της δεκαετίας του ‘90, με τις τότε αντικατοχικές διαδηλώσεις των μαθητών. Εκεί πρωτοσέλιδες οι φωτογραφίες των διαδηλωτών, αγοριών και κοριτσιών, που ύψωναν μπροστά, ένα μεγάλο πανό, με γραμμένους μόνο του Ευαγόρα τους στίχους:

«Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια που παν’ στη λευτεριά».


Κι, αργότερα:

Τότε που τα στρατευμένα νιάτα υλοποιούσαν εδώ περήφανα
το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος – Κύπρου,
τους στίχους ξανά του Ευαγόρα κραύγαζαν ρυθμικά,
παρελαύνοντας, οι νέοι κι οι νέες της Σχολής Ευελπίδων, Ικάρων
και Ναυτικών Δοκίμων, ανανεώνοντας όρκους του 1955:


«Μπορεί σε κάποια μάχη
γραμμένο η μοίρα να ‘χη
να μη γυρίσουμε.
Μα πάμε με καμάρι
και λέμε «όποιον πάρει
και θα νικήσουμε».


Και, αυτό, ήταν απόλυτα φυσιολογικό.
Ανέκαθεν ελληνική συμπεριφορά:
Κάθε νεότερη γενιά, όπως είναι γνωστό
κι αποδεδειγμένο, κρατάει καλά φυλαγμένες
στα πιο ασφαλισμένα μπαούλα,
της πιο πολύτιμης κληρονομιάς – για όταν χρειαστεί –
τις σπουδαιότερες παρακαταθήκες των προηγούμενων αγώνων.
Φυλαγμένους στην ψυχή και στο μυαλό,
τους θησαυρούς, προπάντων εκείνων
που θυσιάστηκαν για τη λευτεριά.
Κι εκείνων που ο λόγος τους,
ιδίως ο στίχος τους,
υπήρξε εμβληματικός εθνεγέρτης.
Ανεξίτηλος διά μέσου των αιώνων.
Κι άσβεστος πυρσός ελευθερίας.


Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη συνέπεσαν αμφότερα.
Και ο εμβληματικός εθνεγέρτης λόγος στην ποίηση του
και η θυσία του ιδίου στον απελευθερωτικό μας αγώνα…
Για πόσους αιώνες οι Έλληνες τραγουδάμε ακόμη,
τον Θούριο του Ρήγα που θυσιάστηκε το 1798;
Για τόσους κι άλλους τόσους αιώνες,
θα τραγουδάμε και την Ανηφοριά του Ευαγόρα.
Όταν κάθε φορά θα πρέπει συνειδητά
να σηκώσουμε τη σκυτάλη της λευτεριάς.
Ή, έστω, ανήμποροι προσώρας γι’ αυτό,
για να μεταλαμπαδεύσουμε τουλάχιστον
στα παιδιά μας το πολυτιμότερο συνώνυμο
της ταυτότητάς μας:
Την ανέκαθεν φανερότατη
και ηρωικώς φανερωμένη,
«μυστική συνταγή» της επιβίωσης του Ελληνισμού
διά μέσου των αιώνων:


«Ελευθερίης γλιχόμενοι αμυνεύμεθα
ούτως όκως αν και δυνώμεθα»,
κατά πως το έγραψε στο
143 του 8ου βιβλίου του ο Ηρόδοτος.
«Το εύδαιμον το ελεύθερον,
το δ’ ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες»…
κατά την ρήση του Θουκυδίδη Β-43.
Προίκισε ο Θεός από παιδάκι τον Ευαγόρα
του Μιλτιάδη και της Αφροδίτης, στην Τσάδα της Πάφου,
με τον ποιητικό οίστρο. Με το χάρισμα στιχουργικής.
Έκθαμβος μπροστά στην πληθώρα των χειρογράφων
του μόλις 19χρονου Απαγχονισθέντος Ήρωα και Ποιητή,
ο πρώτος που τα μελέτησε, καθηγητής Γιώργος Ν. Χατζηκωστής
θυμήθηκε τη ρήση του Οβίδιου, απόλυτα ταιριαστή με τον Ευαγόρα:
«Ό,τι δοκίμαζα να πω ήταν στίχος».
Αλλά του Ευαγόρα οι σπουδαιότεροι στίχοι,
έχουν ένα εντελώς ιδιαίτερο,
αδιάψευστο στον αιώνα τον άπαντα,
και καθαγιασμένο με την Θυσία του προνόμιο:
Δεν ήσαν, απλώς, στίχοι όσα δοκίμαζε να πει.
Ήταν κάτι, κατά παρασάγγας πολύ σπουδαιότερο.
Και μοναδικά συνθετότερο.
Εν ταυτώ και ταυτοχρόνως ομοούσια,
στιχουργημένη πρώτα: Μια υπόσχεση βίου.
Η προσωπική γραπτή δέσμευση
κι ο όρκος ενός αποφασισμένου
μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός του
αγωνιστή, μιας ένοπλης επανάστασης.
Και, δεύτερο: Μαζί, απ’ την αρχή ως το τέλος:
Μία γραμμένη σε στίχους,
εκ των προτέρων τελική,
προπαρασκευασμένη, ύστατη προς εαυτόν,
προς όλους και προς την ιστορία,
πλήρης λογοδοσία.
Μ’ ευσυνείδητη πληρότητα
συνείδησης της κάθε λέξης,
κάθε δικού του στίχου.
Εξ αρχής αποφασισμένης,
τελεσίδικης, οριστικής κι ανέκκλητης,
εκ των προτέρων τελικής διαθήκης.
Όχι μόνο, βεβαίως,
όσων έγραψε με τους στίχους του,
αλλά, προπάντων, κι όσων έπραξε
με τα όπλα της ΕΟΚΑ
Όσοι τα μελέτησαν το γνωρίζουν.
Όσοι θα τα μελετήσουν θα το αντιληφθούν:
Όταν το μολύβι του Ευαγόρα,
άρχιζε να γράφει την πρώτη λέξη
του πρώτου στίχου, στο μυαλό του ήταν
προδιαγεγραμμένη κι η απόφασή του
να αγωνιστεί ένοπλος
εναντίον ενόπλων κατακτητών
και να φτάσει αν χρειαστεί,
στη δική του τελική Θυσία.
Θαυμασμός απέραντος για ένα αγόρι που,
μέχρι να πατήσει τα 19 του πρόλαβε ήδη
ν’ αφήσει 500 τουλάχιστον, ευρεθέντα ποιήματά του.
Αλλά η γραφή του Ευαγόρα, οι στίχοι του, οι αναφορές του,
αποκαλύπτουν ότι δεν είχε ηλικία ενός απλού 18χρονου.
Είχε, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του,

  • ήταν ημέρα Τετάρτη εκείνη η 13η Μαρτίου 1957-
    συνειδητή ηλικία ύπαρξης και
    σαφώς διακριτής ιδιοπροσωπίας, τουλάχιστον
    Δύο Χιλιάδων Τετρακοσίων Σαράντα Επτά χρονών.
    Όσο ακριβώς απέχει ο Μάρτιος του 1957 μετά Χριστόν
    από τον Αύγουστο του 490 προ Χριστού,
    της Θυσίας του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.
    Γι’ αυτό έγραφε για την Ελλάδα του,
    «την πατρίδα των πατρίδων»:
    «Εσύ που γέννησες τον Λεωνίδα,
    που ‘πεσε δοξασμένος στα στενά
    με τα τριακόσια του λιοντάρια
    και σκόρπισε τη λευτεριά»…
    Ιδού ακόμη ένα δείγμα, συνείδησης της προαιώνιας
    ελληνικής ηλικίας της ταυτότητάς του.
    Εκείνος ο πιτσιρικάς απ’ την Τσάδα,
    έγραφε και για το δικό του όνομα, το Ευαγόρας:
    «Κάτι θα ήξερε περί του μέλλοντός μου
    ο μακαρίτης ο νουνός μου για να μου δώσει
    το όνομα του βασιλιά της Σαλαμίνας»…
    Όσα πολλοί νεότεροι χρειάστηκαν πανεπιστημιακές σπουδές
    και πτυχία και δοκτοράτα και μελέτες δεκαετιών
    για ν’ αφομοιώσουν – όσοι, δηλαδή, μπόρεσαν
    ν’ αφομοιώσουν – ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης
    κι οι έφηβοι της γενναίας γενιάς του ‘55,
    τα είχαν συνείδηση, πριν βγάλουν μουστάκι.
    Παιδιόθεν. Εξ απαλών ονύχων.
    Απ’ τους γονιούς, τους παππούδες,
    τις γιαγιάδες, τους δασκάλους και καθηγητές τους.
    Χωρίς, τότε, τηλεοράσεις, διαδίκτυα
    κι ενθάδε πλειάδες πανεπιστημίων.
    Έφηβοι ερωτευμένοι, συνάμα.
    Όχι μόνο με την πατρίδα και τη λευτεριά της.
    Αλλ’ ο καθένας τους, και με κάποια κοπελιά.
    Ερωτευμένα με πάθος αγόρια.
    Φλεγόμενα για όποιαν η θωριά της
    κάθε φορά πυροδότησε τον έρωτά τους.
    Που εκφραζόταν μ’ ένα υποδειγματικό ήθος
    κι απέραντο σεβασμό.
    Ιδού άνδρες υπόδειγμα
    της γενιάς του Πενήντα Πέντε:
    Πρόκειται για το ήθος, για την αξιοπρέπεια, για τον σεβασμό
    και, ιδίως, για την ανάληψη της ευθύνης, απέναντι στην
    αγαπημένη του κοπέλα, που οδήγησε τον πρώτο
    επικηρυγμένο από τους Εγγλέζους,
    καταζητούμενο απ’ την 1η Απριλίου 1955,
    αρχιαντάρτη της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου, 27χρ. τότε,
    να ζητήσει την άδεια του Αρχηγού Διγενή
    για να οργανώσει τον μυστικό του γάμο
    με την αγαπημένη του Βασιλού.
    Που τέλεσε συνωμοτικά, σε στενότατο κύκλο ανταρτών,
    στη Μονή Αχειροποιήτου, 10 Ιουνίου του 1955
    ο στρατολόγος της ΕΟΚΑ, Παπασταύρος της Φανερωμένης.
    Πρόκειται για εκείνη την αγάπη, η οποία, παθιαζόταν
    να «κλέβει», διά χειρός Ευαγόρα Παλληκαρίδη,
    απ’ τους κήπους της Πάφου τα γαρύφαλλα,
    για να τα χαρίσει στην αγαπημένη.
    Και ξημερωνόταν επάνω στο τετράδιο
    για να ερωτοτροπεί, με φλογερούς στίχους,
    όμορφα προσεγμένης καλλιγραφίας.
    Εκείνων των ερωτευμένων νέων,
    χαρισματικότερο δείγμα ο Ευαγόρας.
    Το διαλαλεί το «Κόκκινο Τετράδιο» του.
    17χρονος το καλλιγράφησε με 54 ποιήματα.
    Για να το χαρίσει στην 16χρονη αγαπημένη του τη Λύα,
    τον Ιούλιο του 1955, που εκείνη μετανάστευε,
    οικογενειακώς, στη Νότιο Αφρική.
    Εκείνη το φύλαγε, φυλαχτό, πέντε δεκαετίες
    για να το χαρίσει σε όλους, στην περίτεχνη έκδοση
    των εκδόσεων Εν-Τύποις το 2013.
    Το διαλαλεί στις 358 σελίδες του,
    56 χρόνια μετά τη θυσία του,
    το βιβλίο της Λύας του.
    Της κυρίας Λύας Χατζηαδάμου Βότση,
    με τον τίτλο «Αν θες να μάθεις νέα μου…».
    Με τα χειρόγραφά του, που της ταχυδρομούσε
    στη Ν. Αφρική. Από το 2ο εξάμηνο του 1955
    που ήταν αντάρτης, ολόκληρο το 1956,
    κι ακόμα απ’ το κελί του Μελλοθανάτου
    μέχρι 7 Μαρτίου 1957, μια βδομάδα
    πριν τον κρεμάσουν κι εκδόθηκε μόλις το 2013.
    Στο ίδιο βιβλίο, μαζί, και η κατόπιν αλληλογραφία
    της αδελφής του ήρωα, της κυρίας Γεωργίας
    Παλληκαρίδου Ποσπορή, με την «μικρούλα Λύα»
    στη Ν. Αφρική, μετά τον Απαγχονισμό
    του αγαπημένου τους.
    Ευαγόρας Παλληκαρίδης,
    το χαρακτηριστικότερο δείγμα
    των ερωτευμένων Ηρώων του 1955.
    Επειδή εκείνος είχε το μοναδικό χάρισμα
    και τη μανία να στιχουργεί.
    Όμοιοι του, επίσης ερωτευμένοι, χωρίς όμως στίχους,
    κι άλλοι ήρωες του ’55. Έφηβοι συνομήλικοι του
    και μόλις μεγαλύτεροι του. Όπως οι επιστολές που έστειλε
    στην αγαπημένη του την Σούλα Κονσολάκη στην Αίγυπτο,
    ο 17χρονος Πέτρος Γιάλλουρος απ’ το Ριζοκάρπασο,
    πριν θυσιαστεί 7η Φεβρουαρίου 1956 στην Αμμόχωστο,
    όπου, άοπλο σημαιοφόρο μαθητικής διαδήλωσης,
    τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν οι Εγγλέζοι στρατιώτες.
    Γιάλλουρος και Παλληκαρίδης συναντήθηκαν μία
    και μόνη φορά στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1955
    που πήγαν μαθητική εκδρομή – προσκύνημα στη μάνα Ελλάδα
    ως «πεμπταίοι» του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου
    ο ένας, του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου ο άλλος.
    Είναι, μέσα στην ιστορία και
    μια συγκλονιστική μικροϊστορία:
    Στα τετράδια του Ευαγόρα Παλληκαρίδη
    βρέθηκαν, γραμμένοι απ’ το χέρι του,
    τέσσερεις πασίγνωστοι πλέον
    στίχοι, οι οποίοι, όμως, δεν ήσαν δικοί του:
    «Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα
    μ’ έναν έρωτα μεγάλο, αληθινό.
    Τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα,
    τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό».
    Ούτε ο κ. Γιώργος Χατζηκωστής, που πρώτος έγραψε το
    βιβλίο για τον Ευαγόρα, τον ήρωα και ποιητή, το 1965,
    και κατέγραψε ποιήματά του, ούτε κι οι επόμενοι
    στις δημοσιεύσεις τους, είχαν εντοπίσει ότι οι τέσσερεις
    αυτοί στίχοι, δεν ήσαν του Ευαγόρα.
    Επειδή αμέσως πιο κάτω βρήκαν, ως αρμονική συνέχεια,
    άλλους οκτώ δικούς του στίχους:
    «Ρώτησε τα μάτια που δακρύζουν
    κάποιαν αλήθεια να σου πουν
    κλαίνε πικρά σαν σ’ αντικρύζουν
    γιατί μπορούν να σ’ αγαπούν.
    Ρώτησε χείλια φλογισμένα
    όταν σε δουν γιατί σιωπούν
    θα κινηθούν κι αυτά θλιμμένα
    για να σου πουν πως σ’ αγαπούν»
    Το ανακάλυψε, ύστερα από πολλά χρόνια, η συγγραφέας και παραγωγός της τηλεόρασης του ΡΙΚ κ. Ειρένα Ιωαννίδου Αδαμίδου. Το 1993-94. Όταν η ίδια πήγε τα τετράδια του Ευαγόρα, απ’ την αδελφή του, στον αείμνηστο Μάριο Τόκα κι εκείνος συνέθεσε το κορυφαίο αριστούργημα «Την Ελλάδα αγαπώ». Μετά ακριβώς ανακάλυψαν ότι, εκείνοι οι πρώτοι τέσσερεις στίχοι, ήταν από ένα ξεχασμένο τραγούδι 36 στίχων, της Σοφίας Βέμπο του 1941, σε μουσική του Μιχάλη Σογιούλ που στιχούργησε ο Κωστής Κοφινιώτης κι είχε τίτλο «Δύο αγάπες».
    Αλλά το πιο συγκινητικό
    μαθεύτηκε 18 χρόνια αργότερα:
    Το 2012. Αναψηλαφώντας την θυσία του πρώτου
    νεκρού ήρωα σε μάχη, αντάρτη της ΕΟΚΑ,
    του 23χρονου Χαράλαμπου Μούσκου,
    ξαδέλφου του Εθνάρχη Μακαρίου, που έπεσε
    στο Μερσινάκι των αρχαίων Σόλων
    15η Δεκεμβρίου 1955, βρήκαμε ότι:
    Το ξεχασμένο περιοδικό
    «Τάιμς οφ Σάιπρους» της 15ης Ιουλίου 1957,
    είχε εξώφυλλο μια αιματοβαμμένη χειρόγραφη σελίδα τετραδίου.
    Βρέθηκε διπλωμένη στην τσέπη του στήθους
    του νεκρού απ’ τις σφαίρες του Άγγλου ταγματάρχη
    Μπράιαν Τζάκσον Κούμπ, Χαράλαμπου Μούσκου.
    Ο δημοσιογράφος που την δημοσίευσε το 1957,
    ο Α. Κυριάκου, νόμιζε κι έγραψε ότι ήταν στίχοι του Μούσκου
    προς την αγαπημένη του. Δεν εντόπισε ότι ήσαν
    οι πρώτοι 26 από τους 36 στίχους του τραγουδιού
    «Δυο αγάπες» της Βέμπο του 1941. Και δεν ήξερε
    πόσο το αγάπησαν εκείνο το τραγούδι
    οι ερωτευμένοι νεαροί αγωνιστές του 1955.
    Πράγματι: Στη βαμμένη απ’ το αίμα του,
    τσέπη του Μούσκου, ήταν το ίδιο τραγούδι
    απ’ το οποίο ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης,
    πήρε τις τέσσερεις στροφές «την Ελλάδα
    αγαπώ αλλά και σένα».
    Προφανές ότι, σε εκείνους τους στίχους
    του Έπους του Σαράντα, βρήκαν
    οι ερωτευμένοι αγωνιστές του ‘55,
    την απάντηση:
    Εκείνο που περισσότερο τους εξέφραζε:
    «Δυο αγάπες στην καρδιά μου έχω κλείσει,
    πατρίδα είν’ η μια κι η άλλη εσύ,
    δυο αγάπες που με έχετε μεθύσει,
    με της δόξας και του πόθου το κρασί,
    τώρα όμως που η πατρίδα με γυρεύει,
    και στον πόλεμο η πατρίδα με καλεί,
    η αγάπη μου για κείνην περισσεύει,
    και σ’ αφήνω, έχε γεια, μ’ ένα φιλί»…
    Έτσι απάντησαν στις κοπελιές που αγαπούσαν.
    Έτσι είχαν απόλυτα πεντακάθαρη στη συνείδησή τους
    την δική τους προτεραιότητα…
    Αυτήν την προτεραιότητα στιχούργησε
    ο Ευαγόρας και για τη μανούλα του:
    «κι εγώ φεύγω λαλώντας
    το στερνό μου “αντίο”
    και τη μάνα φιλώντας…
    την κοιτάζω να κλαίη,
  • Μάνα, μην κλαις… της λέω
    Μάνα μην κλαις! Και κλαίω.
    Κι όλο πάω και τρέχω
  • και το δάκρυ της σβήνει
    για μια μόνο στιγμούλα.
    Και μιαν άλλη Μανούλα
  • την Ελλάδα μας – έχω
    π’ όλο κλαίει κι εκείνη!…»…
    Θυμηθείτε ξανά της «Ανηφοριάς» του τη 2η στροφή:
    «Θ’ αφήσω αδέλφια, συγγενείς
    τη ΜΑΝΑ τον ΠΑΤΕΡΑ,
    μεσ’ στα λαγκάδια πέρα
    και τις βουνοπλαγιές».
    Και, μάλιστα, με κεφαλαία γράμματα η μάνα κι ο πατέρας.
    Ιδού το 1955 μετά Χριστόν η βιωματική του 17χρονου Ευαγόρα
    μεταγλώττιση του προγονικού μας,
    «Πατρός τε και μητρός
    και των προγόνων απάντων,
    τιμιώτερον εστίν η πατρίς
    και σεμνότερον και αγιώτερον
    και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς
    και παρ’ ανθρώποις τοις νουν έχουσι».
    Και της μάνας του, της Αφροδίτης,
    της ηρωομάνας Αφροδίτης η λαλιά,
    όπως όλων των ηρώων οι μανάδες του ’55,
    ελληνοπρεπέστατες χιλιάδων ετών,
    απ’ το σπαρτιατικό «ή ταν ή επί τας»,
    όταν οι Εγγλέζοι συνέλαβαν τον γιο της:
    «Εγιώ εν εγέννησα παιδίν
    να το λαούν προδότην.
    Χαλάλιν της Πατρίδας μου
    το γαίμαν του παιθκιού μου».
    Εκατομμύρια ποιήματα γράφουν οι άνθρωποι.
    Πολύ λιγότεροι τα διαβάζουν. Και λιγότερα
    επιβιώνουν στη μνήμη διαχρονικά.
    Κάποια έχουν τη μεγάλη τύχη να τ’ ανακαλύψουν
    ικανοί μουσικοσυνθέτες. Για να τα κάνουν τραγούδια,
    αγαπημένα στον λαό.
    Του Ευαγόρα Παλληκαρίδη το πρώτο γνωστότερο ποίημά του
    «Θα πάρω μιαν ανηφοριά», πρώτη φορά ακούστηκε δημοσίως,
    την ίδια μέρα που ο ήρωας Απαγχονίστηκε και τάφηκε
    στα Φυλακισμένα Μνήματα, στο μνήμα του Αυξεντίου.
    Το είχε απαγγείλει ένας συμμαθητής του, απ’ το χειρόγραφο
    που τους είχε αφήσει ο ίδιος ο Ευαγόρας 5 Δεκεμβρίου 1955
    όταν εγκατέλειψε το σχολείο για να γίνει αντάρτης της Ε.Ο.Κ.Α.
    Στο τρισάγιο που τελέστηκε, την Πέμπτη 14 Μαρτίου 1957,
    στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου στην Πάφο.
    Το δημοσίευσε 1η, την επόμενη μέρα, μέσα σε πλαίσιο
    η εφημερίδα «Ελευθερία», Παρασκευή 15 Μαρτίου 1957.
    Κι αμέσως μετά έγινε τραγούδι απ’ τον ιεροψάλτη της Λύσης
    τον Γιάγκο Σουρουλά, είν’ η πληροφορία του Σπύρου Κέττηρου
    και τραγουδιόταν στα υπόλοιπα χρόνια του αγώνα.
    -Το μελοποίησε κατόπιν, στη μουσική που έκτοτε επικράτησε,
    ο Κώστας Κασσιανός, καθηγητής μουσικής του Παγκυπρίου Γυμνασίου.
    -Με δική της σύνθεση απέδωσε το «θα πάρω μιαν ανηφοριά»,
    το 1965 και η συμμαθήτριά του με το βιολί, Κλεοπάτρα Φοινιέως Κοτσώνη.
    -Τρία χρόνια νωρίτερα, το 1962 ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης,
    έσμιξε εναλλάξ τους στίχους της Ανηφοριάς,
    με τους στίχους του πρώτου από τα δυο ποιήματα
    που ο Ευαγόρας έγραψε στο αντάρτικο για τον
    θυσιασθέντα 15.12.1955 ήρωα Χαράλαμπο Μούσκο,
    «Ένας ήρως πέθανε» και τα έκανε εμβατήριο σε δίσκο των 45 στροφών.
    -Αλλά η μεγάλη πληθώρα μελοποίησης
    των στίχων του Ευαγόρα, ήρθε πρώτα στη 10ετία του 1990.
    -Ο Δημήτρης Λάγιος κι ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης, με
    τρία τραγούδια, το 1994, στον δίσκο της «Διάστασης»
    με τον τίτλο «Των Αθανάτων», απ’ το ομώνυμο
    επιγραμματικό ποίημα του Ευαγόρα.
    -Το επόμενο έτος ο Κώστας Κακογιάννης, επίσης σε δίσκο
    της «Διάστασης», πρώτος μελοποίησε το επίσης
    επιγραμματικό «Όποιον πάρει».
    -Την ίδια χρονιά, 1995 στον δίσκο του Μάριου Τόκα
    με τίτλο «Ψυχή τε και σώματι», πέντε από τα τραγούδια του
    είναι στίχοι του Ευαγόρα.
    -Το επόμενο άλμα μελοποίησης ήρθε το 2007
    με τον δίσκο που έχει τίτλο
    «Ευαγόρας Παλληκαρίδης, στην άκρη τ’ ουρανού».
    15 τραγούδια σε σύνθεση του Σωτήρη Καραγιώργη.
    Από όσα έχουμε μετρήσει ως τώρα, τουλάχιστον
    27 απ’ τα ποιήματα του Ευαγόρα, έγιναν τραγούδια.
    Κατατέθηκαν μελωδικά
    στις καρδιές της παρούσας γενιάς
    Που, ευγνωμονώντας, τα τραγουδάει και τα μεταδίδει,
    κάθε φορά που οι περιστάσεις αναζητούν
    τα ψηλότερα και τα ομορφότερα ιδανικά
    και με αυτά γαλουχεί τέκνα και εγγόνια,
    για καλύτερες μέρες.
    Γεννημένος την Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 1938
    ο Ευαγόρας βγήκε στο αντάρτικο Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 1955.
    Τρεις μήνες προτού γίνει 18 χρόνων.
    Φεύγοντας άφησε στους συμμαθητές του το χειρόγραφο
    με τον δικό του τίτλο «Εγερτήριον Σάλπισμα» και περιεχόμενο
    το ποίημά του «Θα πάρω μιαν Ανηφοριά».
    Την ίδια μέρα το έγραψε και σε γαλάζιο
    αεροπορικό επιστολόχαρτο, με τυπωμένο απ’ έξω
    γραμματόσημο το κεφάλι της βασίλισσας Ελισάβετ,
    αξίας 25 μιλς και το ταχυδρόμησε στην αγαπημένη του
    την Λύα στη Νότιο Αφρική.
    Από εκείνη τη μέρα, 5η Δεκεμβρίου 1955
    και για έναν χρόνο, ως τις 18 Δεκεμβρίου 1956
    ο 18χρονος έγραφε πλέον ενόπλως
    την ιστορία της Ανηφοριάς του
    για την απελευθέρωση της πατρίδας,
    με το όπλο που αξιώθηκε να του εμπιστευθεί η Ε.Ο.Κ.Α.
    Με την ιταλική αραβίδα. Έτσι ονόμαζαν τότε
    το μικρού μήκους επαναληπτικό τυφέκιο Μάνλιχερ Καρνάνο
    των έξι φυσιγγίων 6,5 χιλιοστών, εκ των ελληνικών λαφύρων
    του Έπους του Σαράντα που έφερε ο Διγενής στην Κύπρο.
    Με το αμερικανικό 38ρι περίστροφο Σμίθ εντ Γουέστον και
    το 45ρι αμερικανικό αυτόματο Τόμσον.
    Με το εγγλέζικο Στεν των 9 χιλιοστών
    και το οπλοπολυβόλο Μπρεν 0.303 της ίντσας,
    τις χειροβομβίδες Μιλς και τις αυτοσχέδιες
    βόμβες και νάρκες της Ε.Ο.Κ.Α.
    Κουβαλώντας μονίμως μαζί του στο αντάρτικο
    την Αγία Γραφή, ένα ραδιόφωνο για ν’ ακούει ελληνικά τραγούδια
    και τις ειδήσεις των κατακτητών. Και τα τετράδιά του
    για να γράφει διαρκώς τους στίχους του.
    Πυροβολούσε και σκότωνε τους εχθρούς στις μάχες,
    στις ενέδρες, στις καταδρομικές επιχειρήσεις των ανταρτών.
    Και ύστερα, στα λημέρια των κρησφυγέτων της Ε.Ο.Κ.Α.
    απομονωνόταν για να γράφει στα τετράδιά του,
    όπως τον θυμούνται όλοι οι συναγωνιστές τους στο αντάρτικο.
    Βλέποντας το σύνολο των ποιημάτων του που συγκέντρωσε στο σπουδαίο βιβλίο της η αδελφή του, η κυρία Γεωργία Παλληκαρίδου Ποσπορή κι έχοντας στο μυαλό όσα ως τώρα έχουν δημοσιευτεί, πρέπει να ομολογήσουμε την υποψία μας ότι:
    Πολλά από όσα, κατά πάσαν πιθανότητα, είχε γράψει ο Ευαγόρας, κατά τη διάρκεια του ενός έτους της ένοπλης δράσης του στο αντάρτικο, δεν έχουν εντοπισθεί.
    Ίσως κάνουμε λάθος.
    Αν όμως σκεφτούμε πώς και πόσο έγραφε σε στίχους για το κάθε τι,
    και πόσοι συναγωνιστές του στα κρησφύγετα τον έβλεπαν διαρκώς να γράφει, δικαίως ίσως σκεφτόμαστε πόσα χειρόγραφά του δεν βρέθηκαν εν τέλει.
    Πράγμα εντελώς φυσιολογικό σ’ έναν αντάρτικο αγώνα, στην άγρια, θανατηφόρα παρανομία των κατακτητών.
    Παραθέτουμε μια σκέψη.
    Στη 10η μέρα του Ευαγόρα στο αντάρτικο, 15 Δεκεμβρίου 1955,
    θυσιάστηκε στο Μερσινάκι ο Χαράλαμπος Μούσκος.
    Του έγραψε δύο ποιήματα.
    Μετά από εννέα μήνες ήταν το ποίημά του
    για το «Τελευταίο Τρίο του Απαγχονισμού».
    Για τον Στέλιο Μαυρομμάτη, Ανδρέα Παναγίδη και Μιχάλη Κουτσόφτα
    που κρέμασαν οι Εγγλέζοι 21 Σεπτεμβρίου 1956.
    Στο μεσοδιάστημα εκείνων των δέκα μηνών
    υπήρξαν πολλές άλλες θυσίες αγωνιστών.
    Κι άλλοι δύο, ένας διπλός κι ένας τριπλός απαγχονισμός.
    10 Μαΐου 1956 των Μιχάλη Καραολή κι Ανδρέα Δημητρίου.
    9 Αυγούστου 1956 των Ιάκωβου Πατάτσου, Ανδρέα Ζάκου και Χαρίλαου Μιχαήλ.
    Είναι δυνατόν να μην είχε στιχουργήσει
    και για Εκείνους ο Ευαγόρας;
    Σε ποιες, άραγε, κρύπτες των λημεριών
    και των κρησφυγέτων της Ε.Ο.Κ.Α.
    δεν εντοπίστηκαν ακόμα κάποια
    στιχουργημένα τετράδιά του;
    Δεν ξέρουμε.
    Ίσως δεν μάθουμε ποτέ.
    Αλλά, όμως, δεν λείπει τίποτε.
    Όσα κρυμμένα στα λημέρια δεν βρέθηκαν,
    όσα ίσως εξαφάνισαν από το κελί του Μελλοθανάτου
    των Κεντρικών Φυλακών οι Εγγλέζοι,
    όσα ενδεχομένως κατάστρεψαν
    όσοι φοβήθηκαν πως μπορεί να τους κυνηγούσαν
    οι Εγγλέζοι που τα κατείχαν, είν’ αδύνατο ν’ αλλάξουν
    την πρώτη, τη διαρκή και την τελική αλήθεια
    του Ευαγόρα Παλληκαρίδη.
    Την είχε παραλάβει,
    γραμμένη προς την ίδια
    αυτή εδώ μαζί μας, η αδελφή του ήρωα
    η κυρία Γεωργία.
    Ήταν η τελευταία του επιστολή.
    Το τελευταίο του χειρόγραφο.
    Το τελευταίο του ποίημα.
    Η τελευταία του παραγγελιά.
    Γραμμένη μέσα στο κελί των Μελλοθανάτων.
    Μερικά μόνο μέτρα από την Αγχόνη.
    Λίγα μέτρα απ’ τα Φυλακισμένα Μνήματα.
    Εφτά και τριάντα το βράδυ.
    Η πιο όμορφη μέρα της ζωής του. Η πιο όμορφη ώρα.
    Η μπεμπεκούλα, το αγγελούδι που δεν πρόλαβε να βαφτίσει.
    Και παράγγελλε στην αδελφή του την Γεωργία,
    με περιγραφικούς κώδικες γραφής,
    ώστε να ξεγελάσει τη λογοκρισία των Εγγλέζων δημίων,
    το όνομα που εκείνος επέλεξε για την βαφτιστική του:
    «Τόνομα που θα της δώσης θέλω να είναι πεντασύλλαβο,
    και να θυμίζει εκείνην, για την οποία ήρθα ως εδώ.
    Να θυμίζη εκείνην για την οποία έγραψε
    ο ποιητής Σολωμός το πιο όμορφο τραγούδι του.
    ΕΚΕΙΝΗΝ, την οποία κάθε άνθρωπος επιθυμεί
    πιο πολύ απ’ όλα.
    Κατάλαβες αδελφή μου;»
    Κυρίες και κύριοι,
    Το χαίρε ω χαίρε ελευθεριά
    απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
    των Ελλήνων τα ιερά,
    ως παραγγελιά ονόματος για τη βαφτιστική του
    και ως συγκλονιστική εντολή και παρακαταθήκη
    για όλες τις επόμενες ελληνικές γενιές,
    παρέλαβε, γραμμένη απ’ το χέρι του,
    στο τελικό του χειρόγραφο,
    από τον φρικτό χώρο της θυσίας του Ευαγόρα Παλληκαρίδη,
    η αδελφή του.
    Αυτή εδώ η κυρία
    Γεωργία Παλληκαρίδου Ποσπορή.
    Η οποία, τοις Κείνου Ρήμασι Πειθομένη,
    συνεχίζει, 59 ολόκληρα χρόνια απ’ την θυσία του,
    να μας μεταλαμπαδεύει το φώς το αληθινό.
    Το φως του καθήκοντος για τη λευτεριά.
    Αυτό μου έγινε βίωμα απ’ όταν ήμουνα 12 χρονών όταν διάβαζα το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Χατζηκωστή για τον Ευαγόρα. «Έναν έφηβο ποιητή, που το δυνατότερο του τραγούδι το έγραψε με μια μεγάλη πράξη. Όχι με λέξεις. Με το περήφανο ανέβασμά του στο σταυρό της Ελληνικής Ελευθερίας».
    Και αυτή είναι, εν τέλει, η ευγνωμονούσα
    ταπεινή αλλά και η υπερήφανη μου γνώμη
    για το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε.
    Κι ακόμη κάτι, επιτρέψτε μου, εντελώς προσωπικό:
    Γεννημένος 9 Αυγούστου του 1953,
    63 ήδη χρόνων, ποτέ στη ζωή μου
    δεν είχα τέτοια ύψιστη τιμή
    να μ’ επιλέξει η αδελφή του ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη
    να είμαι εγώ ο ομιλητής για τον ήρωα και την ποίησή του.
    Είμαι συγκλονισμένος στην
    αθλία αναξιότητά μου.
    Σας ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας.
    Ο Θεός να σας έχει πάντα καλά.
    Και Καλή Λευτεριά.
    Πεντασύλλαβη.

Λάζαρος Α. Μαύρος
Τετάρτη 13 Απριλίου 2016
Ομιλία στη Δημοσιογραφική Εστία στην Παρουσίαση του βιβλίου της αδελφής του ήρωα :
«Ποίηση Ευαγόρα Παλληκαρίδη – επιλογή Γεωργίας Παλληκαρίδου – Ποσπορή», Εκδόσεις Πήλιο.
Τυπώθηκε και κυκλοφορεί σε μικρό βιβλιαράκι των εκδόσεων ΑΙΓΑΙΟΝ