Ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος γεννήθηκε τό 1790 στήν Ἰθάκη, στό σπίτι τοῦ παπᾶ Γιάννη Καραβία. Ἀπό παιδί ἀκόμα εἶχε δείξει μέ τή ζωηράδα του ὅτι θά ξεχώριζε ἀπό τά συνηθισμένα παιδιά. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς πού τιμοῦσε τόν πατέρα του, τόν πῆρε στήν αὐλή του καί ἐκεῖ ὄχι μόνο ἐκπαιδεύτηκε στήν χρήση τῶν ὅπλων, ἀλλά μορφώθηκε ἀρκετά γιά τήν ἐποχή του. Ὅταν μεγάλωσε, ὁ Ἀλῆς τόν ἀρραβώνιασε μέ τήν θυγατέρα τοῦ Χρήστου Καρέλη ἀπό τούς Καλαρρύτες, Ἑλένη Καρέλη.
Ὁ Ἀνδροῦτσος ὑπῆρξε ἀτρόμητος, ἀσυμβίβαστος, ἀτίθασος, καί ὀξύνους. Ἦταν ψηλός, μέ πλατύ στῆθος, δασύτριχος, εἶχε μακρυά μαλλιά καί μεγάλο μουστάκι. Ὅταν ὀργιζόταν, γινόταν φοβερός καί ἐνέπνεε φόβο σέ φίλους καί ἀντιπάλους. Οἱ φυσικές του δυνάμεις ἦταν ἐκπληκτικές. Ὅταν ἦταν στήν αὐλή τοῦ Ἀλῆ, καυχήθηκε πώς μποροῦσε νά συναγωνιστεῖ σέ ἀνήφορο στή γρηγοράδα τό πιό καλό ἄλογο τοῦ πασᾶ. Πράγματι ἔγινε ὁ ἀγῶνας καί νικητής βγῆκε ὁ Ὀδυσσέας. “Σά βράχος εἴν’ οἱ πλάτες του, σάν κάστρο ἡ κεφαλή του καί τά πλατιά τά στήθια τοῦ τοῖχος χορταριασμένος.” Ὁ τύραννος τῶν Ἰωαννίνων ἐκτιμώντας τίς ἱκανότητές του, τοῦ ἀνέθεσε τό ἀρματολίκι τῆς Λιβαδειᾶς (1816) μέ τήν ἐντολή νά ἀπαλλάξει τήν ἐπαρχία αὐτή ἀπό τούς κλέφτες.
Ὁ Ἀνδροῦτσος ἔκανε πρωτοπαλλήκαρό του τόν Διάκο καί σάν πρώτη του ἀποστολή ἀνέλαβε νά ὑποτάξει τόν Πανουργιᾶ. Πράγματι, συνέλαβε τόν Κλέφτη τῆς Ρούμελης καί τόν ἔστειλε στά Γιάννενα, παρακαλώντας ὅμως τόν πασᾶ νά μήν τοῦ κάνει κακό. Στό μεταξύ ὁ Ἀνδροῦτσος ἔγινε μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας (1818) καί ὁρκίστηκε ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Σακελλίωνα στόν Σταυρό γιά τήν ἐλευθερία τῆς πατρίδος. Δέν εἶχε ξεχάσει ποτέ τά βασανιστήρια καί τόν φρικτό θάνατο τοῦ πατέρα του στά φοβερά κάτεργα τοῦ ναύσταθμου τῆς Πόλης.
«Ἡ σύζυγος τοῦ Ἀνδρίτσου, ἐλθοῦσα εἰς δεύτερον γάμον μετά τοῦ Φιλίππου Καμένου ἔσχε μετ’ αὐτοῦ τέσσαρας υἱούς. Τόν Εὐαγγέλην, τόν Ἰωάννην, τόν Πάνον καί τόν Χαρίλαον καί μία θυγατέρα, τήν περιώνυμον Ταρσίτσαν, τήν συνελθοῦσαν βραδύτερον εἰς γάμον μετά τοῦ Ἄγγλου Τρελώνη, τοῦ ζῶντος εἰσέτι. Τόν δέ Ὀδυσσέα, διά τήν πολλήν αὐτοῦ ζωηρότητα ἡ μήτηρ του, εἶχε πέμψει εἰς πλοῖον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας. Ὄτε δέ ἠλώθη ἡ Πρέβεζα, ὁ Ἀλῆς καίτοι πολλάς ἄλλας μετελθών ἐν αὐτῇ ὠμότητας, ἐσεβάσθη ὅμως τήν οἰκογένειαν τοῦ ἀρχαίου συναδέλφου του Ἀνδρούτσου, ἀνεῦρε βραδύτερον καί τόν Ὀδυσσέα καί παρέλαβεν εἰς τήν αὐλήν του. Καί τό μέν πρῶτον ἀνέτρεφεν ὡς ὀρφανόν υἱόν ἀρχαίου συναδέλφου του καί φίλου, ἔπειτα δέ διώρισε σωματοφύλακα. Ἀλλά τόσον ἐπί τῆς παιδικῆς του ἡλικίας ὅσον καί μετά ταῦτα ὁ Ὀδυσσεύς ἤν λίαν ζωηρός καί εὔτολμος.
Πολλάκις ἤρχετο εἰς σπουδαίας καί δι’ ὅπλων μάλιστα ἔριδας μετά τέ τῶν ὁμηλίκων καί τῶν σωματοφυλάκων καί ποτέ ἐπιστόλισε καί τινά σημαντικόν Ἀλβανόν, ἀντέστη καί εἰς τόν σπεύσαντα νά συλλάβη αὐτόν Ταχίρ Ἀμπάζην, ὅστις, ἀποπειραθείς καί νά ἀφοπλίση, ἐπιστολίσθη. Μετά τήν σπουδαίαν ταύτην ἀταξίαν ὁ Ἀλῆς διέταξε τήν αὐστηράν φυλάκισιν τοῦ Ὀδυσσέως καί ἐπειδή διέτρεχε φήμη ὅτι ὁ τύραννος ἐσκόπευε νά τόν φονεύση, μαθῶν τοῦτο ὁ Ἀλέξης Νοῦτσος καί μεσιτεῦσαν, ἔσωσεν αὐτόν τῆς ὀργῆς τοῦ σατράπου.
Μέλλων ὁ τύραννος νά ἐκστρατεύση κατά τῶν ἀσπόνδων του ἐχθρῶν Γαρδικιωτῶν, διέταξε καί τόν Ὀδυσσέα νά τόν ἀκολουθήση, εἰπών αὐτῶ “Τώρα νά σέ ἰδῶ ἄν εἶσαι καί ἐν πολέμῳ κατά τῶν ἐχθρῶν μου ἄξιος υἱός τοῦ Ἀνδρούτσου, ἤ μόνον ἐν Ἰωαννίνοις γιγνώσκεις νά ἀτακτῆς καί νά πιστολίζης!”. Ὁ Ὀδυσσεύς ἐδικαίωσε πληρέστατα τάς προσδοκίας τοῦ τυράννου, διότι καί διεκρίθη ἐν ταῖς μάχαις καί ἐτραυματίσθη τόν πόδα. Τοῦτο ἀπέβη καί πρός τί καλόν, διότι κλινήρης ὧν, δέν διετάχθη νά συμμεθέξη τοῦ ἀληθοῦς σφαγείου, ὅπερ ὁ τύραννος ἔπραξε τότε κατά τῶν ἀτυχῶν Γαρδικιωτῶν, τούς μέν ἄνδρας ἀόπλους κλείσας ἐν χανίῳ, διέταξε νά πυροβολήσωσιν ἅπαντας εἰς ὀκτακοσίους συμποσουμένους. Τῶν δέ γυναικῶν κείρας τήν κώμην, ἐπλήρωσε λέγεται, τάς στρωμνάς τῆς θηριωδεστέρας αὐτοῦ ἀδελφῆς Χαϊνίτσας διά τοιούτων ἀνθρωπίνων τριχῶν.»
Ἀναστάσιος Γούδας – Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τοῦ 1821
Ἡ δεύτερη ἐντολή τοῦ σατράπη τῶν Ἰωαννίνων πρός τόν Ἀνδροῦτσο ἦταν νά παρενοχλεῖ τόν πασά τῆς Εὐβοίας, προξενώντας στό νησί ταραχές, ὥστε νά ἐκτεθεῖ στήν Ὑψηλή Πύλη καί νά τοῦ ἁρπάξει τό πασαλίκι ὁ Ἀλής. Ὁ Ὀδυσσέας ἐκτέλεσε καί τήν ἐντολή αὐτή καί σέ μία ἐπιχείρηση, τό παλληκάρι τοῦ ὁ Μανίκας μέ ἑξῆντα ἄνδρες λεηλάτησε τήν κωμόπολη τῆς Λίμνης, ταπεινώνοντας τόν πασᾶ τῆς Εὐβοίας. Ἱκανοποιημένος ὁ Ἀλῆς ἀπό τίς ἐνέργειες αὐτές, ζήτησε ἀπό τόν Ὀδυσσέα νά ξεπαστρέψει τόν προσωπικό ἐχθρό του Σουλεϊμᾶν Μπουλούκμπαση, πού βρισκόταν στήν Ἀθήνα. Ὁ Ἀνδροῦτσος ἔστειλε τόν πιστό του φίλο Γιάννη Γκούρα νά ἐκτελέσει τήν ἀποστολή. Ὁ Γκούρας κατάφερε νά σκοτώσει τόν Ἀλβανό ἀλλά πιάστηκε αἰχμάλωτος ἀπό τήν φρουρά τοῦ βοεβόδα καί ἐστάλη μέ συνοδεία στήν Χαλκίδα, προκειμένου νά ἐκτελεστεῖ.
Ὁ παμπόνηρος Ρουμελιώτης ἀρματολός ὅμως μπῆκε στή Λιβαδειά καί συνέλαβε τόν Μπᾶς ἀγά αὐλάρχη καί τόν Σελιχτάρ ἀγά ὑπασπιστή τοῦ πασᾶ τῆς Εὐβοίας. Ταυτόχρονα ἀπειλοῦσε ὅτι θά ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τῆς Ἀθήνας. Τρομοκρατημένος ὁ πασᾶς ἀναγκάστηκε νά ὑποχωρήσει, ἀφήνοντας ἐλεύθερο τόν μελλοντικό δολοφόνο τοῦ Ἀνδρούτσου.
Ὁ Ἀνδροῦτσος ὑπηρέτησε πιστά τόν Ἀλῆ τῶν Ἰωαννίνων ἐκτελώντας στό ἀκέραιο τίς διαταγές του. Ἔτσι, ἑπόμενο ἦταν νά ἀναγκαστεῖ νά ἀφήσει τό ἀρματολίκι τῆς Λιβαδειᾶς, ὅταν ὁ Ἀλῆς κηρύχθηκε ἀποστάτης ἀπό τόν σουλτάνο, ὥστε νά μήν στραφοῦν τά σουλτανικά στρατεύματα ἐναντίον του. Ἐξάλλου εἶχε πλέον ταχθεῖ στό ἔργο πού τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπό τόν ἀρχηγό τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη καί τό ἔργο αὐτό ἀφοροῦσε στήν ὀργάνωση τῆς ἐπανάστασης τῶν Ρωμιῶν.
Ὁ Ἀνδροῦτσος, ἀπό τήν μύησή του στό μεγάλο μυστικό, εἶχε ἀρχίσει νά μαζεύει χρήματα καί ὅπλα. Διέμενε στούς Παξούς μέ τήν οἰκογένειά του καί ἀπό ἐκεῖ ἔστελνε ἐπιστολές ἤ ἔκανε ταξίδια σέ περιοχές πού βρίσκονταν ἄλλοι Φιλικοί. Κυρίως ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν φίλο του καί πρόξενο τῆς Ρωσσίας στήν Πάτρα Ἰωάννη Βλασσόπουλο. Στίς ἀρχές τοῦ 1821, ἔφτασε στή Λευκάδα, ὅπου συνάντησε στό σπίτι τοῦ Ζαμπέλιου τόν Καραϊσκάκη, τόν Βαρνακιώτη, τόν Πανουργιᾶ, τόν Ἠλία Μαυρομιχάλη καί τόν Τομπάζη. Ἐκεῖ μίλησαν γιά τήν ἐπανάσταση καί καθόρισαν τίς ἁρμοδιότητες τοῦ καθενός.
Εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά βράζει ὁ Μοριᾶς ὅταν ὁ Ἀνδροῦτσος ξεκίνησε στίς 15 Μαρτίου 1821 γιά τήν Πάτρα, ὅπου ἔμεινε κρυμμένος σέ ἕνα χάνι τῆς πόλης. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν παντοῦ ἔρευνες γιά νά ἀνακαλύψουν Ρουμελιῶτες, ἀφοῦ εἶχαν πληροφορίες ἀπό τούς χαφιέδες τους γιά ὕποπτες κινήσεις. Τήν ἴδια ἐποχή κρυβόταν στήν πόλη καί ὁ Μακρυγιάννης: «Ὕστερα μέ πήγανε κι’ ἀνταμώθηκα μέ τόν Δυσσέα καί τοῦ εἶπα ὅλα τά τρέχοντα καί τοῦ εἶπα ὁποῦ θά πάγω καί εἰς τόν Διάκο καί ἀλλουνούς καί μοῦ εἶπε ὅτι ἀγροικήθη αὐτός καί θά χτυπήσουνε καί πῆρε πολεμοφόδια διά νά πάγη εἰς τό Ξερόμερον εἰς τήν Ζάβιτζα (Ἀρχοντοχώρι). Καί μοῦ εἶπε νά πᾶμε ἀντάμα. Τοῦ εἶπα θά ἰδῶ τό τέλος ἐδῶ καί νά πάρω καί τό ντουφέκι μου, ὁποῦ εἶναι στό χάνι καί θά πάγω χαμπέρι ἔξω ὅ,τι μάθω καί μοῦ εἶπες. Καί ἀναχώρησε τήν νύχτα.» Πράγματι ὁ Ὀδυσσέας, ἀπό τήν Πάτρα πέρασε μέ μία σκούνα ἀπέναντι στή Ρούμελη καί ἀποβιβάστηκε σέ ἕνα μοναστήρι κοντά στό Γαλαξείδι. Στό μοναστήρι ἔγραψε τήν περίφημη ἐπιστολή του, μέ τήν ὁποία προέτρεπε τούς Γαλαξειδιῶτες νά ξεσηκωθοῦν καί νά κτυπήσουν τόν τύραννο.
Μνημείο με προτομή του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη Γραβιά
«Ἀγαπητοί μου Γαλαξιδιῶται,
Ἤτανε βέβαια ἀπό τόν Θεόν γραμμένο νά δράξωμεν τά ἄρματα μία ἡμέρα καί νά χυθοῦμε καταπάνω στούς τυράννους μας, πού τόσα χρόνια ἀνελεήμονα μᾶς τυραγνεύουν. Τί τή θέλουμε, βρέ ἀδέρφια, αὐτήν τήν πολυπικραμένη ζωήν, νά ζοῦμε ἀποκάτω στήν σκλαβιά καί τό σπαθί τῶν Τούρκων νά ἀκονιέται εἰς τά κεφάλια μας;
Δέν τηρᾶτε πού τίποτα δέν μᾶς ἀπόμεινε; Αἱ ἐκκλησίαι μας γενήκανε τζαμιά καί ἀχούρια τῶν Τούρκων, κανένας δέν μπορεῖ νά πῆ, πώς τάχα ἔχει τίποτα ἐδικό του, γιατί τό ταχῦ βρίσκεται φτωχός, σά διακονιάρης στήν στράτα. Αἱ φαμελιές μας καί τά παιδιά μας εἶναι στά χέρια καί στή διάκρισι τῶν Τούρκων. Τίποτα ἀδέλφια, δέν μᾶς ἔμεινε. Δέν εἶναι πρέπον νά σταυρώσωμεν τά χέρια καί νά τηρᾶμε τόν οὐρανόν.
Ὁ Θεός μᾶς ἔδωκεν χέρια, γνῶσι καί νοῦ. Ἄς ρωτήσωμε τήν καρδιά μας καί ὅ,τι μᾶς ἀπαντηχαίνει, ἄς τό βάλωμεν γλήγορα σέ πράξιν, καί ἄς εἴμεθα, ἀδέρφια βέβαιοι, τό πώς ὁ Χριστός μας ὁ πολυαγαπημένος, θά βάλη τό χέρι ἀπάνω μας. Ὅτι θά κάμωμε πρέποντας εἶναι νά τό κάμωμε, μίαν ὥραν ἀρχύτερα, γιατί ὕστερα θά κτυπᾶμε τό κεφάλι μας. Τώρα ἡ Τουρκιά εἶναι μπερδεμένη σέ πολέμους, καί δέν ἔχει ἀσκέρια νά στείλει καταπάνου μας.
Ἄς ὠφεληθοῦμε ἀπό τήν περίστασιν, ὅπου ὁ Θεός, ἀκούοντας τά δίκαια παράπονά μας, μᾶς ἔστειλε διά ἐλόγου μας. Μία ὥρα πρέποντας εἶναι νά ξεσπάση αὐτό τό μαράζι, ὅπού μᾶς τρώγει τήν καρδιά.
Στά ἄρματα, ἀδέρφια, ἤ νά ξεσκλαβωθοῦμε ἤ νά πεθάνωμε! Καί βέβαια, καλύτερο θάνατο δέν μπορεῖ νά προτιμήση κάθε Χριστιανός καί Ἕλληνας.
Ἐγώ, καθώς τό γνωρίζετε καλότατα, ἀγαπητοί μου Γαλαξειδιῶτες, ἐμπορῶ νά ζήσω βασιλικά, μέ πλούτη, τιμές καί δόξες. Οἱ Τοῦρκοι, ὅ,τι καί ἄν ζητήσω μοῦ τό δίνουνε παρακαλώντας, γιατί τό σπαθί τοῦ Ὀδυσσέα δέν χωρατεύει. Ἔπειτα, κοντά στά ἄλλα, ἐνθυμοῦνται τόν πατέρα μου, πού τούς ἐζεμάτισε. Μά, σᾶς λέγω τήν πάσαν ἀλήθειαν, ἀδέρφια, δέν θέλω ἐγώ μονάχα νά καλοπερνῶ, καί τό γένος μου νά βογγᾶ στή σκλαβιά. Μοῦ καίγεται ἡ καρδιά μου σάν βλέπω καί συλλογοῦμαι πώς ἀκόμα οἱ Τοῦρκοι μᾶς τυραγνεύουν.
Ἀπό τό Μωρηά μοῦ στείλανε γράμματα πώς εἶναι τά πάντα ἕτοιμα. Ἐγώ εἶμαι στό ποδάρι μέ τά παλληκάρια μου. Μά θέλω πρῶτα νά εἶμαι βέβαιος τό πώς θά μέ ἀκολουθήσετε καί σεῖς. Ἄν ἐσεῖς κάμετε ἀρχή ἀπό τή μία μεριά, κι ἐγώ ἀπό τήν ἄλλη, θά σηκωθῆ ὅλη ἡ Ρούμελη. Γιατί ὁ κόσμος φοβᾶται. Μά σάν ἴδη ἐλόγου σας, πού ἔχετε τά καράβια καί ξέρετε καλύτερα τά πράγματα τό πώς σηκώνετε τό μπαϊράκι, θενά τελείωση ὅτι καλύτερο τό πρᾶγμα.
Περιμένω ἀπόκρισι μέ τόν ἴδιο πού φέρνει τό γράμμα μου. Τή μπαρούτη καί τά βόλια τά ἔλαβα καί τά ἐμοίρασα. Νά μέ οἰκονομήσετε καί στουρνάρια καί ἄν σᾶς περισσεύη καί ἄλλη μπαρούτη νά μοῦ στείλετε, γιατί θά τήν δώσω στούς Πατρατσικιώτας. Τοῦ Πανουριᾶ τά λόγια μήν τά πολυακοῦτε. Εἶναι φοβιτσιάρης. Μά σάν τό σηκώσωμε ἐμεῖς, ἀλλέως δέν μπορεῖ νά πράξη πάρεξ νά ἔρθη μέ τό μέρος μας.
Αὔριο τό βράδυ νά ἔρθη ἕνας στό μοναστήρι καί θά εὕρη τόν Γκούραν γιά νά μιλήση σάν νά ἤμουνα ἐγώ ὁ ἴδιος. Τόν Γκούρα νά τόν ἀγαπᾶτε. Εἶναι παιδί δικό μας καί καλό παλληκάρι. Χαιρετίσματα σ’ ὅλους πέρα καί πέρα. Σᾶς χαιρετῶ καί σᾶς γλυκοφιλῶ.
Ὁ ἀγαπητός σας Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος.»
Γράμμα πρός Γαλαξειδιῶτες – 22 Μαρτίου 1821
Καί βέβαια ὁ Ἀνδροῦτσος ἔκανε λανθασμένες ἐκτιμήσεις σέ ὅ,τι ἀφοροῦσε τόν Πανουργιᾶ καί τόν Γκούρα. Ἀφενός ὁ Πανουργιᾶς ἦταν ὁ πρῶτος πού κήρυξε τήν ἐπανάσταση στήν Ἀνατολική Ρούμελη, ἀφετέρου ὁ Γκούρας κάθε ἄλλο παρά καλό παλληκάρι ἀποδείχτηκε ἐκ τῶν ὑστέρων. Ἦταν ἀπίστευτα φιλοχρήματος καί αὐτή ἡ ἀγάπη του γιά τά χρήματα θά τόν ὁδηγοῦσε στή δολοφονία τοῦ καπετάνιου του λίγα χρόνια ἀργότερα.
Ὁ Ἀνδροῦτσος τράβηξε γιά τόν Βάλτο γιά νά ξεσηκώσει τόν Βαρνακιώτη καί τόν Τσόγκα. Δέν τά κατάφερε καί σκέφτηκε νά κτυπήσει μόνος του τούς Τούρκους, ὥστε πλέον νά παρασύρει μαζί του καί τούς ἀναποφάσιστους καπετάνιους. Φτάνοντας στό μοναστήρι τῆς Τατάρνας πληροφορήθηκε ὅτι τήν ἑπομένη, (22 Μαρτίου 1821), θά περνοῦσε ἀπό τό γεφύρι τῆς Τατάρνας γιά τό Μεσολόγγι ὁ Τουρκαλβανός Χασάνμπεης Γκέκας μέ ἑξῆντα Ἀλβανούς συνοδούς χρηματαποστολῆς. Ἔχοντας καί τήν ἐνίσχυση τοῦ γενναίου ἡγουμένου τῆς μονῆς Κυπριανοῦ μέ δέκα ἔνοπλους μοναχούς, ὁ Ἀνδροῦτσος τοποθέτησε ἔγκαιρα καί κατάλληλα τά παλληκάρια του πάνω ἀπό τό γεφύρι, ἔτσι ὥστε οἱ Τουρκαλβανοί ὅταν θά περνοῦσαν νά βρίσκονταν ἀνάμεσα σέ δύο πυρά.
Οἱ Ἀλβανοί αἰφνιδιάστηκαν καί οἱ περισσότεροι σκοτώθηκαν, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι παραδόθηκαν. Ὁ Ὀδυσσέας γιά νά ἀποδείξη ὅτι ὁ ἀγῶνας πού ξεκινοῦσε ἦταν ἀγῶνας ἀπελευθερωτικός, δέν πῆρε τά χρήματα, καί τά ἄφησε νά μεταφερθοῦν στό Μεσολόγγι ἀπό τούς ἐπιζῶντες Τουρκαλβανούς.
«Ὁ Ἀλή πασσᾶς τῶν Ἰωαννίνων, πρίν ἤ πολιορκηθῆ, διέταξε τόν Ὀδυσσέα, ὡς ὑπαγομένης ὑπό τήν δικαιοδοσίαν αὐτοῦ τῆς Λεβαδείας, ἴνα θανατώση ἀφεύκτως Ἀλβανόν τινά Χασᾶν βελούκπασην, ὄν ἐδίωκε καταφυγόντα εἰς τάς Ἀθήνας. Ἀλλ’ αἱ Ἀθῆναι ὑπήγοντο τῷ σατράπῃ τῆς Εὐβοίας, ὁ δέ Ὀδυσσεύς ἠναγκασμένος, ἴνα ἐκτελέση ἤ οὕτως ἤ ἄλλως τήν διαταγήν τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ, ἀπέστειλεν ἕνα τῶν στρατιωτῶν αὐτοῦ, τόν Γούραν, ἀναθέσας αὐτῶ τόν φόνον τοῦ προγεγραμμένου Χασᾶν βελούκπαση. Ὁ Γούρας ἐπέτυχε τοῦ φόνου τοῦ Ἀλβανοῦ, ἀλλά συνελήφθη καί ἐφυλακίσθη, ὅπως ὑποστῇ τήν ποινήν τῆς ἀγχόνης. Τότε ὁ Ὀδυσσεύς συλλαβῶν αἴφνης, ὅσους ἐν Λεβαδείᾳ καί πέριξ εὗρε Τούρκους τῆς Εὐβοίας καί τῶν Ἀθηνῶν, ἠπείλησε γράψας πρός τόν σατράπην, ὅτι καί τούτους καί ὅσους ἄν ἄλλους συλλάβη ἐφεξῆς, θανατώσει, εἰ μή ἀπολυθῆ ὁ Γούρας ἐλεύθερος. Οὕτω διά μόνης της ἰσχύος τοῦ ὁμοιοπαθητικοῦ αὐτοῦ συστήματος ἀπηλλάγη ὁ Γούρας, λαβών ἔκτοτε φήμην μεγάλην ἐπί τόλμη καί προβιβασμόν παρά τῷ Ὀδυσσεῖ εἰς πρωτοπαλλήκαρον.»
Ἰωάννης Φιλήμων (Πώς ὁ Ὀδυσσέας διέσωσε τόν μετέπειτα δολοφόνο του Γκούρα)
«Πατριῶται, πολεμοῦμε διά τά πολυτιμότερα προνόμια τοῦ κόσμου: διά τήν πίστην καί διά τήν Ἑλλάδα. Ἡ πρώτη εἶναι ἅγια, καί ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Ἡ δεύτερη εἶναι κληρονομιά μας καί τό ἀκατάλυτο δικαίωμα ὄχι μόνο τῶν Ἐλλήνων, ἀλλά κάθε φωτισμένου Ἔθνους. Ὅποιος νιώθει τήν ἀλήθειαν αὐτήν τῶν αἰσθημάτων ἄς μέ ἀκολουθήσει πρίν χαθεῖ τό πάν.»
Προκήρυξη τοῦ Ἀνδρούτσου πρός τούς Ἀθηναίους
Αποσπάσματα από το τετράτομο έργο του Φωτίου Σταυρίδη “1921 – Η Απάντηση στην Τηλεόραση”