«Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, διά να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν.»
H συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 δίνει στους Έλληνες και τις Ελληνίδες, σε όλον τον κόσμο, μια ευκαιρία αποτίμησης και επαναξιολόγησης, τόσο του κομβικού αυτού σταθμού στην ιστορία του Νέου Ελληνισμού, όσο και της συνολικής διαδρομής του δημιουργηθέντος ελληνικού κράτους, μετά τον επιτυχή αγώνα της ανεξαρτησίας, στους πρώτους δύο αιώνες ζωής του.
Δεν είναι, βεβαίως, δυνατόν να αναπτυχθούν στην πλήρη έκτασή τους οι δύο άξονες που αναφέρθηκαν πιο πάνω στο σύντομο κείμενο που ακολουθεί. Παρόλα αυτά, θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε ορισμένες – ελάχιστες – από τις πολλές πτυχές και παραμέτρους της Επανάστασης του 1821, στις οποίες αξίζει να σταθούμε στην επετειακή φετινή συγκυρία.
Το πρώτο που αξίζει να τονιστεί είναι το πόσο σημαντική ήταν η Ελληνική Επανάσταση για τους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Η «σάλπιγξ της ελευθερίας», που ακούστηκε στις νότιες ελληνικές χώρες και στη Μολδοβλαχία την άνοιξη του 1821, υπήρξε ο καταλύτης της προόδου και το εφαλτήριο για την κατάκτηση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των καταπιεσμένων υπόδουλων ραγιάδων και εθνοτήτων της αχανούς σουλτανικής επικράτειας: της ισότητας, της δικαιοσύνης και της εθνικής απελευθέρωσης.
Όπως, κατ’ αντιστοιχία, η Επανάσταση του 1821 επηρεάστηκε και εμπνεύστηκε από την προηγηθείσα Γαλλική Επανάσταση, την καταιγιστική πλημμυρίδα των Ναπολεοντείων πολέμων, τους τριγμούς που επέφεραν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι του 1768-1774, του 1787-1892 και του 1806-1812, έτσι και ο μακρύς και αιματηρός αγώνας για την ελληνική Παλιγγενεσία, η αμφισβήτηση της «τάξης πραγμάτων» της «διεθνούς της αυταρχικότητας», που είχε επιβάλει ο Μέττερνιχ και η κατ’ ευφημισμόν «Ιερά Συμμαχία», και η τελική επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας υπήρξαν το αξιοζήλευτο πρότυπο μίμησης για τους υπόδουλους λαούς και όχι μόνο τους άμεσα γειτονικούς.
Τα συγκλονιστικά γεγονότα της Επανάστασης και η ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους υπήρξαν αποτέλεσμα και συνισταμένη πολλών παραγόντων. Ήταν, σαφέστατα, αγώνας για την πατρίδα και την ορθόδοξη πίστη και, παράλληλα, και από τις δύο πλευρές, αγώνας του σταυρού κατά της ημισελήνου: Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στις 24 Φεβρουαρίου 1821, καλώντας τους Έλληνες στα όπλα από το στρατόπεδο του Ιασίου με τη φράση «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», και αφού αφήνει να πλανάται η επικείμενη συνδρομή μιας «κραταιάς δυνάμεως» που θα «υπερασπισθή τα δίκαιά μας», γράφει (Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Β΄, Αθήνα 1859, σελ. 81):
Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ω συμπατριώται, και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν! Ίδετε εδώ τους ναούς καταπατημένους, εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα, διά χρήσιν αναιδεστάτην της ασελγούς φιληδονίας των βαρβάρων τυράννων μας, τους οίκους μας γεγυμνωμένους, τους αγρούς μας λεηλατισμένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα!
Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, διά να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν.
Εννιά μήνες αργότερα, και αφού οι επαναστάτες είχαν καταφέρει, παρά την αποτυχία του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, να απελευθερώσουν μεγάλες περιοχές στον Μοριά, τη Ρούμελη και στις «ναυτικές νήσους», την Πρωτοχρονιά του 1822, με το πρώτο σύνταγμα του Αγώνα, το «Σύνταγμα της Επιδαύρου», το «ελληνικόν έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας» κήρυξε, «ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Η Α΄ Εθνική Συνέλευση, του 1821-1822, στη «Διακήρυξη της Επιδαύρου» (15 Ιανουαρίου 1822) είναι ξεκάθαρη, μιλώντας για τα «φυσικά δίκαια» που διεκδικούσε η Επανάσταση, χωρίς να παραλείπει την αναφορά στο αντιστασιακό πνεύμα των προηγούμενων γενεών («απογόνων του περικλεούς έθνους των αρχαίων Ελλήνων») (Βλ. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829). Τόμος Ε΄, Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813-1822), Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 746):
Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών (…) είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος, του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής (…) Δίκαια, τα οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις την καρδίαν των ανθρώπων, και τα οποία οι νόμοι, σύμφωνοι με την φύσιν, καθιέρωσαν, όχι τριών ή τεσσάρων, αλλά και χιλίων και μυρίων αιώνων τυραννία δεν δύναται να εξαλείψη, και αν η βία, ή η ισχύς προς καιρόν τα καταπλακώση, ταύτα πάλιν απαλαίωτα και ανεξάλειπτα, καθ’ εαυτά, η ισχύς εμπορεί ν’ αποκαταστήση και αναδείξη οία και πρότερον και απ’ αιώνων ήσαν! Δίκαια τέλος πάντων, τα οποία δεν επαύσαμεν με τα όπλα να υπερασπιζώμεθα εντός της Ελλάδος, όπως οι καιροί και αι περιστάσεις επέτρεπον.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ε΄, Αθήνα 1874, σσ. 748-749) έχει επισημάνει, μιλώντας για τους κλέφτες της προεπαναστατικής περιόδου, ότι «ίσως οι πλειότεροι εξ αυτών (…) δεν είχον την συνείδησιν της εθνικής και πολιτικής ανεξαρτησίας· ίσως εμάχοντο κατά των Τούρκων ελαυνόμενοι μάλλον υπό σφοδροτάτου αυτοματισμού της ατομικής ελευθερίας και της χριστιανικής πίστεως ή έχοντες το υψηλότερον αίσθημα της όλης πατρίδος».
Πιθανότατα συνέβαινε και το ίδιο και με «τους πλειότερους των αγωνιστών του 1821», εξάλλου ανάλογες διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν για αντίστοιχα απελευθερωτικά ή μαζικά κοινωνικά κινήματα και του 20ού αιώνα. Όμως, πλάι στους απλοϊκούς και αγράμματους χωρικούς που απάρτιζαν το μεγαλύτερο τμήμα του «στρατού των ατάκτων», που άλλοτε ακολουθούσαν και άλλοτε εγκατέλειπαν τους, κατά το πλείστον επίσης αγράμματους οπλαρχηγούς τους, ανάλογα με την εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων, υπήρξαν και οι φωτισμένοι πρωτοπόροι, που οραματίστηκαν και σχεδίασαν την εξέγερση, στοχεύοντας ακόμη και την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης (βλ. «Σχέδιον Γενικόν» της Φιλικής Εταιρείας), όσοι διέθεσαν ή εγκατέλειψαν τα πάντα με πλήρη συνείδηση για την επιτυχία της Επανάστασης, όσοι θυσιάστηκαν με την πεποίθηση ότι οι ιδέες τους δεν θα καταπνίγονταν αλλά, νομοτελειακά, θα καρποφορούσαν. Και ακόμη υπήρξαν, πολλαπλάσιοι, χιλιάδες, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι σφαγιάστηκαν, εξανδραποδίσθηκαν, διώχθηκαν ή κατάφεραν να διαφύγουν ως φυγάδες στην Ευρώπη, κυρίως από τις περιοχές κοντά στο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θύματα της τυφλής φυλετικής εκδίκησης για την έκρηξη της Επανάστασης, απλώς επειδή ήταν ομοεθνείς και ομόθρησκοι των επαναστατών, συμμέτοχοι του έθνους των Ελλήνων και, άρα, του κοινού οράματος για ελεύθερη πατρίδα.
Όπως έγραφαν τον Νοέμβριο του 1821 από το λοιμοκαθαρτήριο της Μασσαλίας οι Κύπριοι φυγάδες Δαβίδ και Νικόλαος Οικονομίδης (πατέρας και γιος), ζητώντας την οικονομική συνδρομή της ελληνικής ομογένειας της γαλλικής πόλης ώστε να ταξιδέψουν στην Τεργέστη για να συναντήσουν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους, που είχαν ήδη φτάσει εκεί διαφεύγοντας από τις ιουλιανές σφαγές της Λευκωσίας (βλ. Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα του 1821, Αθήνα 1971, σσ. 48-49): «(…) ως γνήσιοι απόγονοι και μιμηταί των αοιδίμων εκείνων προγόνων μας, θυσιάζετε εαυτούς υπέρ πίστεως και πατρίδος (και ως η γενική του γένους καταδρομή βεβαιοί, ότι και η εις ημάς γενομένη καταδρομή διά τούτο εγένετο, διότι είμεθα Έλληνες) προστρέχομεν προς υμάς και ζητούμεν το έλεος και την εκ προαιρέσεως συνδρομήν σας (…)».
Στην Επανάσταση του 1821 έδωσαν το «παρών» τους τόσο η Κύπρος όσο και οι Κύπριοι. Μπορεί στις εθνικές συνελεύσεις του 1821-1827 να μην εκπροσωπήθηκαν επισήμως οι Κύπριοι ανάμεσα στους πληρεξούσιους («παραστάτες») των άλλων ελληνικών περιοχών, όπου, εξάλλου, έδωσαν το «παρών», σχεδόν αποκλειστικά, οι αντιπρόσωποι των περιφερειών που είχαν επαναστατήσει. Όμως, ανάμεσα στα κύρια διοικητικά στελέχη που αναδείχθηκαν από την πρώτη πολιτική οργάνωση που αποφασίστηκε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, με την ίδρυση του «Εκτελεστικού», του «Βουλευτικού», και του ολιγομελούς άτυπου υπουργικού συμβουλίου, ένας ήταν Κύπριος.
Ο Χαράλαμπος Μάλης, μυηθείς στη Φιλική Εταιρεία στην Κωνσταντινούπολη, που κατήλθε στην Πελοπόννησο στις παραμονές της Επανάστασης, συνοδεύοντας τον αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δίκαιο (Παπαφλέσσα), υπήρξε ο πρώτος (υπηρέτησε για μεγάλο διάστημα) γενικός γραμματέας του «Μινιστερίου της Θρησκείας» και από τον Απρίλιο του 1822 και του «Μινιστερίου του Δικαίου», με «Μινίστρο» και στα δύο, τον επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ.
Ο Μάλης ήταν ένας από τους αφανείς θεμελιωτές της πρώτης υποτυπώδους οιονεί κρατικής ελληνικής υπόστασης, πασχίζοντας να ξεπεράσει πέλαγος αντιξοοτήτων, αλλά και ένας από τους επιφανέστερους Κύπριους αγωνιστές της Επανάστασης, από αυτούς που έσπευσαν στην Ελλάδα και ευτύχησαν να συνδημιουργήσουν και να συνδιαμορφώσουν την εθνική ανεξαρτησία.
Ως προς την ίδια την Κύπρο, η Επανάσταση του 1821 επηρέασε ποικιλοτρόπως και βαθύτατα την ιστορική της πορεία. Παρότι η Κύπρος, όπως και όλη η μακρά σειρά των ελληνικών περιοχών των μικρασιατικών παραλίων αλλά και των περισσότερων νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, δεν ανήκε στις περιοχές όπου προγραμματιζόταν εξέγερση από τη Φιλική Εταιρεία, εντούτοις ο βαρύτατος φόρος του αίματος και η φρίκη των ιουλιανών σφαγών, με τη θανάτωση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, των υπόλοιπων αρχιερέων και δεκάδων κληρικών και προκρίτων και η μετάκληση και η εγκατάσταση στην Κύπρο 4.000 απείθαρχων στρατιωτών από την Παλαιστίνη και όσα επέφερε αυτή, υπήρξαν ανασταλτικοί παράγοντες της πολιτικής εξέλιξης στις επόμενες δεκαετίες.
Ως την ώρα που ο αλυτρωτισμός, το ενωτικό κίνημα και οι επικοί στίχοι του Βασίλη Μιχαηλίδη έδωσαν στην αγχόνη του Αρχιεπισκόπου και στις καρατομήσεις της Πλατείας Σεραγίου ζωοποιούς εθνικούς και εσχατολογικούς συμβολισμούς, συνδέοντάς τις με την προσδοκία της (πολιτικής) ανάστασης. Μιας «ανάστασης» που είχε πάρει συγκεκριμένο προσανατολισμό από την έκρηξη και τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, όπως τεκμηριώνεται με τα υπομνήματα και τις διακηρύξεις των φυγάδων των σφαγών του 1821 και των Κυπρίων αγωνιστών: της ένταξης και της Κύπρου στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Πάνω απ’ όλα, η Επανάσταση του 1821, ο αγώνας για την εθνική απελευθέρωση, ως αγώνας εναντίον της τυραννίας, ήταν αγώνας προοδευτικός, δημοκρατικός και ριζοσπαστικός. Και τα μηνύματά της, επομένως, παραμένουν διαχρονικά και πάντοτε επίκαιρα.
*Αναπλ. Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου