Ο εορτασμός των Εθνικών Επετείων δεν είναι απλώς μία αφορμή, για να τιμήσουμε τους πεσόντες υπέρ Πατρίδος και να αισθανθούμε εθνική ανάταση και υπερηφάνεια. Είναι επί πλέον και μία θαυμάσια ευκαιρία για να συνειδητοποιήσουμε πόσο στενά είναι συνδεδεμένοι οι Αγώνες του Ελληνισμού με την Ορθόδοξη Πίστη και την Εκκλησία μας.
Ο Μακεδονικός Αγώνας διέσωσε την ελληνικότητα της Μακεδονίας με πρωτεργάτες κληρικούς και δασκάλους και υπό την καθοδήγηση των φωτισμένων Ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26-10-1912) συμβολίζει τη σύνδεση της πόλεως με τον πολιούχο Άγιο της, τον Μυροβλύτη Άγιο Δημήτριο.
Η εποποιία του 1940-41 μας θυμίζει την ακλόνητη πίστη των φαντάρων μας ότι η Παναγία ευοδώνει τον δίκαιο αγώνα τους.
Και έρχονται αυτές οι επισημάνσεις να προστεθούν στην αγωνιστική προσφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Νέος Ελληνισμός και Ορθοδοξία
Η μελέτη της Ιστορίας καταδεικνύει ότι Εκκλησία και Εθνικά θέματα είναι δύο μεγέθη αλληλένδετα και αδιαχώριστα. O Νέος Ελληνισμός οφείλει τη διαμόρφωση και την επιβίωσή του στην Ορθοδοξία, στην Εκκλησία. Εν αντιθέσει προς άλλα ευρωπαϊκά έθνη, τα οποία εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο της σύγχρονης ιστορίας με τελείως διαφορετικές εμπειρίες, ο Ελληνισμός υπάρχει σήμερα επειδή σε κάθε δύσκολη στιγμή η Ορθόδοξη Εκκλησία διέσωζε γλώσσα, ταυτότητα, εθνική συνείδηση, όραμα λυτρωτικό.
Ενώ επί παραδείγματι η σύγχρονη Γαλλία βγήκε μέσα από το πυρωμένο καμίνι της αιματηρότατης Γαλλικής Επαναστάσεως (1789), η οποία είχε σαφώς αντιχριστιανικό και αντιεκκλησιαστικό περιεχόμενο, η διαμόρφωση του προσώπου του Νέου Ελληνισμού και η ύπαρξη ελευθέρου ελληνικού κράτους οφείλονται σ’ αυτό το θαύμα, που επισημαίνει ο Άγγλος Βυζαντινολόγος Σέρ Στήβεν Pάνσιμαν αναφερόμενος στην Τουρκοκρατία: «H Eκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει. Kαι όσο η Eκκλησία επεβίωνε, το έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία σώζει το Έθνος
Τότε, επί τουρκοκρατίας, δεν είχαμε συγκροτημένο δικό μας κράτος, αλλά είχαμε εκκλησία και γι’ αυτό δεν χάσαμε την ταυτότητα και την εθνική μας συνέχεια. Ακόμη κι όταν χάθηκε ή υπεχώρησε για ένα χρονικό διάστημα η ελληνική γλώσσα, η Ορθόδοξη Εκκλησία διετήρησε το ελληνικό φρόνημα.
Στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας πολλοί Ρωμηοί αναγκάσθηκαν να τουρκοφωνήσουν. Μένοντας όμως Ορθόδοξοι διεκράτησαν τον ελληνικό ψυχισμό τους και στην ανταλλαγή των πληθυσμών δήλωσαν Έλληνες (1923).
Αντιθέτως στην Δυτική Μακεδονία μία μερίδα ορθοδόξων εξισλαμίσθηκε πάλι επί τουρκοκρατίας αλλά διετήρησε την ελληνική γλώσσα. Η ομάδα αυτή, γνωστή με το όνομα «Bαλαάδες» γρήγορα απέκτησε τουρκική συνείδηση. Η αποκοπή από την Ορθόδοξη Εκκλησία βάρυνε περισσότερο από την διατήρηση της γλώσσας. Με την Συνθήκη της Λοζάννης (1923), οι Βαλαάδες μετεφέρθησαν εκουσίως στην Τουρκία.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε τον δικό της μυστικό, ειρηνικό τρόπο, για να σώζει το Γένος από την εξαφάνιση. Αλλά και όταν σήμανε κατά καιρούς η ώρα του Αγώνος, ο Ορθόδοξος κλήρος διακόνησε, καθοδήγησε, παρηγόρησε, ενθουσίασε και δεν εφείσθη θυσιών στον βωμό της ελευθερίας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει την ελπίδα
Δυσφορούν ορισμένοι, διότι η Εκκλησία μας και σήμερα ασχολείται με τα εθνικά θέματα. Μήπως πρέπει να τούς θυμίσουμε ότι μέχρι το 1990, όταν έπεσαν τα ηλεκτροφόρα σύρματα στην Αλβανία, η μόνη φωνή υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών ακουγόταν από εκκλησιαστικά χείλη, όταν μάλιστα διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι «προοδευτικοί» επαινούσαν το τυραννικό καθεστώς του Χότζα και του Αλία;
Ή μήπως πρέπει να τους θυμίσουμε ότι πρώτη η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ήδη από το 1958 είχε επισημάνει τους κινδύνους από τη δημιουργία «Αυτοκέφαλης Μακεδονικής Εκκλησίας» στην τότε ενιαία Γιουγκοσλαβία, ενώ μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν πολιτικοί και διπλωμάτες, που ισχυρίζοντο ότι «δεν υπάρχει πλέον Μακεδονικό ζήτημα»; H Εκκλησία προέβλεψε από το 1958 το πρόβλημα, που εμφανίσθηκε το 1989 με ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις.
Ενοχλούνται ιδιαιτέρως ορισμένοι όταν πολλοί κληρικοί και λαϊκοί χρησιμοποιούν τον όρο «Αλύτρωτες Πατρίδες» για να θυμίσουν ότι οι ιστορικές κοιτίδες του Ελληνισμού δεν περιορίζονται μόνο στα σημερινά σύνορα της Ελλάδος. Γιατί ενοχλούνται; Μάς απαντούν υποκριτικά ότι ο όρος αυτός υποκρύπτει πολεμοχαρείς διαθέσεις.
Λάθος! Το να θεωρούμε αλύτρωτα ορισμένα εδάφη της καθ’ ημάς Ανατολής, στα οποία ήκμασε ελληνορθόδοξος πολιτισμός και έζησαν δεκάδες γενεές Ελλήνων, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι απαιτούμε αλλαγή συνόρων ή παραβίαση διεθνών συνθηκών. Σημαίνει ότι αισθανόμαστε μέσα στην ψυχή μας μία ιστορική αδικία. Όταν μιλούμε π.χ. για ύπαρξη κοινωνικών αδικιών δεν σημαίνει ότι καλούμε τους πτωχότερους σε ένοπλη εξέγερση κατά των πλουσιοτέρων. Απλώς προβαίνουμε σε μία διαπίστωση και την δημοσιοποιούμε, όπως δικαιούται κάθε Έλλην πολίτης να δημοσιοποιεί ελευθέρως τις απόψεις του.
Άλλωστε η επιστροφή Ελλήνων στις πατρογονικές εστίες της M. Ασίας και του Πόντου ή η επαναλειτουργία της ιστορικής Μονής Παναγίας Σουμελά μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς κατ’ ανάγκην να μεσολαβήσει πολεμική σύγκρουση Ελλάδος – Tουρκίας. Μπορεί η Τουρκία να διαλυθεί μόνη της λόγω εσωτερικών συγκρούσεων, που διογκώνονται συνεχώς. Μπορεί να ηττηθεί η Τουρκία από άλλη γειτονική χώρα.
Και σε τελευταία ανάλυση η Εκκλησία τονώνει εκείνη την πτυχή της ζωής μας, που έχει ατονήσει επικινδύνως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, την πτυχή των οραμάτων και των ελπίδων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να διδάσκει την ελπίδα. Διότι γνωρίζει ότι μετά την Σταύρωση ακολουθεί πάντοτε η Ανάσταση.
Τόνωση της Εθνικής Μνήμης
Είναι ανάμιξη στην πολιτική η αναφορά εκκλησιαστικών παραγόντων στα εθνικά θέματα; Ασφαλώς όχι. Ανάμιξη στην πολιτική υπάρχει στους χώρους του καθολικισμού, των Αγγλικανών κ.ά. Ανάμιξη στην πολιτική είναι η εντονότατη επιρροή του Βατικανού στα Χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της Ιταλίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών…
Στις δυτικές Χριστιανικές ομολογίες πράγματι βλέπουμε ανάμιξη στην πολιτική. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος έχουμε απλώς προσπάθεια διατηρήσεως και τονώσεως της εθνικής Μνήμης. Και εκείνοι, που ενοχλούνται, είναι όσοι δεν θέλουν να παραμένει ισχυρή η εθνική μνήμη των Ελλήνων!
Ένα απο τα καλύτερα άρθρα του Κωνσταντίνου Χολέβα
Πλούσια δράση
Ο Κ. Χολέβας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1957. Είναι Πολιτικός Επιστήμων, αρθρογράφος επί των Εθνικών μας θεμάτων και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών με έμφαση στα ιστορικά θέματα.
Από τον Νοέμβριο του 2002 είναι στέλεχος της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και Αρχισυντάκτης του περιοδικού ΕΚΚΛΗΣΙΑ, επισήμου Δελτίου της Εκκλησίας της Ελλάδος κατόπιν προτάσεως του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου.
Επί 25 χρόνια έχει αρθρογραφήσει και έχει πραγματοποιήσει ομιλίες σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο επί θεμάτων Εξωτερικής Πολιτικής, Ιστορίας, Ελληνορθόδοξης Παράδοσης, Γλώσσας και Παιδείας.
Έχει διδάξει θέματα Ιστορίας και Εξωτερικής Πολιτικής στη Σχολή Εθνικής Αμύνης.
Είναι από τους παλαιότερους συνεργάτες της Εκκλησιαστικής Ραδιοφωνίας. Από τις αρχές του 1989 μέχρι σήμερα συνεργάζεται ως παρουσιαστής εκπομπών και ως σχολιαστής με τους Ραδιοφωνικούς Σταθμούς της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Πειραϊκής Εκκλησίας. Συνεργάζεται τακτικά με την τηλεοπτική εκπομπή ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ της ΕΡΤ με έμφαση στα εθνικά και ιστορικά θέματα.
Έχει συγγράψει βιβλία και μελέτες που αναφέρονται στα εθνικά μας θέματα και την ελληνορθόδοξη ταυτότητα του λαού μας. Τα κυριώτερα βιβλία μου είναι τα εξής:
ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, 1994 (Βραβείο Ελληνικής Εταιρίας Χριστιανικών Γραμμάτων).
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΕΝΟΡΑΣΙΣ, Α΄ έκδοση 1997, Β΄ έκδοση 1998.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ, 2002 (Βραβείο Δοκιμίου εις μνήμην Παναγιώτη Φωτέα).
Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ, 2007.
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΩΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, 2010.
Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΡΟΤΑΣΗ (Για την Κρίση, την Παιδεία, τα Εθνικά Θέματα), Αθήνα 2015