Μέχρι το 1081, oπότε και ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός καταλαμβάνει το βυζαντινό θρόνο, η βυζαντινή αυτοκρατορία βρίσκεται εν μέσω σοβαρής πολιτικής κρίσης. Οι αυτοκράτορες εναλλάσσονται συνεχώς και η αριστοκρατία φαίνεται να περιορίζει όλο και περισσότερο την αυτοκρατορική εξουσία.
Παράλληλα οι στρατιωτικές δαπάνες ελαττώνονται σημαντικά, ο θεματικός στρατός αποσαθρώνεται και η όλη κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα αρκετές καίριες εδαφικές απώλειες. Οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι μέσα στην αυτοκρατορία επαναστατούν, οι Άραβες συνεχίζουν τις επιδρομές, οι Ρώσοι πολιορκούν την Κωνσταντινούπολη, ενώ μετά το 1040 οι νεοεμφανισθέντες εχθροί αποδυναμώνουν σχεδόν απορρυθμιστικά το στρατιωτικό μηχανισμό.
Πρόκειται για τους Σελτζούκους Τούρκους που κυριεύουν μεγάλο μέρος της Ανατολής μετά τη μάχη στο Ματζικέρτ (1071) και έπειτα σχεδόν όλη τη Μικρά Ασία, τους Νορμανδούς που καταλαμβάνουν την Κάτω Ιταλία και τους Πετσενέγγους και Ούγγρους που οργανώνουν επιδρομές στο βορειοανατολικό και βορειοδυτικό σύνορο αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, μετά την δεκαετία του 1070 η αυτοκρατορία μαστίζεται από δημοσιονομική κρίση, στην οποία η αξία των νομισμάτων της υποβαθμίζεται συνεχώς.
Η έλευση του Αλέξιου του Α΄ και της δυναστείας των Κομνηνών, σηματοδοτεί μία νέα εποχή για τα βυζαντινά πράγματα. Οι μεταρρυθμίσεις της περιόδου αυτής όμως δεν είναι απόρροια προοδευτικής ανασυγκρότησης, αλλά προσαρμογής σε μία παραπαίουσα κατάσταση κατά την οποία το βυζαντινό κράτος πασχίζει να συντηρηθεί. Παρ’όλα αυτά οι Κομνηνοί προσφέρουν μία αναγκαία παλινόρθωση, η οποία συνίσταται στην διεύρυνση των συνόρων στην Μικρά Ασία, την σταθεροποίηση των συνόρων της αυτοκρατορίας και της αμυντικής γραμμής τους, αποκαθιστούν την θέση της αυτοκρατορίας στην εξωτερική πολιτική (τουλάχιστον όσον αφορά το γόητρό της), ενώ παράλληλα επιφέρουν μία σειρά μεταρρυθμίσεων που καθίστανται ανάχωμα στην οικονομική κρίση και την εσωτερική αστάθεια. Η νέα κατάσταση σε συνδυασμό με τις παρελθούσες κοινωνικές μεταστροφές οδηγεί σε μία καινούργια και πλούσια πνευματική παραγωγή.
Όσον αφορά την ίδια αυτή την παραγωγή, αξίζει να αναφέρουμε τις βυζαντινές πολιτιστικές καταβολές. Το βυζαντινό πνεύμα συνίστατο σε ένα αμάλγαμα εκκλησιαστικής θεολογικής παράδοσης και αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας. Οι τελευταίες είχαν συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με την θεολογία και ιδιαίτερα, έως την εποχή εκείνη, ο αριστοτελισμός. Η δε εκκλησιαστική παράδοση, που κυριαρχεί στον τρόπο σκέψης, στην εν λόγω περίοδο είναι βασισμένη στις παγιωμένες αρχές των Πατέρων της Εκκλησίας, που διαμορφώνουν τον Κανόνα της χριστιανικής ορθοδοξίας. Παρ’όλα αυτά και παρά τις διάφορες, ανά καιρούς επιθέσεις που είχε δεχθεί η αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία και γραμματολογία, επί της ουσίας ποτέ δεν διακόπηκε. Οι λόγιοι ήταν γνώστες της ελληνικής κοινής γλώσσας και κατά την Κομνήνεια περίοδο άρχισαν να επιδίδονται συστηματικότερα στην μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων, αλλά και των λατινικών, που πλέον συνιστούσε ξένη γλώσσα για τους βυζαντινούς. Άξιο αναφοράς είναι πως στην Κομνήνεια περίοδο συναντούμε για πρώτη φορά την διάθεση μεταστροφής της έννοιας «Έλληνας» από «ειδωλολάτρης-επαναστάτης-αιρετικός» σε «φυλετικά ή και εθνικά Έλληνας».
Πρόδρομος αυτής της «αναγέννησης» είναι ο Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος δραστηριοποιείται στις αρχές του 11ου αι. Χαρισματικός και πολυμαθής ο Ψελλός αναδείχθηκε γρήγορα στα ανώτατα πνευματικά κλιμάκια και κατέλαβε αξιώματα. Μετά το 1045 έλαβε πρώτος τον τίτλο «ύπατος των φιλοσόφων», ενώ ήδη δίδασκε σε πολύ μεγάλο ακροατήριο. Ως λόγιος ασχολήθηκε με την ιστοριογραφία, την ρητορική και την φιλοσοφία, προοδεύοντας πάνω σε όλους τους τομείς. Το ιστορικό έργο του «Χρονογραφία» αποτελεί ένα παραστατικό του απομνημόνευμα ή και ένας πολιτικός του απολογισμός. Ως φιλόσοφος επανέφερε τον πλατωνισμό στο προσκήνιο, καθώς έκρινε πως η «θεωρία των ιδεών» του Πλάτωνα, βοηθάει περισσότερο στην κατανόηση του θεϊκού στοιχείου και στην μέθεξη της Θείας αϊδιότητας.
Λίγο αργότερα στο χώρο της ιστοριογραφίας κινούνται οι Μιχαήλ Ατταλειάτης και Ιωάννης Σκυλίτζης. Ο Σκυλίτζης καταπιάνεται με την χρονογραφική αφήγηση των γεγονότων, αλλά ο Ατταλειάτης επιλέγει να αποκηρύξει τους τύπους της παραδεδεγμένης αφήγησης και να αναζητήσει αιτιοκρατικά τη φύση της ιστορίας και να αναζητήσει κατά κάποιον προδρομικό θετικό τρόπο τις βάσεις της ρωμαϊκής μεγαλειώδους παράδοσης. Η ίδια η επίκληση του στο θεϊκό στοιχείο τοποθετείται αόριστα (εκτός των δογματικών επιταγών) και ερμηνεύεται περισσότερο σαν μία αναζήτηση της νομοτέλειας στην τύχη.
Μετά την ενθρόνισή του, ο ίδιος ο Αλέξιος θεραπεύει τον πολιτισμό γράφοντας λογοτεχνία – ένα έμμετρο συμβουλευτικό έργο. Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, συνιστά από μόνη της ένα κεφάλαιο στην ιστορία. Ίσως υπήρξε η πρώτη γυναίκα ιστορικός. Είχε λάβει την καλύτερη δυνατή γνώση της εποχής και γνώριζε άψογα την Αγία Γραφή και την αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία. Στο έργο της «Αλεξιάς», όπου αναφέρεται στην πολιτική δραστηριότητα κατά την περίοδο βασιλείας του πατέρα της, αναδεικνύει την ευρυμάθεια της, το λογοτεχνικό της ταλέντο και το αττικίζον βυζαντινό στυλ. Είναι σίγουρα μία δεσπόζουσα μορφή της περιόδου και η παρουσία της είναι καταλυτική για την ιστορία της βυζαντινής γραμματείας.
Μαζί με την Άννα Κομνηνή το φάσμα της πνευματικής άνθισης στον 12ο αιώνα καταλαμβάνουν σημαντικές φιγούρες, οι οποίες προσφέρουν, ξεχωριστά η καθεμία, την δική της ψηφίδα πολιτισμού. Ονόματα όπως ο ιστορικός Νικηφόρος Βρυέννιος, ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος, ο χρονογράφος και θεολόγος Ιωάννης Ζωναράς, ο χρονογράφος και ποιητής Κωνσταντίνος Μανασσής, ο ποιητής Θεόδωρος πρόδρομος είναι μόνον μερικά παραδείγματα της αναδυόμενης δραστηριότητας των λογίων, οι οποίοι καλύπτουν με τις αφηγήσεις τους τα ιστορικά συμβάντα, εξασκούν και ανανεώνουν την ρητορική τεχνοτροπία και προσπαθούν να συγχρωτίσουν την θεολογία με την σύγχρονή τους επιστημονική αντίληψη και πρόσληψη των φαινομένων. Στην θεολογία σημαντικές μορφές είναι ο μοναχός Ευθύμιος Ζιγαβηνός, ο οποίος συνοψίζει τις θέσεις του χριστιανορθοδόξου δόγματος και την αντιρρητική ρητορική του κατά των αιρέσεων, αλλά και ο κληρικός Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, που συνέβαλε στην ιστοριογραφία και τις αρχαιοελληνικές φιλολογικές σπουδές, αλλά και στην «εφαρμοσμένη» θεολογική θεώρηση.
Στις εικαστικές τέχνες οι πολιτιστικές καταβολές του Βυζαντίου είναι περίπου παρόμοιες. Ρωμαϊκοί αρχιτεκτονικοί τύποι συνυφασμένοι με την χριστιανική υποβλητική φόρμα της ζωγραφικής εικόνας με αξιολογική προοπτική, όπου δεσπόζουν φυσικά οι θρησκευτικές παραστάσεις. Παρ’όλα αυτά σε όλη την επικράτεια είχαν παραμείνει πολλά έργα της αρχαίας ελληνικής και της ρωμαϊκής περιόδου, ενώ το Βυζάντιο σημείωσε πραγματική πρόοδο στην ναοδομία και τα ψηφιδωτά. Κατά την Κομνήνεια περίοδο οι ζωγραφικές εικόνες αποκτούν περισσότερο χρώμα και ρεαλιστική ένταση. Όπως συμβαίνει και στα γράμματα, οι καλλιτέχνες αξιοποιούν την προϋπάρχουσα παράδοση κατά έναν τρόπο εκλεκτιστικό, που σημαίνει πως η τάση της εποχής επιλέγει τα αρτιότερα και συμμετρικότερα στοιχεία της έκφρασης και τα αναδιατυπώνει σε νέες παραστάσεις. Χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου υπάρχουν τόσο στον κυρίως βυζαντινό πυρήνα (λ.χ ψηφιδωτά της Μονής Δαφνίου στην Αθήνα και της Μονής Λατόμου στην Θεσσαλονίκη) στην επαρχία, ακόμη και επιρροές εκτός επικράτειας.
Όσον αφορά τον λόγο και την προφορική παράδοση και εκεί η Κομνήνεια περίοδος έχει πολλά να προσφέρει. Οι γλωσσικές εκφάνσεις της βυζαντινής γλώσσας φαίνονται πιο καθαρά στους μελετητές και έχουμε μία τάση έκφρασης όπως εκείνη των αρχαίων αττικών συγγραφέων (ατθίδα γλώσσα), την κοινή ελληνική (επίσημη γλώσσα στην οποία αναγιγνώσκεται το Ευαγγέλιο) και τα πρώτα γνωστά ψήγματα της δημώδους ελληνικής γλώσσας, της πρώτης νεοελληνικής. Οι λόγιοι εκφράζονται στην αττικίζουσα γλώσσα ή στην κοινή, αλλά δεν πρέπει να υποβαθμιστεί ο ρόλος της δημώδους παράδοσης στην οποία εκφέρονται δημοτικά τραγούδια, παροιμίες και καταγράφονται ποιήματα, όπως τα λεγόμενα «πτωχοπροδρομικά». Εκείνη την εποχή εικάζεται πως καταγράφεται για πρώτη φορά το έπος του «Διγενή Ακρίτη», σημαντικότατο βυζαντινό έργο με μεγάλη προφορική παράδοση.
Η πνευματική ανόρθωση της δυναστείας των Κομνηνών υπήρξε η εκτόνωση του βυζαντινού πνεύματος στις τέχνες και τα γράμματα, σε μία εποχή νευραλγικών κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων. Ίσως ήταν η αποδιοπομπή των Βυζαντινών από τα ελώδη εγκόσμια στα ιδανικά υπερβατικά.
Πηγή: cognoscoteam.gr