Ορθοδοξία και Ελληνισμός στο σύγχρονο κόσμο

Ορθοδοξία

Διαβάστε μια εξαιρετική ομιλία του μακαριστού πατήρ Γεωργίου Μεταλληνού με πολλές, μεγάλες αλήθειες και δυνατά μηνύματα προς όλους τους Έλληνες αλλά και προς τους εχθρούς της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.

Από τα πιο αξιόλογα κείμενα που διαβάσαμε ποτέ. Είμαστε σίγουροι ότι το σπουδαίο αυτό κείμενο, θα σας συγκλονίσει με την δύναμη και τις Αλήθειες του.
Σας το παρουσιάζουμε αποσπασματικά σε 8 ενότητες.

Μυστήριο και θαύμα στην ιστορία

Μιλώντας κανείς για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, αγγίζει ένα μυστήριο, ένα θαύμα κυριολεκτικά, πού συντελέσθηκε μέσα στην Ιστορία. Διότι η ιστορική ένωση των δύο αυτών οικουμενικών μεγεθών προκάλεσε αληθινή κοσμογονία. Δημιούργησε ένα νέο κόσμο, μία αληθινή «Νέα Εποχή».

Για να μιλήσω θεολογικά, ξαναδημιούργησε, ανάπλασε τον κόσμο ολόκληρο. Και η ένωση των δύο αυτών μεγεθών ως πηγή ζωής ανεξάντλητη αρδεύει συνεχώς την παγκόσμια κοινωνία. Στην εποχή μας, όμως, τίθεται με τρόπο οξύ και καθοριστικό το πρόβλημα της συνέχειας του συνδέσμου αυτού, πού τόσο ωφέλησε τον κόσμο.

Θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τα δύο αυτά μεγέθη, προσδιορίζοντας Ιστορικά τη στιγμή της συναντήσεως και ενώσεως τους και τον τρόπο της διασύνδεσης τους, υπογραμμίζοντας συνάμα τις κύριες απειλές για τη συνέχεια της ένωσης αυτής στους δύσκολους καιρούς μας.

Τι είναι ό Ελληνισμός;

Ότι υψηλότερο και ιερότερο παρήγαγε ο κόσμος μέσα στην Ιστορική του πορεία και στα όρια της λυτρωτικής αναζήτησης του, της ανάστασης και ανάτασης του στις οντολογικές αρχές του, είναι ο Ελληνισμός. Η μεγαλύτερη δημιουργία στον κόσμο, το φως πραγματικά της Οικουμένης. Δεν είναι εθνικισμός ούτε ρατσισμός να μιλεί κανείς έτσι για τον Ελληνισμό, διότι όσα ψέλλισα προηγουμένως είναι πορίσματα της διεθνούς Επιστήμης, συμπεράσματα της επιστήμης της Ιστορίας.

Ποια είναι η ουσία του Ελληνισμού, της Ελληνικότητας α) Ένα πρώτο γνώρισμα ουσιαστικό της Ελληνικότητας είναι ή Θεοκεντρικότητα. Στην Ιστορία μας δεν υπήρξε ποτέ αθεΐα. Η αθεΐα με τη σημερινή γνωστή μορφή της είναι δημιούργημα των τελευταίων ευρωπαϊκών αιώνων. Για να προσδιοριστεί ή αξία η απαξία του Έλληνος ανθρώπου από την αρχαιότητα, γίνεται αναφορά στη σχέση του με το Θείον, όπως και αν αυτό νοείται, με τον Θεό. Ένθους, δηλαδή ένθεος, είναι ό αληθινός άνθρωπος στην ελληνική παράδοση. Ενθουσιασμός είναι ή παρουσία του Θείου – Θεού μέσα στον άνθρωπο και αυτό συνεχίζεται ως την εποχή μας.

Θέωση ορθόδοξα είναι ή ενοίκηση του Θεού μέσα στο άνθρωπο, τον Άγιο. Και σήμερα για να χαρακτηριστεί αρνητικά κάποιος, προσδιορίζεται ως «αθεόφοβος», που «δεν έχει Θεό μέσα του». Όταν ό Απόστολος Παύλος (Πράξ. ΙΖ, 22) χαρακτήριζε τους Αθηναίους Έλληνες της εποχής του «δεισιδαιμονεστάτους» (ευσεβέστατους), έλεγε την αλήθεια.

β) Μια άλλη συστατική Ιδιότητα της ελληνικής συνειδήσεως είναι ό ανθρωπισμός. Ή καταξίωση δηλαδή του ανθρώπου και τών ανθρωπίνων. Ο ελληνικός ανθρωπισμός, αναφερόμενος στην τελική διαμόρφωση του αληθινού άνθρωπου, ξεκινά με το γνωστό «καλός καγαθός άνθρωπος», για να φθάσει στον λόγο του Μενάνδρου (4ος αι. Π.Χ.) Η χαρίεν άνθρωπος όταν άνθρωπος η» (τι ωραίο πράγμα είναι ό άνθρωπος, όταν είναι όντως άνθρωπος). Ή κατάφαση του ανθρώπου και ή καταξίωση του στα όρια της Ελληνικότητας συνυφαίνεται με την ενότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων, χωρίς κανέναν τεμαχισμό των περιοχών της ζωής και δράσης του ανθρώπου.

Κλασικό παράδειγμα αυτής της κατάφασης και ενιαιοποίησης είναι ο ιερός χώρος των Δελφών. Το μνημείο όλων των αιώνων είναι δομημένο σε τρία επίπεδα. Το πρώτο το συγκροτούν τα ιερά, «από Θεού άρχεσθαι»! Το δεύτερο επίπεδο είναι το θέατρο, το σχολείο της ψυχής, το λαϊκό Πανεπιστήμιο της ελληνικής Αρχαιότητας. Το τρίτο επίπεδο είναι το Στάδιο, το γυμναστήριο, ό χώρος καλλιέργειας του σώματος. Ολόκληρος ό άνθρωπος γίνεται δεκτός ως ψυχή και σώμα, όπως ακριβώς και στην Ορθοδοξία, διότι ολόκληρος ό άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού», με Βάση το αρχέτυπο του Θεανθρώπου -Χριστού και ολόκληρος ο άνθρωπος έχει προορισμό το «καθ’ όμοίωσιν», δηλαδή την ένωση με το Θείο, τη Θέωση.

Ακριβώς στα θέματα αυτά Θεός – άνθρωπος παρατηρείται η μεγαλύτερη σύγκλιση Ελληνισμού -Ορθοδοξίας. Ο Χριστός είναι Εκείνος πού είπε (Μάρκ. β’ 27) ότι «Το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο και ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». Αυτός ο λόγος θα έπρεπε να βρίσκεται ως προμετωπίδα όλων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών Ιδρυμάτων του κόσμου. Διότι σημαίνει ότι όλοι οι θεσμοί είναι υπηρετικοί του ανθρώπου, διακονούν τον άνθρωπο. Κάθε άνθρωπο. Διότι κάθε άνθρωπος είναι, ως πλάσμα Θεού, ανώτερος από όλο τον κόσμο. «Τι δώσει Ο άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. ιστ’ 26). Ο Ελληνικός ανθρωπισμός καταξιώνεται και κορυφώνεται στο Ευαγγέλιο του Χριστού.

γ) Ένα άλλο στοιχείο της ελληνικότητας είναι η αγάπη προς την αλήθεια, πού διατυπώθηκε από τον Αθηναίο Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα β 215) ως «ζήτησις αληθείας». Είναι η ελληνική φιλοσοφία. Οι Έλληνες δεν μιλούμε για σοφία, αλλά για φιλοσοφία, αγάπη προς τη σοφία, κίνηση δυναμική προς την εύρεση της Σοφίας, που τελικά είναι ο Θεός. Σοφία του Θεού ήταν για τους προγονούς μας η «θεά» Αθηνά. Για τους Ορθοδόξους Έλληνες σοφία του Θεού είναι ο Χριστός.

Αυτή η κίνηση του Ελληνισμού προς την όντως Σοφία καταξιώνεται σε ένα λόγο του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους (Α’ Κορ. α’ 22): «Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, Ιουδαίοι σημείον αιτούσι». Ο Ιουδαίος αιτεί, επαιτεί. Περιμένει παθητικά από τον Θεό να έλθει το αναμενόμενο, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβα περιμένουν τον Αρμαγγεδώνα, τον μεγάλο πόλεμο του Θεού, για να πάρουν και αυτοί (μόνο τότε…) τα όπλα και να υποτάξουν όλα τα έθνη της γης και να ζουν πριγκιπικά επί χίλια χρόνια στον χιλιαστικό «παράδεισο». Οι Έλληνες δεν επαιτούμε, αναζητούμε να εύρουμε. Και «Ο ζητών ευρίσκει», όπως λέγει Ο Χριστός (Ματθ. ζ’ 8).

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς με το να λέγει ότι η Ελληνική Φιλοσοφία «ζήτησις εστίν αληθείας», υπονοεί και το ποια είναι αυτή η αλήθεια. Και αυτό προσδιορίζει ερμηνευτικά ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος († 258). Αλήθεια, λέγει, είναι Εκείνος (Πρόσωπο, δηλαδή), που μόνος τόλμησε στην Ιστορία να πει: «Εγώ ειμί η Αλήθεια» (Ίωαν. ιδ’ β), δηλαδή ο Ιησούς Χριστός. Αυτόν τελικά ζητούσαν στις πνευματικές ανατάσεις τους οι αρχαίοι Έλληνες σ’ όλους τους χώρους: την επιστήμη, την τέχνη, το δίκαιο, ως αλήθεια, ωραίο, δικαιοσύνη!

Οι διάφορες όψεις της μιας αδιατίμητης και ακέραιης αλήθειας επικεντρώνονται στον Ελληνισμό σε ένα Πρόσωπο, όχι σε αφηρημένα ιδεολογικά σχήματα. Ήταν ο «άγνωστος Θεός», πού αναζητούσαν οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό συνηθίζω να λέγω ότι ό Απόστολος Παύλος στον αθηναϊκό Άρειο Πάγο δεν κατέστρεψε, δεν διέστρεψε, ούτε μετέστρεψε την ελληνική αναζήτηση. Άπλα την έστρεψε προς τον Χριστό λέγοντας: «Ον αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν» (Πράξ. ιζ’ 23). Δηλαδή: Αυτόν, πού μέσα στην άγνοια σας τον αναζητείτε, αυτόν σας κηρύσσω, σας φανερώνω. Δηλαδή τον αναζητούμενο και από τον Ελληνισμό Ιησού Χριστό.

δ) Ελληνική αρετή είναι και ή επίγνωση των ορίων του λόγου. Ποτέ ό Ελληνισμός δεν γνώρισε νοησιαρχία δυτικοευρωπαϊκού τύπου, όπως προδιαγράφεται από τον Αυγουστίνο με το περιβόητο εκείνο «credo ut intelligam» (πιστεύω, για να κατανοήσω). Ή διάνοια είναι, έτσι, ό τελικός αποδέκτης και το έσχατο μυστήριο. Ή κρίση αυτή προεκτεινόμενη φθάνει στον Καρτέσιο, πού έλεγε: «cogito ergo sum» (διανοούμαι, άρα υπάρχω). Ή διανοητική διεργασία θεμέλιο της υπάρξεως. Στον Ελληνισμό, ως αρχαίο και ως χριστιανορθόδοξο, είναι άγνωστη ή απολυτοποίηοη του «ορθού λόγου», κάτι πού έλαβε σάρκα καί οστά στη Γαλλική Επανάσταση, επί Ροβεσπέρρου, όταν ή «θεά λογική» λατρεύτηκε στο πρόσωπο μιας γυμνής Πόρνης μέσα στην «Παναγία των Παρισίων». Ή υπέρβαση των ορίων του λόγου στους Έλληνες θεωρείται «ύβρις» (αρχαία τραγωδία).

ε) Σημαντική είναι στον Ελληνισμό και ή κοινωνική αντίληψη της αλήθειας. «Το αληθεύειν εστί κοινωνείν». Ήδη ο Ηράκλειτος σε ένα απόσπασμα του λέγει, όταν μοιραζόμαστε (κοινωνούμε) κάτι, τότε αληθεύουμε, όταν δε σφετεριζόμαστε κάτι, τότε ζούμε στο ψέμα. Κοινωνία σημαίνει μοίρασμα των αγαθών, όχι σφετερισμό τους. Για αυτό και ή Θεία Μετάληψη λέγεται (Θεία) Κοινωνία. Ό Χριστός «μεμέριαται αμέριστος εν μεριστοίς». Μοιράζεται χωρίς να διαιρείται σε μας, πού είμαστε χωριστά πρόσωπα. Ή κοινωνία, ή αδελφική σχέση, είναι ή αλήθεια. Μια εμπειρία, δηλαδή για μας τους Έλληνες είναι ή αλήθεια και όχι μια ξερή διανοητική υπόθεση και διεργασία. Γι’ αυτό το Συμπόσιο βρίσκεται στο επίκεντρο διαχρονικά της ελληνικής ύπαρξης. Αλλά αδελφικό συμπόσιο -γεύμα- δείπνο προϋποθέτει «καλή καρδιά» και αυτό ευχόμαστε πάντοτε υψώνοντας τα ποτήρια οι Έλληνες. Είναι ή «καθαρή καρδία» της Πίστεως μας («εν καθαρά καρδία Σε δοξάσειν», πού ψάλλουμε το Πάσχα).

στ) Ό Έλληνας, όταν είναι αυθεντικός και γνήσιος, καταφάσκει —σέβεται και αναγνωρίζει— την ετερότητα. Δέχεται τον άλλον και το άλλο. Ή τόσο προβαλλόμενη από κάποιους φράση «Πας μη Έλλην βάρβαρος» δεν έχει ρατσιστική απόχρωση. Σημαίνει διαφορά πολιτισμών. Ξέρετε, από τη εποχή του Θουκυδίδη ακόμη και οι Έλληνες των δυτικών περιοχών ονομάζονταν «βάρβαροι», διότι ήταν σε χαμηλότερο επίπεδα, πολιτισμού ή μιλούσαν κατά τρόπο δυσνόητο. Γι’ αυτό ό Σωκράτης στον «Φαίδρα» παρατηρεί ότι, για να αποφανθούμε σε σπουδαία υπαρξιακά προβλήματα, πρέπει να εξετάσουμε Τι λέγουν οι Έλληνες σοφοί, αλλά και «οι σοφοί των βαρβάρων». Έχουν κι αυτοί τους σοφούς τους.

Ή ελληνική κατάφαση της ετερότητας φαίνεται από την απώτατη αρχαιότητα στις αποικίες μας. Δεν έπαιρναν ποτέ τη μορφή γκέτο, άλλα φώτιζαν όλους τους γειτονικούς λαούς και τους μυούσαν στον πολιτισμό μας. Οι δυτικοευρωπαϊκές αποικίες, πού οδήγησαν στις χώρες «μπανανιές» από τον 15ο αιώνα και μετά, είναι άγνωστες στην ελληνορθόδοξη ανατολή.

Καθηγητής Θεολογίας και συγγραφέας θεολογικών και ιστορικών βιβλίων

Ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός εκοιμήθη στις 19/12/2019 σε ηλικία 79 ετών.

Υπήρξε ομότιμος καθηγητής Θεολογίας και συγγραφέας περισσότερων από 40 θεολογικών και ιστορικών βιβλίων.

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1940 όπου και ολοκλήρωσε τη φοίτηση του στις εγκύκλιες σπουδές.

Το 1971 μπήκε στις τάξεις του κλήρου στη Γερμανία και έγινε διδάκτωρ Θεολογίας (Αθήνα) και Φιλοσοφίας – Ιστορίας (Κολωνία). Το 1964 ξεκίνησε τις σπουδές του στην κλασική φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου έλαβε τα πτυχία θεολογίας και Φιλολογίας.

Στη συνέχεια διορίστηκε επιστημονικός βοηθός στην έδρα Πατρολογίας και το 1969 μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στην τότε Δυτική Γερμανία (στα πανεπιστήμια Βόννης και Κολωνίας), όπου και διέμεινε μέχρι το 1975. Ενδιάμεσα πραγματοποίησε σπουδές και αρχειακές έρευνες στην Αγγλία.

Ήταν καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1984 διδάσκοντας «Ιστορία του Πνευματικού Βίου κατά την μεταβυζαντινή περίοδο», «Ιστορία και Θεολογία της Λατρείας» και «Βυζαντινή Ιστορία». Διετέλεσε Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής από το 2004 έως το 2007, όπως αναφέρει το Βικιπαίδεια.

Την ποιμαντική του δραστηριότητα αναπτύσσει στον πανεπιστημιακό Ναό του Αγίου Αντίπα στο χώρο της Οδοντιατρικής Σχολής. Το 2015 βραβεύτηκε με το Μακεδονικό Βραβείο για το συνολικό του έργο.