Ενώ η κοινή προσοχή στρέφεται στο Βαρώσι κι η καρδιά κτυπά με αγωνία στα στήθη για όσα μέλλονται για τη θρυλική πια πόλη, η μνήμη τριγυρνά στο αλησμόνητο παρελθόν του απελευθερωτικού αγώνα κι επικεντρώνεται στην αυτοθυσία της γυναίκας των Βαρωσίων, που ο ηρωισμός της την καθιστά πρόσωπο ιστορικού θαυμασμού και αιώνιας δόξας.
Αλλά και ο λογισμός γυρνά στις σελίδες άδολης προσφοράς της γυναίκας όπως τον πρόβαλε ο αείμνηστος «Μάλβος», ο Κώστας Χριστοδουλίδης, που ως Τομεάρχης Βαρωσίων διαιωνίζει το μεγαλείο της πόλης που δημιούργησε θαυμαστά πρότυπα αγωνιστικότητας μεταξύ 1955-59 και σήμερα εγείρει τα δραματικά ερωτήματα για την απάθεια που σκοτεινιάζει την ιστορία ενώ το Βαρώσι χάνεται στα χέρια του εισβολέα που 46 χρόνια τώρα ενεργεί ληστρικά, βιάζοντας την αλήθεια που στις ώρες των κινδύνων ακινητοποίησε την πόλη του Ευαγόρα.
Με τον Κώστα είχα επανειλημμένες συνομιλίες, συνεντεύξεις, αναζητήσεις και καταγραφές στα βιβλία μου «ΕΟΚΑ έτσι πολεμούν οι Έλληνες», θέλοντας ν’ αφήσω στους επερχόμενους πρότυπα βίου και μνήμες που λαμπρύνουν τη διαδρομή από την ζωή. Είναι δε τα ερωτήματα ορατά και κραυγαλέα. Και η απορία τριβελίζει το μυαλό. Εκείνη η φλόγα του Βαρωσιώτη και της Βαρωσιώτισσας τι απέγινε: Γιατί η λεβεντοσύνη της γυναίκας σκοτεινιάστηκε στη μακρά νύχτα της τουρκικής κατοχής;
Και το τραγούδι που ομόρφαινε τον κόσμο πώς έπαψε να μελωδεί τον χρόνο που ασυγκίνητος περνά; Πώς μπορεί να ερμηνευθεί η σιωπή μισού σχεδόν σκλαβωμένου αιώνα που η πόλη λησμονιέται και προδίδετα; Και η αδράνεια όσων σήμερα προβάλλουν αγωνίες και σιωπές καθ’ ον χρόνο οι ηγέτες γυρνούσαν την πλάτη και στον καραδοκούντα εισβολέα και στον υποτιθέμενο «φίλο» που αναμενόταν να δράσει;
Μου είπε ο Τομεάρχης ενώ έγερνε στη δύση του ο περασμένος αιώνας: «… η Ελληνίδα Κυπρία φάνηκε αντάξια των πιο ωραίων ελληνικών παραδόσεων. Τον καιρό της ειρηνικής σκλαβιάς γαλούχησε τα παιδιά της με το όραμα του Παρθενώνα και της ολοκλήρωσης με την ένωση και της Κύπρου μας με τη Μητέρα Ελλάδα. Πού είναι η Βαρωσιώτισσα που την ώρα του ξεσηκωμού στρατεύθηκε στην αγωνιστική δράση»;
Η Μαρούλα Ακύλα, η Μαρούλα Χαραλάμπους, αδελφή του ήρωα Πετράκη Γιάλλουρου, η Μαρία Π. Ιωάννου, πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων, η Ευγενία Καψουράχη , η Νάπα Κυριακίδου, η Αστέρω Λεοντιάδου, η Ελλάδα Κωνσταντίνου- Παυλάκη, η Νέλλη Σαβεριάδου, η Μαρία Μάτση, η Ρέα Παναγιωτοπούλου, η Λέλα Κουλουμπρίδη, η Δέσποινα Μιχαλά, η Άννα Μαρκουλίδη, η Πόπη Αλεξάνδρου, η Άδα Κύρου, η Στέλλα Χατζηκυριάκου, οι κοπέλες που περιέθαλπαν αγωνιστές στις κλινικές Μαυρομμάτη, Τουμαζή, στα ιατρεία , Μιχαηλίδη, Κανικλίδη, Κιαγιά; Από τη μαρτυρία Κώστα Φάττα: Η Γιόλα Μιχαήλ Κυριάκου, η Ευτυχία Λεοντιάδου, η Κωστούλα Λεοντιάδου, η Μαρούλα Μαρκουλίδου;
Οι Βαρωσιώτισσες διατηρούσαν κρησφύγετα στα σπίτια τους, διακινούσαν προκηρύξεις, μετέφεραν και φυγάδευαν καταζητουμένους, όπλα, βόμβες, εκτελούσαν χρέη Συνδέσμων με τα χωριά και τη Λευκωσία, δρούσαν στα δίκτυα πληροφοριών. Διακινδύνευαν αγόγγυστα στην πόλη και στην ύπαιθρο. Οι αγωνίστριες – Σύνδεσμοι με τη Λευκωσία μου διηγήθηκαν δραματικές ιστορίες με Άγγλους των αιφνίδιων οδοφραγμάτων, απόπειρες τρομοκράτησης και θανάτου στον δρόμο προς την Λευκωσία ή την επιστροφή, στιγμές κυνηγητού στα περιβόλια με τις πορτοκαλιές (τόμοι 1,2,3).
Και μνήμες συγκλονιστικές από τ’ αδέλφια και συναγωνιστές τους που καταδικάστηκαν σε ισόβια και εξορίστηκαν φυλακισμένοι στο Γουόρμουρ Σκράπς του Λονδίνου, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Γουέκφιλντ, του Μαιητ Στόουν, στο Πέρθ της Σκωτίας, στο νησί Παρκ Χερστ : Σκοτεινός, Λεοντιάδης, Ιωακείμ, Μάτσης, Χατζηλοϊζου, Βρακάς…Μνήμες από τον Πέτρο Γιάλλουρο, τον Ηλία Παπακυριακού, τον Αλέκο Κωνσταντίνου, τον Ανδρέα Δημητρίου, ανδρών που αναμετρήθηκαν με τον θάνατο και τον νίκησαν στην αιωνιότητα.
Πολλές οι αναφορές, πολλά τα ονόματα, οι ήρωες και οι παλληκαριές που προσφέρουν τις δάφνες της δόξας στους επελθόντες. Και ενώ η ηρωική διαδοχή διανθίζει την ανθρώπινη αξία στον διαρρέοντα χρόνο, αμείλικτο πλανάται το ερώτημα: Πώς αφέθηκαν να παρασυρθούν από τη λησμονιά οι αγωνιστές της στρατιάς της ελευθερίας; Η ολόλαμπρη διέλευση από την ιστορία εκείνου του άνθους του Βαρωσιού, της ωραίας νιότης της πόλης του Ευαγόρα, πώς αφέθηκε να αραχνιαστεί στην ξεχασμένη εταζέρα εγκαταλειμμένου παλιού αρχοντικού;
¨Εκτοτε κύλησαν τόσα χρόνια, λίγα χαράς, πολλά δυστυχίας, χρόνια γεμάτα αναγκών αγώνα ύπαρξης, κινδύνων ανεκλάλητων πόνων και θλίψεων. Πώς η μνήμη παραμέλησε άνδρες και γυναίκες γενναιότητας και άδολης αγάπης για την πατρίδα; Πώς αφέθηκε να παραδοθεί στα φαντάσματα η πόλη; Πώς τα παιδιά της σίγησαν όταν τα αδίστακτα δόντια των συμφερόντων δάγκωναν τις σάρκες του Βαρωσιού και η καμαρίλα έπειθε έναν πρόεδρο να αρνηθεί την πόλη που της παραδινόταν ακέραιη το 1978 από Αμερικανούς, Εγγλέζους, Καναδούς;
Στην ιστορική περίπτωση του Βαρωσιού παρατηρείται μια ανενόχλητη εκμετάλλευση της πόλης από κερδοσκόπους με ένοχη τη σιωπή των πολιτών της. Η τύχη αφέθηκε έρμαιο πολιτικής και οικονομικής καπηλείας των σκοτεινών κύκλων των εμπόρων της πατρίδας, η δε αρπακτικότητα ήταν τόση που προκάλεσε την υποταγή και την κάμψη της σπονδυλικής στήλης γεννημάτων ηρωισμού.
Η εξουσία εγκατέλειπε την πόλη χωρίς πόλεμο για επιστροφή των πολιτών της και οι άνθρωποί της τηρούσαν ακατανόητη σιωπή παρακολουθώντας με απάθεια το δράμα να εξελίσσεται στο προσκήνιο της κοινής ανοχής. Τώρα διαμαρτύρονται ενώ όφειλαν να αντιστέκονται με αυτοθυσία. Αλλά αυτή η στάση όσων κάθονται σταυροπόδι στην πλατεία, συνιστά παράγοντα υποτέλειας και συνενοχής…
Γιάννης Χρ. Σπανός
Πρόεδρος του Συνδέσμου Πολιτικών Κρατουμένων της ΕΟΚΑ