Ο Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου, ένας από τους πρωτεργάτες του αγώνα της ΕΟΚΑ και στρατολόγος των πιο σπουδαίων αγωνιστών, πέθανε στα 90 του χρόνια, στις 10 Μαΐου 2001.
Ο Καραολής και ο Δημητρίου ήταν δυο από τα παιδιά του, έτσι τους έβλεπε όλους μέχρι το τέλος της ζωής του. «Να, εδώ έδιναν τον όρκο, κάτω από αυτή την εικόνα», έλεγε δείχνοντας τη μεγάλη εικόνα του Χριστού, που είχε πάντα στο σπίτι του στην Αγία Βαρβάρα. Ουδέποτε έλεγε για τον εαυτό του. Ήταν από την πάστα των ιδεολόγων. Και το πλήρωσε με απίστευτες επιθέσεις και ταλαιπωρίες, όπως πληρώνουν πάντα από την αχαριστία των επιγόνων οι αγνοί αγωνιστές του ελληνισμού. Γι’ αυτό γράφω το σημείωμα σήμερα. Γιατί δικαίως θυμόμαστε πάντα αυτούς, που θυσίασαν τη ζωή τους αλλά αδίκως αγνοούμε τους υπόλοιπους κι ας πέρασαν τα πάνδεινα για την πατρίδα και τα πιστεύω τους.
Η ιστορία του Παπασταύρου είναι η ιστορία μας. Και οφείλουμε να την ξέρουμε καλά. Και να τιμούμε αυτούς που πρέπει να τιμούμε. Ειδικά σε αυτόν τον φλογερό ιερέα και δάσκαλο, που έφυγε με την πίκρα της καταδίωξης, που υπέστη αμέσως μετά από την επιστροφή του από την εξορία, οφείλουμε πολλά. Είναι ένας από τους εξόριστους των Σεϋχελλών, μαζί με τον Μακάριο, τον Κυρηνείας Κυπριανό και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη. Όλοι μετά την εξορία ετάχθησαν στο στρατόπεδο των αντιμακαριακών. Καθόλου τυχαίο, και οι ιστορικοί περιμένουμε ακόμα να καταγράψουν τα αντικειμενικά γεγονότα και να δώσουν απαντήσεις. Γιατί έγινε αυτό; Πώς μπορεί να ήταν μαζί, απομονωμένοι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, από τον Μάρτιο του 1956 μέχρι τον Απρίλιο του 1957, αλλά με την επιστροφή τους δεν τους έδενε τίποτα; Από τις Σεϋχέλλες ήδη, οι τρεις (Παπασταύρος, Κυρηνείας και Ιωαννίδης) άρχισαν να βλέπουν αλλαγές στη στάση του Μακάριου, προπάντων ως προς το στόχο του κυπριακού αγώνα.
Στην Αθήνα, όπου μεταφέρθηκαν τον Απρίλιο του 1957, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Οι τρεις αφέθηκαν εκτός των διαβουλεύσεων, και τον Ιούλιο του 1957, ο Μακάριος μίλησε για πρώτη φορά για ανεξαρτησία. Ενώ βρίσκονταν στην Αθήνα ακόμα, μεσολάβησαν γεγονότα που έδειχναν και τη μελλοντική πορεία: Για παράδειγμα, ο Πολύκαρπος Ιωαννίδης, μετά από ένα άρθρο του στην «Εστία», με το οποίο επέκρινε τη στάση του Μακάριου, ξυλοκοπήθηκε από πέντε Κύπριους που εισέβαλαν στο σπίτι του. Τον ξυλοκόπησαν μόλις μετά την απελευθέρωσή του από την πολύμηνη εξορία! Όταν επέστρεψαν στην Κύπρο, τρία χρόνια μετά από την εξορία, κατ’ εντολήν του Μακαρίου, ο Παπασταύρος επαύθη από τα καθήκοντά του στον ναό της Φανερωμένης. Και ήταν μόλις την επόμενη μέρα της επιστροφής του!
Για όποιον θέλει να αντιληφθεί για τι ποιότητας ανθρώπων μιλάμε, και για να συγκρίνουμε με τη σημερινή ρεμούλα, που μας κατατρέχει, θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα. Το βρίσκουμε στο βιβλίο: «Από την Κύπρο στις Σεϋχέλλες – Χρονικό εξορίας», που εξέδωσε η κόρη του, πανεπιστημιακός Βαρβάρα Παπασταύρου Κορωνιωτάκη. Στο βιβλίο δημοσιεύονται χειρόγραφες επιστολές του από την εξορία και ανάμεσά τους βρίσκουμε το εξής γεγονός:
Οι Βρετανοί αποφάσισαν να του πληρώνουν 50 λίρες τον μήνα για συντήρηση της οικογένειάς του. Όμως ο Παπασταύρος έπαιρνε και τον μισθό του ως ιερέας της Φανερωμένης. Γράφει, λοιπόν, στην παπαδιά του, που είχε να θρέψει πέντε παιδιά, ότι μετά από προβληματισμό και αφού το συζήτησε και με τους συνεξόριστους αποφάσισε να αποδεχθεί τις 50 λίρες της αποικιοκρατικής κυβέρνησης. «Είναι δίκαιον, οι διαπράξαντες το ανοσιούργημα να στερήσουν μίαν οικογένειαν από τον προστάτην της, να πληρώσουν τουλάχιστον, τα έξοδα συντηρήσεώς της», έγραφε στις 26 Ιουνίου 1956. Αλλά, προσθέτει, μόλις λάβει την επιστολή του πρέπει να ενημερώσει αμέσως τον άγιο Σαλαμίνος και την Επιτροπεία της Φανερωμένης, «ότι του λοιπού δεν θα δέχεσαι τον μισθόν μου». Αφού, δηλαδή, θα έπαιρνε τις πενήντα λίρες της κυβέρνησης δεν θεωρούσε δίκαιο να παίρνει και τον μισθό του ιερέα. Τι άλλο να πεις!
Άριστος Μιχαηλίδης