Το έγκλημα του εποικισμού της Ελλάδας

Αρθρογραφία Εθνικά Λαθρομετανάστευση

Η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών που εισέρχονται στη χώρα δεν είναι πρόσφυγες με τη νομική έννοια του θεσμικού πλαισίου – διότι δεν ήλθαν από χώρες που θεωρούνται εμπόλεμες ή πλήρως διαλυμένα κράτη, ενώ η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη ασφαλής χώρα, ακόμη κι αν μετακινήθηκαν από εμπόλεμη περιοχή. Δεν είναι μετανάστες, διότι δεν έχουν εισέλθει στη χώρα με νόμιμη άφιξη. Οι εισβάλλοντες στην Ελλάδα στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είναι πρόσφυγες, είναι παράνομοι μετανάστες και δη, μουσουλμάνοι. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ παράνομων και παράτυπων μεταναστών, διότι παράτυποι μετανάστες είναι αυτοί που εισήλθαν στη χώρα με νόμιμες διαδικασίες και στη συνέχεια παραβίασαν τους κανόνες της άδειας παραμονής, δεν προέβησαν σε έγκαιρη ανανέωση. Εν κατακλείδι, όλη αυτή η εξελισσόμενη κατάσταση σε βάρος της Ελλάδας δύναται να χαρακτηριστεί μαζικός εποικισμός που θα επιφέρει πληθυσμιακή μετάλλαξη – εποικισμός τον οποίο το διεθνές δίκαιο χαρακτηρίζει έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και οδηγεί σε δημογραφική γενοκτονία του αυτόχθονος λαού.

– της Αριάδνης Νούκα, δικηγόρου

Το μεταναστευτικό ή για να ακριβολογούμε το λαθρομεταναστευτικό (αυτή ακριβώς η λέξη αναφέρεται και στο άρθρο 79 παρ. γ της Συνθήκης λειτουργίας της Ε.Ε.) είναι σήμερα το κρισιμότερο και πρωταρχικό εθνικό και κοινωνικό πρόβλημα.

Με δεδομένο δε, τον εξελισσόμενο δημογραφικό μας “θάνατο”, που σκοπίμως μας τον παρουσιάζουν ως μη αναστρέψιμο, ως Έθνος έχουμε ελάχιστα χρονικά περιθώρια για τη συνέχιση της κυριαρχίας επί της χώρας μας, και άρα και ελάχιστα χρονικά περιθώρια για τη σωτηρία με ειρηνικά μέσα. Επομένως η επιβίωση μας, τόσο ως έθνος, όσο και ως κράτος, εξαρτάται από την αντιμετώπιση αυτών των δύο αλληλένδετων ζητημάτων. Το θεσμικό πλαίσιο, αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα, το διεθνές, το ευρωπαϊκό και το εθνικό.

Η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, καθώς και στο σχετικό Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967. Ήδη το νομοθέτημα που ψηφίστηκε πρόσφατα (Ν.4636/2019) περιέχει το σύνολο των διατάξεων που διέπουν τα εξής: (α) την αναγνώριση και το καθεστώς των πολιτών τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών, ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, (β) το καθεστώς των προσφύγων ή των ατόμων που δικαιούνται επικουρική προστασία, (γ) την υποδοχή των ανωτέρω αιτούντων, (δ) τη διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και (ε) τη διαδικασία παροχής δικαστικής προστασίας.

Επρόκειτο, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, για ένα ενιαίο νομοθέτημα των εθνικών ρυθμίσεων με τις οποίες ενσωματώνονται οι Οδηγίες που συγκροτούν, κατά κύριο λόγο, το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Αρχικά οφείλει να επισημανθεί ότι δεν θα πρέπει να συγχέεται το πρόσωπο του πρόσφυγα και του μετανάστη. Η Μετανάστευση κατά το Διεθνές Δίκαιο, είναι η γεωγραφική μετακίνηση ανθρώπων, είτε μεμονωμένα, είτε ομαδικά και διακρίνεται σε νόμιμη και παράνομη.

Νόμιμοι μετανάστες είναι οι «υπήκοοι» τρίτων κρατών, οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στο ενωσιακό έδαφος και σαφώς στη χώρα μας, όπως ενδεικτικά για εργασία, σπουδές. Παράνομοι μετανάστες θεωρούνται οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι εισέρχονται στο έδαφος κρατών-μελών της Ε.Ε. με πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα ή ακόμα και χωρίς αυτά. Σύμφωνα τώρα με το θεσμικό πλαίσιο, πρόσφυγας είναι ένα άτομο στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του ή του τόπου κατοικίας του (β) Έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας εθνικότητας, συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω πολιτικών πεποιθήσεων (γ) Αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία αυτής της χώρας ή την επιστροφή σ’ αυτήν εξαιτίας αυτού του φόβου δίωξης

Αυτός που διεκδικεί το στάτους πρόσφυγα πρέπει να αποδείξει ότι ο φόβος του για διώξεις στη χώρα προέλευσής του δεν είναι αφηρημένος και είναι στέρεα θεμελιωμένος. Ο φόβος είναι ενεστώτας, πραγματικός, άμεσος και εξατομικευμένος. Υπάρχει εύλογη πιθανότητα να πραγματοποιηθεί ο φόβος του κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Οι διώξεις διεξάγονται «αδιακρίτως» σε βάρος της ομάδας που ανήκει και όχι σε βάρος του προσωπικά. Ως εκ τούτων πρόσφυγας είναι αυτός που προέρχεται είτε από εμπόλεμη ζώνη, είτε από κράτος υπό πλήρη διάλυση

Υπό τα ως άνω δεδομένα δεν είναι πρόσφυγας και δεν μπορεί να διεκδικήσει στάτους πρόσφυγα (α) Αυτός που μπορεί να μετακινηθεί μέσα στη χώρα του από επικίνδυνη σε ασφαλή περιοχή (β) Αυτός που ισχυρίζεται αναληθώς ότι προέρχεται από άλλη χώρα, διαφορετική από την πραγματική πατρίδα του (γ) Αυτός που προέρχεται από εμπόλεμη ζώνη όμως κρίνεται επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια π.χ. αν είναι μέλος του ISIS προερχόμενος από τον Ιντλίμπ της Συρίας. Οι επιπρόσθετες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στάτους πρόσφυγα στον αιτούντα, προκειμένου να τύχει της σχετικής προστασίας είναι οι ακόλουθες:

Είσοδος στη χώρα κατευθείαν από τη χώρα, όπου κινδυνεύει, η οποία είναι εμπόλεμη, ή υπό πλήρη διάλυση. Με δεδομένο, ότι όλοι αυτοί που εισέρχονται στην Ελλάδα μεταβαίνουν πρώτα στην Τουρκία τίθεται ζήτημα, εάν η Τουρκία είναι η πρώτη ασφαλής χώρα. Το ζήτημα έλυσε το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο με δύο αποφάσεις έκρινε ότι το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της Τουρκίας, ερμηνευμένο υπό το φως της Συνθήκης της Γενεύης και των κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, πληροί τις προϋποθέσεις, προκειμένου να κριθεί ότι παρέχει ισοδύναμη προς την προστασία που παρέχεται κατ’ εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης.

Διευκρινίστηκε δε ότι για να κριθεί, αν μια χώρα παρέχει ισοδύναμη προς τη Σύμβαση της Γενεύης προστασία, δεν απαιτείται αυτή να έχει κυρώσει χωρίς γεωγραφική επιφύλαξη την εν λόγω σύμβαση, δηλαδή να έχει κυρώσει το Πρωτόκολλο του 1967 (η Τουρκία δεν το έχει κυρώσει), αλλά να παρέχει προστασία που να πληροί τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης, ήτοι να υφίσταται καθεστώς “προσωρινής προστασίας”, που παρέχει νόμιμο δικαίωμα διαμονής απολαμβάνοντας ελεύθερη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίας υγείας και εκπαίδευσης, δυνατότητα εργασίας υπό καθεστώς όμοιο προς τους πολίτες της Τουρκιάς, χωρίς να υφίστανται σε βάρος τους διακρίσεις.

Με την είσοδό τους στη χώρα, εμφάνιση πάραυτα στις Αρχές και δήλωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας, με την παροχή επαρκών εξηγήσεων για τους λόγους της παράνομης εισόδου στη χώρα. Επομένως η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών που εισέρχονται στη χώρα δεν είναι πρόσφυγες με τη νομική έννοια του θεσμικού πλαισίου – διότι δεν ήλθαν από χώρες που θεωρούνται εμπόλεμες ή πλήρως διαλυμένα κράτη, ενώ η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη ασφαλής χώρα, ακόμη κι αν μετακινήθηκαν από εμπόλεμη περιοχή. Δεν είναι μετανάστες, διότι δεν έχουν εισέλθει στη χώρα με νόμιμη άφιξη

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι παράνομοι μετανάστες. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ παράνομων και παράτυπων μεταναστών, διότι παράτυποι μετανάστες είναι αυτοί που εισήλθαν στη χώρα με νόμιμες διαδικασίες και στη συνέχεια παραβίασαν τους κανόνες της άδειας παραμονής, δεν προέβησαν σε έγκαιρη ανανέωση.

Όσοι εισήλθαν παράνομα στη χώρα και δεν είναι πρόσφυγες, σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο μπορούν να υποβάλουν αίτημα διεθνούς προστασίας, μόνο εφόσον είναι σε θέση να αποδείξουν, ότι διώκονται προσωπικά από το καθεστώς της χώρας καταγωγής τους. Πρέπει δηλαδή να αποδείξουν την ταυτότητα τους. Η ταυτοποίηση γίνεται μόνο με γνήσια – έγκυρα έγγραφα, διαβατήριο, ταυτότητα, άδεια οδήγησης, πιστοποιητικά σπουδών ή άδεια εργασίας.

Όταν δεν μπορεί να γίνει ταυτοποίηση με έγγραφα, διότι έχουν απολεσθεί, για την πιστοποίηση της χώρας προέλευσής τους, ένας εύκολος τρόπος για να επαληθευτεί εάν δηλώνουν αληθή χώρα προέλευσης είναι η γλώσσα – επαλήθευση που δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω μεταφραστικών υπηρεσιών. Να αποδείξουν επαρκώς τους λόγους διώξεώς τους. Μόνο, λοιπόν, αν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις στο πρόσωπο των εισερχόμενων στη χώρα ατόμων μπορεί να εξασφαλιστεί για αυτούς πλαίσιο προστασίας τους.

Επισημαίνεται δε, ότι :

Α. Η Αρμοδιότητα αναγνώρισης στάτους πρόσφυγα και σχετικής προστασίας στάτους δικαιούχου επικουρικής προστασίας της δυνατότητας ή όχι επαναπροώθησης ανήκει αποκλειστικά στις οιονεί δικαστικές αρχές, δηλαδή τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών και στα αρμόδια Ελληνικά Δικαστήρια. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, δεν έχει κανένα καθοριστικό ρόλο. Οπως ήδη έχει κρίνει το ΣτΕ οι απόψεις της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες, όπως αυτές αποτυπώνονται σε σχετικά κείμενα και εγχειρίδια, δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτικές, διότι απλώς εμπεριέχουν προτάσεις για την τήρηση ορισμένης διαδικασίας κατά την εξέταση των αιτημάτων ασύλου και θέτουν με τον τρόπο αυτό “ήπιο” δίκαιο.

Μόνες αρμόδιες δε για την ερμηνεία των κρίσιμων κανόνων δικαίου παραμένουν οι οιονεί δικαστικές αρχές, όπως οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών και ακολούθως τα Ελληνικά Δικαστήρια. Καμία διάταξη δεν χορηγεί στην Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες την εξουσία «αυθεντικής ερμηνείας» της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε, κατά μείζονα λόγο, αναγνωρίζεται στην Ύπατη Αρμοστεία από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο η αρμοδιότητα να διατυπώνει δεσμευτικές, για τα εθνικά δικαστήρια και τις διοικητικές αρχές, κρίσεις ως προς το περιεχόμενο των νομικών εννοιών, οι οποίες απαντώνται στα νομοθετήματα (κανονισμοί, οδηγίες) που συγκροτούν το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου.

Β. Κατά την επικύρωση της Σύμβασης της Γενεύης, η Ελλάδα έχει διατυπώσει την ακόλουθη επιφύλαξη: «Η Ελληνική Κυβέρνηση επιφυλάσσεται να καταργεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 26, στις περιπτώσεις ή στις περιστάσεις που κατά τη γνώμη της δικαιολογούν την εφαρμογή μιας εξαιρετικής διαδικασίας προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως». Επομένως, η χώρα μας δικαιούται να επικαλεστεί λόγους εθνικής ασφαλείας ή δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να αρνηθεί και το στάτους πρόσφυγα και το δικαίωμα διεθνούς προστασίας, ακόμη κι αν κάποιος φέρει το στάτους πρόσφυγα.

Γ. Εξαιρετικά σημαντική παρατήρηση επί του πρόσφατου νομοθετήματος, είναι η απουσία στις διατάξεις του της ακύρωσης του καθεστώτος του πρόσφυγα. Πρόκειται για την απόφαση με την οποία κηρύσσεται ανίσχυρη η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, το οποίο δεν θα έπρεπε να χορηγηθεί, διότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό. Η ακύρωση αφορά τις οριστικές αποφάσεις καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα δηλαδή αυτές που δεν υπόκεινται σε προσφυγή ή σε επανεξέταση.

Με την ακύρωση καθίσταται ανίσχυρο το χορηγηθέν καθεστώς του πρόσφυγα από την ημερομηνία του αρχικού καθορισμού. Αυτό θα μπορούσε να δώσει τη βάση ελέγχου όσων ήδη αναγνωρίστηκαν με στάτους πρόσφυγα. Στο νομοθέτημα προβλέπεται μόνο η ανάκληση ή παύση που αφορούν συνθήκες και καταστάσεις που προέκυψαν μετά την αναγνώρισή τους, ως πρόσφυγες και όχι κατά το χρόνο αναγνώρισης του καθεστώτος προστασίας.

Επίλογος

Συνοψίζοντας, οι εισβάλλοντες στην Ελλάδα στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είναι πρόσφυγες, είναι παράνομοι μετανάστες και δη, μουσουλμάνοι. Ακόμη και η μετακίνηση των Σύρων νοείται προσφυγική μόνο ως προς την Τουρκία. Κάθε παραπέρα μετακίνησή του από μία ασφαλή χώρα (Τουρκία), σε άλλη επίσης ασφαλή χώρα (Ελλάδα), είναι λαθρομετανάστευση και επομένως η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να δέχεται αιτήσεις για ένταξή τους σε καθεστώς προστασίας, ως πρόσφυγες.

Η Τουρκία καταφανώς λειτουργεί ως κράτος-διακινητής ανθρώπων (human trafficker), προσκαλώντας και διευκολύνοντας χιλιάδες Πακιστανούς, Αφγανούς, Αλγερινούς και Τυνήσιους, χωρίς βίζα και με φθηνά αεροπορικά εισιτήρια στην Κωνσταντινούπολη οι οποίοι μεταφέρονται στα παράλια και από εκεί στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο Ερντογάν απείλησε ότι θα ανοίξει τα σύνορα και θα στείλει 3,6 εκ ανθρώπους σε ευρωπαϊκό έδαφος, παραβιάζοντας το σύνολο του Διεθνούς Δικαίου περί Προσφύγων και δημιουργώντας βάσιμες υπόνοιες ότι τους χρησιμοποιεί ως εργαλείο αποσταθεροποίησης και απειλής.

Εν κατακλείδι, όλη αυτή η εξελισσόμενη κατάσταση σε βάρος της Ελλάδας δύναται να χαρακτηριστεί μαζικός εποικισμός που θα επιφέρει πληθυσμιακή μετάλλαξη – εποικισμός τον οποίο το διεθνές δίκαιο χαρακτηρίζει έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και οδηγεί σε δημογραφική γενοκτονία του αυτόχθονος λαού.

Πηγή: analyst.gr