17 Μαρτίου 1821: Οι Μανιάτες υψώνουν τη σημαία της Επανάστασης στην Αρεόπολη
Ἡ Πελοπόννησος, στά χρόνια τῆς ὀθωμανοκρατίας, ἀποτελοῦσε τό ὁρμητήριο ὅλων σχεδόν τῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων. Ὁ ἑλληνικός πληθυσμός ὑπερτεροῦσε τοῦ τουρκικοῦ καί ἡ μόνη δίοδος διελεύσεως τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοῦ ἦταν ὁ Ἰσθμός τῆς Κορίνθου. Οἱ ἑτοιμοπόλεμοι Μανιᾶτες, τούς ὁποίους ὁ Κολοκοτρώνης ὀνόμαζε φρουρά τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ, δέν εἶχαν ἐπιτρέψει σέ Τοῦρκο νά πατήσει τά ἱερά χώματά τους. Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, ὁ Περραιβός κατάφερε τό 1821 νά συνενώσει “τάς τρεῖς ἰσχυράς οἰκογενείας τῆς Μάνης, τούς Μαυρομιχαλαίους, τούς Τρουπάκηδες καί τούς Γρηγοράκηδες. Καί οἱ τρεῖς οἰκογένειαι ἀνῆγον τήν καταγωγήν των εἰς εὐγενεῖς οἰκογένειες τοῦ Βυζαντίου, τῶν ὁποίων μέλη κατέφυγαν εἰς τήν Μάνην μετά τήν κατάκτησιν.” Παρότι δέν ὑπῆρχαν ἀρματολίκια, ὑπῆρχαν χιλιάδες Κλέφτες τους ὁποίους ὅμως ἡ Πύλη κατόρθωσε νά ἐξουδετερώσει τό 1806. Τότε οἱ περισσότεροι διέφυγαν στά Ἑπτάνησα, γιά νά ἐπανέλθουν στόν Μοριά στίς παραμονές τοῦ Μεγάλου Ἀγῶνα.
«Ὑπῆρχαν προσέτι εἰς τήν Ἑλλάδα καί ἄλλα σώματα ὁπλοφόρα, οἱ λεγόμενοι Κλέπται, οἱ ὁποῖοι ἔζων εἰς τά ὄρη ἤ κατέφευγον εἰς τήν Ἑπτάνησον, ὁσάκις κατεδιώκοντο. Ὄτε λοιπόν ἤρχισαν αἱ ἐχθροπραξίαι κατά τῶν Ὀθωμανῶν, προύχοντες τινές ἤ κοτσαμπασίδες τῶν ἐπαναστατημένων ἐπαρχιῶν καί οἱ ρηθέντες καπεταναῖοι τῶν ἀρματολῶν καί τῶν κλεπτῶν, ὑψώσαντες τήν σημαίαν τῆς ἐλευθερίας καί συλλέξαντες τούς ἐμπειροτέρους εἰς τά ὅπλα ἀπό τούς ἐπαναστατημένους κατοίκους, ἐσχημάτισαν ἔνοπλα σώματα.»
Χρῆστος Βυζάντιος, 1837
Τό 1820, χιλιάδες Μωραΐτες ἦταν ἤδη μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καί περίμεναν τό σύνθημα γιά νά ἐπιτεθοῦν στόν κατακτητή. Καί ὅπως διηγεῖται ὁ Πρωτοσύγκελος Ἀμβρόσιος Φραντζής: «Ἡ τοιαύτη κατάχρησις τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας κατά τό 1820 καί ὁ ἀπερίγραπτος ἐνθουσιασμός, ἀπό τήν πολλήν τυραννίαν παραβιασμένος, κατήντησε τούς ἁπλούς νά ἐκφράζωνται ἐν τῷ μεταξύ των μέ τόσον θάρρος, ὡς ἄν νά ἐπερίμενον καμμίαν ἔνδοξον καί λαμπράν πανήγυριν μέ ὅλας αὐτῆς τάς δόξας καί εὐτυχίας.»
Ἡ ἀναχώρηση τοῦ Χουρσίτ πασᾶ καί ἡ ἄφιξη τοῦ Παπαφλέσσα ἀπετέλεσαν σημαντικό πλεονέκτημα γιά τήν ἔναρξη τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων. Ὑπῆρξαν καί πολλές καταγγελίες πρός τίς τουρκικές ἀρχές γιά ξεσηκωμό τῶν ραγιάδων, ὅπως τοῦ προκρίτου τῆς Τριπολιτσᾶς Κουγιᾶ. Ὁ Διονύσιος Κόκκινος ἀναφέρει περίπτωση στήν ὁποία ἔφθασαν ξαφνικά Τοῦρκοι στρατιῶτες σέ σπίτι ὅπου ἦταν μαζεμένα μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Εὐτυχῶς οἱ ραγιᾶδες σκέφτηκαν νά ἐμφανίσουν τή συνάθροιση ὡς βάφτιση ἑνός παιδιοῦ καί μέ ἕνα μικρό μπαχτσίσι, οἱ Τοῦρκοι ἀποχώρησαν ἄπρακτοι. Ὑπῆρχαν βεβαίως καί οἱ ἐπιφυλάξεις δημογερόντων καί μητροπολιτῶν, ὅπως ἦταν ὁ Λόντος, ὁ Ζαΐμης, ὁ μητροπολίτης Γερμανός καί ἀρκετοί ἄλλοι.
«Κατά τάς ἀρχάς λοιπόν τοῦ αωκα’ (1821) ἀνεχώρησεν ὁ Χουρσίτ Πασσᾶς καί Μεχμέτ Πασσᾶς καί ἄφησαν εἰς τήν Πελοπόννησον ἐπίτροπον τόν Μεχμέτ Σαλήχ Ἀγᾶν νέον Κεχαγιᾶν τοῦ Χουρσίτ Πασσᾶ. Ἔφθασεν εἰς τήν νῆσον Σπετσῶν Γρηγόριος τίς, Δικαῖος λεγόμενος καί ἐκεῖθεν μετέβη εἰς τήν Πελοπόννησον, συνεπιφέρων γράμματα ἀπό μέρους τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη πρός τούς Πελοποννησίους διαλαμβάνοντα ὅτι ἡ μηχανή εἶναι ἕτοιμη καί ὅτι μία ἰσχυρά δύναμις εἶναι σύμμαχος καί ὅτι νά εἶναι οἱ πάντες ἕτοιμοι καί ἐντός ὀλίγου θέλει φθάσει καί ὁ ἴδιος ἐκεῖ. Ὁ δέ Δικαῖος, ἄνθρωπος ἀπαταιών καί ἐξωλέστατος (ἀνήθικος) περί μηδενός ἄλλου φροντίζων εἰμή τίνι τρόπω νά ἐρεθίση τήν ταραχήν τοῦ Ἔθνους, ἐβεβαίωνεν ὅτι εἶναι τά πάντα ἕτοιμα, πλάττων μιλιούνια ἄπειρα κατατεθειμένα ἕνεκα τούτου εἰς διάφορα ταμεῖα, ἐφόδια πολεμικά, δυνάμεις στρατιωτικάς διωρισμένας ἀπό μέρους τῆς Ρωσσίας, πλοῖα πολλά καλῶς ὠπλισμένα καί ἐφωδιασμένα καί ἄλλα τοιαῦτα παίγνια τῆς φαντασίας.»
Ἀπομνημονεύματα Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ
Ὅτι δέν κατάφερε ἡ συνέλευση τῆς Βοστίτσας, τό κατάφερε ὁ ἴδιος ὁ καϊμακάμης τῆς Τριπολιτσᾶς Μεχμέτ Σαλήχ, πού ζήτησε ἀπό τούς προεστούς καί τούς ἀρχιερεῖς νά προσέλθουν στήν πόλη γιά νά τούς κρατήσει ὁμήρους. Ἡ τουρκική ἐξουσία μέ σκιά ὑποψίας ἔστελνε τούς ὑπόπτους στήν ἀγχόνη καί αὐτό τό ἤξεραν οἱ ἄρχοντες τῆς Πελοποννήσου, οἱ ὁποῖοι πλέον ἄρχισαν νά ἐπιδιώκουν τήν ἄμεση ἔναρξη τῆς ἐξέγερσης. Ἀρκετοί ἦταν ἐκεῖνοι πού ἀπέφυγαν νά πᾶνε στήν Τριπολιτσᾶ ἤ ἔστειλαν δικούς τους συγγενεῖς.
«Εἰς αὐτούς (προύχοντες Μωριᾶ) ἐφανέρωσε (ὁ Παπαφλέσσας) τόν ἐρχομόν του, τόν τίτλον του ὡς ἀπεσταλμένου παρά τῆς Γενικῆς Ἀρχῆς κτλ. καί ὅτι ἡ 25η Μαρτίου 1821 εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἐπαναστάσεως. Ὄταν ἐκόντευεν ἡ προσδιωρισμένη ἡμέρα νά ἀρχίση ὁ πόλεμος, οἱ Τοῦρκοι τό ἐμυρίσθηκαν καί ἄρχισαν νά λαμβάνουν τά μέτρα των. Ἔκαμναν κάθε ἡμέραν συμβούλια, καί τέλος ὁ τοποτηρητής τοῦ Χουρσίτ Πασιᾶ κατά συμβουλήν τῶν ἐντοπίων ἀγάδων ἐπροσκάλεσε κατά τά μέσα Φεβρουαρίου εἰς τήν Τριπολιτσᾶν ὅλους τους ἐπισημοτέρους προκρίτους καί ἀρχιερεῖς τῆς Πελοποννήσου, ἀπό τούς ὁποίους πολλοί ἐξεκίνησαν καί ἐπῆγαν. Πολλοί ὅμως ἔκαμαν τόν ἄρρωστον καί ἀνέβαλαν διά κάμποσαις ἡμέραις τόν πηγαιμόν των. Ὁ τοποτηρητής ἐνόμισεν ὅτι ἄν πιάση καί φέρη τούς προκρίτους καί τούς ἀρχιερεῖς εἰς τήν Τριπολιτσᾶν, ὁ ραγιᾶς δέν θά τολμήση νά κάμη κανένα κίνημα.»
Ἀπομνημονεύματα Φωτάκου
Ὁ Λόντος μέ τόν Γερμανό, σύμφωνα μέ τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Δεσπότη τῶν Παλαιῶν Πατρῶν, ἔκαναν ἕνα τέχνασμα γιά νά ἀποφύγουν τή μετάβασή τους στήν Τριπολιτσᾶ. Πῆραν γιά συνοδεία ἕναν τάταρη (ταχυδρόμο) Τοῦρκο καί στόν δρόμο γιά τήν Τριπολιτσᾶ, ἐμφανίστηκε σέ προκαθορισμένο σημεῖο ταχυδρόμος μέ πλαστό γράμμα, τό ὁποῖο ἀνέφερε ὅτι τάχα τούς περίμενε ἡ ἀγχόνη μόλις θά ἔμπαιναν στήν πόλη. Κάνοντας τούς ταραγμένους ἔδειξαν τό γράμμα στόν Τοῦρκο καί ἐπέστρεψαν στή Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ὁ καϊμακάμης τῆς Τριπολιτσᾶς δέν κατάλαβε τό τέχνασμα καί ἔστειλε τόν Ἀνδρέα Καλαμογδάρτη νά τούς πείσει νά προσέλθουν στήν πόλη του, διότι δέν ὑπῆρχε κανένας κίνδυνος.
Ὁ Καλαμογδάρτης, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν μέλος τῆς Ἑταιρείας, φυσικά δέν ἔπεισε τούς προεστούς γιά τίς καλές προθέσεις τοῦ Σαλήχ Ἀγά καί ἐπέστρεψε ἄπραγος. Οἱ δέ προύχοντες σύμφωνα μέ τόν Κόκκινο, τήν 10η Μαρτίου 1824 βρίσκονταν στήν Ἁγία Λαύρα καί ἐκεῖ ἔκαναν διαδοχικές συζητήσεις γιά τό τί πρέπει νά πράξουν. Καί πάλι οἱ γνῶμες γιά τήν ἐπανάσταση ἦταν διχασμένες, ἀλλά αὐτή τή φορά ἐπικράτησε ἡ ἄποψη τοῦ Ἀσημάκη Φωτήλα καί τοῦ Σωτήρη Χαραλάμπη, ὅτι ἐδῶ πού ἔφθασαν τά πράγματα ἔπρεπε νά ἐπισπευθεῖ ἡ ἐπανάσταση.
Τήν ἑπομένη, οἱ κεφαλές τῆς Ἀχαΐας ἀνεχώρησαν ἀπό τή Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων. Οἱ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, Κερκίνης Προκόπιος καί Ἀνδρέας Ζαΐμης πῆγαν στά Νεζερά (χωριά τοῦ Ἐρύμανθου), οἱ Ἀσημάκης Ζαΐμης καί Ἀσημάκης Φωτήλας στήν Κερπινή, ὁ Παναγιώτης Φωτήλας στό Λιβάρτζι, ὁ Σωτήρης Θεοχαρόπουλος στή Ζαρούχλα καί ὁ Ἀνδρέας Λόντος στά Βούρα (Διακοφτό). Τή σπίθα τῆς ἐλευθερίας θά τήν ἄναβε ἕνας ἄσημος Καλαβρυτινός. Ἕνας ἐπιστάτης τῶν ταχυδρομείων ἀπό τό χωριό Σόλο τῆς Ἀχαΐας. Ὁ Νικόλαος Χριστοδούλου ἤ Σολιώτης.
«Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ἀφ’ οὗ ὑπέκυψεν εἰς τόν βάρβαρον καί σκληρότατον ζυγόν τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας, ὑστερήθη ὄχι μόνον τήν ἐλευθερίαν του, ἀλλά καί πᾶν εἶδος μαθήσεως, καί κατήντησε νά μή γνωρίζη οὐδέ τήν πάτριόν του γλῶσσαν, ἐκτός ὀλίγων τινῶν πεπαιδευμένων, ὁποῦ κατά καιρούς ἤκμασαν, τῶν ὁποίων τά συγγράματα μαρτυροῦσι τήν εἰς τάς μαθήσεις πρόοδόν τους. Καί ἦταν ἐνδεχόμενον νά ἐκλείψη διόλου ἀπό τό Ἔθνος ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, ἐάν δέν τήν διέσωζεν ἡ Ἐκκλησία πρός ἤν ὀφείλεται καί κατά τοῦτο εὐγνωμοσύνη.»
Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, Ἀπομνημονεύματα
«Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν ἐκάλεσε τόν ἐν Βοστίτσῃ φίλον του Λόντον εἰς σύσκεψιν, καί τήν ἐπαύριον τῆς ἀφίξεώς του ἐπεσκέφθησαν ἀμφότεροι τόν διοικητήν τῶν Πατρῶν Σεκήρ Ἀγᾶν, ἐντόπιον, καί ηὔραν παρ’ αὐτῶ πλήρη συνέλευσιν τῶν ἐντοπίων ἀγάδων σκεπτομένων περί τῶν πραγμάτων. Ὁ Λόντος ἐνόησεν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἦσαν μᾶλλον φοβισμένοι ἤ ὠργισμένοι διά τοῦτο τοῖς ἐλάλησε θαρραλέως.
“Ἀγᾶδες, ἐπανάστασις τῶν ραγιάδων δέν γίνεται χωρίς νά θέλωμεν ἠμεῖς οἱ πρόκριτοι καί ἠμεῖς, χάρις εἰς τόν μεγαλοδύναμον Θεόν καί εἰς τόν πολυεύσπλαγχνον αὐθέντην μας, εἴμεθα πλούσιοι καί κτηματίαι ὡς καί σεῖς. Ἠμεῖς ἐνθυμούμεθα ὅτι ἔμειναν γυμνοί καί πεινῶντες οἱ ἀποστατήσαντες πρό τινῶν ἐτῶν πατέρες μας, καί δέν ἐπιθυμοῦμεν νά πάθωμεν τά αὐτά (Ὀρλωφικά). Ἠμεῖς σᾶς ἐγγυώμεθα τήν ἡσυχίαν τοῦ τόπου, καί σᾶς προσφέρομεν καί πάσαν συνδρομήν εἰς τήν εἴσπραξιν τῶν βασιλικῶν εἰσοδημάτων, κινδυνευόντων νά χαθῶσιν.”»
Ἑλληνική Ἐπανάστασις, Σπυρίδων Τρικούπης
«Ἐν τῷ μεταξύ ὁ καϊμακάμης ζητεῖ ὁδηγίας ἀπό τόν Χουρσίτ. Μετ’ ὀλίγον φθάνει διά τοῦ ταχυτέρου δρόμου καί τρόπου ἀπό τό στρατόπεδον τῶν Ἰωαννίνων ὁ τεφτερχαγιᾶς τοῦ πασσᾶ, φέρων εἰς τόν καϊμακάμην τά ἀντίγραφα δύο φιρμανιῶν τοῦ σουλτάνου, διά τῶν ὁποίων ἐδίδετο εἰς τόν Χουρσίτ πασσᾶν ἡ ἀπόλυτος ἐξουσία νά θανατώση τούς ἀρχιερεῖς, τούς προκρίτους καί τούς ἐμπόρους τῆς ἐπαρχίας πού θά παρεῖχαν ὑποψίας ὅτι κινοῦνται πρός ἐπανάστασιν.»
Διονύσιος Κόκκινος, Ἑλληνική Ἐπανάστασις
Από το τετράτομο έργο του Φώτιου Σταυρίδη “1821 – Η Απάντηση στην Τηλεόραση”