Η σοφία των χρόνων ελκύει τον νουν στο παρελθόν, όταν στην καταιγίδα των αντιξοοτήτων δεν προβάλλεται φως στην ανάγκη. Όταν το αύριο κρύβεται σε αδιαπέραστο έρεβος. Γιατί οι εμπειρίες με τα αλλεπάλληλα κύματα της ιστορίας, ανασύρουν στο προσκήνιο της αγωνίας λύσεις που αποδείχτηκαν σωτήριες στο πέρασμα των καιρών.
Όπως σήμερα, που η πανδημία του Κορωνοϊού είναι αδιαπέραστη από τη συλλογική αγωνία περί του «τι τέξεται» η επιούσα. Και η κοινή αίσθηση της αδημονίας εγείρει τραγικά ερωτήματα. Και οι άνθρωποι πέραν των άλλων ομολογούν ότι στην σκέψη παρεισφρέουν βασανιστικά ψυχολογικά προβλήματα που ήταν άγνωστα στις μέρες της αμεριμνησίας και των ευωχιών.
Και πολλοί καταφεύγουν σε ψυχολόγους, αναζητώντας τρόπους απαλλαγής από τίς ψυχολογικές αναστατώσεις. Επί παραδείγματι , ότι υποφέρουν από τον πολυήμερο εγκλεισμό στα σπίτια τους «διά τον φόβον του Κορωνοϊού»! Και ιδού που η εγγύς ιστορία ανασύρει από την μνήμη την απάντηση στο ερώτημα:
Ο εγκλωβισμός ήταν μαζική τιμωρία που η κρατική τρομοκρατία των Εγγλέζων επέβαλλε στην κοινωνία μας. Κατ’ οίκον περιορισμό τον έλεγαν, «κέρφιου». Απαγορευόταν η έξοδος από το σπίτι επί ποινή θανάτου. Στο Μηλικούρι, όπου επεβλήθη παρατεταμένο το μέτρο επί δυο σχεδόν μήνες, και τα περιβόλια ξηραίνονταν, τα ζώα πέθαιναν από πείνα και δίψα, πυροβόλησαν και σκότωσαν ένα παιδί γιατί δεν υπάκουσε στο πρόσταγμα να σταματήσει. Και το παιδί ήταν κωφάλαλο! Στο Βαρώσι στρατιώτες 4 συνταγμάτων σκότωσαν ένα μαθητή κι έναν μεγαλύτερο, ένα κοριτσάκι πέθανε από τρόμο, τραυμάτισαν και συνέλαβαν 800 Βαρωσιώτες!
Αλλά ενώ ο θάνατος πλανιόταν παντού ο κόσμος δεν φοβόταν. Ούτε αγωνιούσε. Ουδείς υπέφερε από ψυχολογικά προβλήματα. Κι οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ διολίσθαιναν στα σκοτάδια και κτυπούσαν άτρομοι. Στη Λευκωσία πέταξαν βόμβα νύχτα, ενώ απαγορευόταν η κυκλοφορία. Στο Λιοπέτρι διέσπασαν τον κλοιό του στρατού επιτιθέμενοι και στη συνέχεια ο Κάρυος, ο Πίττας, ο Παπακυριακού, ο Σαμαράς, έπεσαν στο «Χάνι της Γραβιάς» πολεμώντας, στην «Σκυταλοδρομία του Θανάτου» της πικρής μέρας της 2ας Σεπτεμβρίου 1958.
Τότε οι άνθρωποι υφίσταντο τα πάνδεινα χωρίς τρόμο, χωρίς… ψυχολογικά προβλήματα. Δεν διασκέδαζαν στα ταβερνεία, ούτε μεθούσαν στους δρόμους. Διασκέδαζαν στα σπίτια τους, παίζοντας με τα παιδιά τους, τραγουδούσαν. Δεν ξεχνώ το «κέρφιου» της Γιαλούσας, μετά την ενέδρα στου Χωματά. Ο μ. ο πατέρας μου έπαιζε «πιριλιά» με τον μικρό αδελφό μου. Για πρώτη φορά έμεινε στο σπίτι, γιατί δούλευε ασταμάτητα, από την αυγή ως τις 10 το βράδυ! Το σπίτι γελούσε. Ακόμα κι η μ. η μάνα μας που είχε το γέλιο ακριβό…
Κι όταν η οκταήμερη τιμωρία έληξε, τα γέλια της πλατείας τρέλαιναν τους Εγγλέζους στο οχυρό τους. Τον Αστυνομικό Σταθμό. Δεν καταλάβαιναν το γέλιο που ήταν ο επίλογος μιας τιμωρίας! Παλιοί αγωνιστές αφηγούνται πως μετά από μια ενέδρα κάθονταν στη διασκέδαση! Να θυμηθούμε τους Λακεδαιμονίους; Οι Πέρσες τους έβλεπαν να λούζονται πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών το 480 π. Χ. Η διαφορά των ανθρώπων του 1955 με του 2020 τεραστία. Άλλοτε έκαναν παρέα με τον θάνατο και ήταν χαρούμενοι. Ζούσαν στη σκλαβιά και γλεντούσαν. Σήμερα ζουν ελεύθεροι και δυστυχούν, επειδή πρέπει να κλείνονται στα σπίτια τους για να ζήσουν! Ποιο είναι το μυστικό των κοινωνικών διαφοροποιήσεων;
Μια μέρα ρώτησα τον επίσκοπο Καρπασίας αν δικαιολογείται εκείνος που φοβάται την κατάρα. Και μου απάντησε: Αν είναι κατοχυρωμένος γιατί να φοβάται; Εννοούσε πως όποιος έχει πίστη δεν έχει λόγους να φοβάται την κατάρα…
Στην απάντηση του Επισκόπου βρίσκεται η ερμηνεία των ψυχολογικών αιτιάσεων των ημερών μας. Δεν είναι κατοχυρωμένος από υψηλές ιδέες ο άνθρωπος. Φοβάται γιατί είναι ιδεολογικά απογυμνωμένος στη βαρυχειμωνιά ενός καιρού που τουρτουρίζει στη γύμνια της αποξένωσης από τις ιδέες που φλόγιζαν τα στήθια και θέρμαιναν τις καρδιές. Οι πατέρες κι οι παππούδες της σημερινής γενιάς έκαναν τον σταυρό τους, άναβαν ένα κερί και τραβούσαν στην αποστολή τους.
Φίλευαν με τον θάνατο. Γνώριζαν πως ενδεχομένως να μην γύριζαν στην ζωή. Και χαμογελούσαν παρακαλώντας την Παναγία να τους προστατεύσει. Κι η προσευχητήρια ικεσία κατοχύρωνε την ψυχή! Τους βασάνιζαν στα ανακριτήρια του Σπέσιαλ Μπράντς, της Ομορφίτας, των Πλατρών, της Αμμοχώστου, του Ρετ Χάουζ και ανάμεσα στους βόγγους του πόνου ξεχώριζες την επίκληση «Παναγία» μου…
Οι άνθρωποι του ’55 ένιωθαν και το φώναζαν Έλληνες. Ορθόδοξοι. Ιδεολόγοι. Στα χέρια τους έσφιγγαν καριοφίλια και στις ψυχές ιδέες. Την ελευθερία, την ανθρωπιά, το φιλότιμο, το ήθος, την πατρίδα, την φιλία. Οι άνθρωποι ήξεραν τι ήθελαν και το διεκδικούσαν. Και η φήμη τους προστάτευε και τους εμπιστευόταν στη δόξα.
Η σημερινή κατάντια είναι απότοκο της εγκατάλειψης των ιδεών με το πολιτικό παραστράτημα του 1959. Η γενιά του 2020 είναι θύμα του μοιραίου ολισθήματος που χτυπά ανελέητα τον λαό που ανέχτηκε τον άδικο συμβιβασμό και την χίμαιρα της πολιτικής κερδοσκοπίας σε βάρος της ηθικής συνείδησης του κόσμου μας.
Άρθρο του Γιάννη Σπανού